Παρά τις αναμενόμενες δημόσιες δηλώσεις και την καλλιέργεια προσδοκιών για βελτίωση των διμερών σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, οι πραγματικότητες επί του εδάφους προς το παρόν δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή σε συνδυασμό με τιςμεγαλοϊδεατικές, αυταρχικές και τυχοδιωκτικές πολιτικές της Άγκυρας στο εσωτερικό και στον άμεσο περίγυρό της, συνεχίζουν να αποτελούν πρόκληση για τη σταθερότητα της περιοχής και για αυτό που οι αρμόδιες αμερικανικές ελίτ ορίζουν ως εθνικό τους συμφέρον. Η απόκλιση των συμφερόντων ΗΠΑ-Τουρκίας είναι ένα υπαρκτό ζήτημα πουδημόσια πλέον το συζητούν στελέχη αμερικανικών think tanksαλλά και Τούρκοι σχολιαστές και αναλυτές. Η πρόσφατη εμπρηστική δήλωση στα τουρκικά ΜΜΕ του βουλευτή του ΑΚΡ ΣαμίλΤαγιάρότι το ΝΑΤΟ αποτελεί τρομοκρατική οργάνωση που απειλεί την Τουρκία, αποτελεί μια μικρή ένδειξη του κλίματος που επικρατεί στις διμερείς σχέσεις.Παρόλα αυτά,για ορισμένους Αμερικανούς σχεδιαστές πολιτικής η στενότερη συνεργασία των ΗΠΑ με την Τουρκία θα παραμείνει μια δελεαστική αλλά ουτοπική προοπτική.
Τα στελέχητηςκυβέρνησηςτου κ. Τραμπ που θα ασχοληθούνμετηνεξωτερική πολιτική και την πολιτικήάμυνας και ασφάλειας, είναι αμφίβολο πλέον αν θα παραμείνουν εγκλωβισμένα στον παραδοσιακό μύθο περί «αμερικανοτουρκικής εταιρικής σχέσης» παρέχοντας νομιμοποίηση σε ένα αυταρχικό καθεστώς που υπονομεύει τα αμερικανικά συμφέροντα. Αυξάνονται οι φωνές στην Ουάσινγτον που καλούν τους αρμοδίους να αναγνωρίσουν την έκταση των πραγματικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας και να κατευθύνουν την ενέργειά τους στην αντιμετώπιση του προβλήματος της συνεχούς διάβρωσης της δημοκρατίας, που οδηγεί σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση τη γειτονική χώρα και αυξάνει τον κίνδυνο αστάθειας σε όλη την περιοχή.
Παράτις προσεκτικέςδημόσιεςτοποθετήσειςστελεχώντης αμερικανικήςδιοίκησης, είναι πλέονκοινά αποδεκτόότιΟυάσινγκτον καιΆγκυρα διαφωνούνκάθετασεστρατηγικήςσημασίας ζητήματαπου αφορούντηΜέσηΑνατολή. Η προσπάθεια των ΗΠΑ να περιθωριοποιήσουντοισλαμικόκράτος (ISIS) μέσα από συνεργασίεςμεομάδεςστις οποίες περιλαμβάνεται και τοκουρδικό YPG έχουν προκαλέσει πανικόστηνΆγκυρα. Η σταδιακήνομιμοποίησητωνκουρδικώνενόπλωνομάδωνκαι του πλουραλιστικού, δημοκρατικούιδεώδους πουεκπροσωπούν, προκαλείτριγμούςσεένα καθεστώς που επί δεκαετίεςστηρίχθηκεστη βίαιη καταστολήτωνκουρδικών αιτημάτων αλλά και τωνγενικότερων αιτημάτωνεκδημοκρατισμού.Αυτή η περίπλοκηκατάστασηδεν φαίνεται να αλλάζειστοάμεσομέλλον.
Τουρκική εξωτερική πολιτική
Η Τουρκία, σεσυνεργασία μετο Κατάρ και τη ΣαουδικήΑραβία, ενίσχυσετζιχαντιστικέςτρομοκρατικέςομάδες προκειμένου να ανατρέψειτον πρόεδροτηςΣυρίας Μ.Άσαντ και να εγκαταστήσειστηχώραμια φιλοτουρκικήσουνιτικήκυβέρνηση. Έτσι θα έθετε υπό τον πλήρηέλεγχότηςτους διαδρόμους διακίνησηςφυσικού αερίου και πετρελαίου προςτηΜεσόγειο και τηνΕυρώπη αλλά και θα περιόριζετις πιθανότητες αυτονόμησηςτωνΚούρδωντης βόρειας Συρίας.Η παρέμβασηόμωςτουΙράν και τηςΡωσίας καθώς και η καθοριστικήαντίστασηκαι η αυξανόμενηδιεθνήςνομιμοποίησητωνκουρδικώνενόπλωνομάδωντης περιοχής, ανέκοψαν τιςμεγαλοϊδεατικέςτουρκικές επιδιώξεις. Η Τουρκία ταπεινωμένη, αναγκάστηκε να ευθυγραμμιστείμετιςρωσικές πολιτικές προτεραιότητες, προσπαθώντας παράλληλα να εμποδίσειτην περαιτέρωενίσχυσητωνΚούρδων.Μετά από αυτήτηδραματική αλλαγήστρατοπέδου, η ΣαουδικήΑραβία κατηγόρησεευθέωςτηνΆγκυρα ότι πρόδωσετησυμμαχία τους. Δενείναι άλλωστεη πρώτηφοράστηνιστορία πουοιτουρκικές πολιτικέςελίτ προδίδουντουςσυμμάχουςτους προκειμένου να διασώσουντον εαυτό τους.
Η τρέχουσατουρκικήεξωτερική πολιτική, που διαμορφώνεται και ασκείται υπό τονφόβο και την ανασφάλεια ενός αυταρχικού προέδρου, στοχεύειπρωτίστωςστηνενδυνάμωσητηςθέσηςτουτουρκοσουνιτικού καθεστώτοςστοεσωτερικότηςχώρας. Ο αυξανόμενος αυταρχισμόςτου ΑΚΡ, οι διαδικασίες αλλαγήςτου πολιτειακού καθεστώτος, οιδιώξεις κατάτηςδημοκρατικής αντιπολίτευσης και των ΜΜΕ, ο πόλεμοςμετοΕργατικόΚόμμα Κουρδιστάν (ΡΚΚ), η επέκταση αυτούτου πολέμουστηΣυρία καθώς και η dιεθνής κρατική τουρκική εκστρατεία εναντίον του ισλαμιστή κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν είναι τμήματατης ίδιας πολιτικής ατζέντας.Το καθεστώςΕρντογάν προετοιμάζεται για μεγαλύτερηςέκτασης πολεμικές επιχειρήσειςεναντίοντου ΡΚΚ στοεσωτερικότηςχώρας ενώ υπάρχουν πληροφορίες και για σχεδιαζόμενη επέμβασηστις βάσειςτηςοργάνωσηςστο βόρειοΙράκ περί τα τέλη Μαρτίου, πριν από τοσχεδιαζόμενοδημοψήφισμα. Μια τέτοια επέμβαση, παρόμοια με αυτήστη βόρειαΣυρία, θα πυροδοτήσεισφοδρές αντιδράσεις από διαφορετικές πλευρές.
Επιπλέον ο σουνίτης πρόεδροςΕρντογάν, εκτός από τηνενίσχυσητης προσωπικήςτουεξουσίας, επιχειρεί, με βάσησεκταριστικάθρησκευτικά πρότυπα και αξίες, να αλλάξειριζικάτηνΤουρκία και τονρόλοτηςστονκόσμο. Η αυτοανακήρυξήτουσε προστάτητων απανταχούμουσουλμάνων και η διαρκήςκριτικήτουστην«κακή ιμπεριαλιστική Δύση» και ειδικά ο ανοιχτά εκφραζόμενος αντιαμερικανισμός του, είναι μέρος της προσπάθειάς του να νομιμοποιηθεί και να βρει διεθνή στηρίγματα σε χώρες και ακροατήρια όπου τα αντιδυτικά αισθήματα είναι έντονα. Σε πρόσφατο ταξίδι του σε χώρα της Αφρικής δεν έχασε την ευκαιρία να κατηγορήσει και πάλι τη Δύση για τις ανισότητες και τους πολέμους στον πλανήτη και να παρουσιάσει τη χώρα του ως δήθεν προστάτη των φτωχών και κατατρεγμένων του κόσμου. Παραβλέποντας βέβαια τις τρομακτικές ανισότητες, την ωμή βία και την κασταστολή που το καθεστώς του έχει επιβάλλει στην ίδια του τη χώρα. Σε αυτή την αντιδυτική του υστερία ο Ερντογάνδεν είναι μόνος. Πολιτικό Ισλάμ και παραδοσιακοί Κεμαλιστές ταυτίζονται απόλυτα όσον αφορά τα άκρως αρνητικά αισθήματά τους έναντι της Ε.Ε και των ΗΠΑ λόγω της στάσης τουςέναντι των Κουρδικών ομάδων στην περιοχή και της δίκαιης κριτικής τους στον πολιτικό αυταρχισμό και στην ωμή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλα τα παραπάνω θα συνεχίσουν να προκαλούν σοβαρές τριβές στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Άγκυρας.
Η άκρως σεκταριστική και διχαστική ρητορική Ερντογάν στο εσωτερικό της χώρας, η άμεση και έμμεση ενίσχυση των τζιχαντιστών, οι μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις αντιφρονούντων, η υπονόμευση της οικονομίας λόγω διαφθοράς και οιαντιδυτικές του κορώνες, ρίχνουν τους σπόρους μιας αιματηρής εμφύλιας σύγκρουσης. Η δημιουργία ενός αληθινά δημοκρατικού καθεστώτος στην Τουρκία και η επάνοδος στη σταθερότητα και στην ομαλότητα θα πάρει χρόνο και αναπόφευκτα θα απαιτήσει ανασχεδιασμό της αμερικανικής πολιτικής προς τη γειτονική χώρα. Αυτό προϋποθέτει αλλαγή του τρόπου με τον οποίο πολλοί αμερικανοί ιθύνοντες σκέφτονται και κατανοούν τις εσωτερικές δυναμικές και τη φυσιογνωμία της Τουρκίας καθώς και απαλλαγή από ορισμένους μύθουςκαι παραδοχές οι οποίες κυριαρχούν στο πεδίο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μέχρι και σήμερα.
Αμερικανικοί μύθοι και αδιέξοδα.
Μια σειρά από αμερικανικέςκυβερνήσεις, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, σκέφτονταν και δρούσαν στηριζόμενεςσεμιαν υπερβολική πίστηστορόλοκαι στιςδυνατότητεςτηςΤουρκίας και στη βοήθεια που πίστευαν πως η Άγκυρα μπορούσε και επιθυμούσε να τους παράσχειστην αντιμετώπισηκρίσιμωνγεωπολιτικών προκλήσεων. Αυτή η υπερβολικήεμπιστοσύνηστορόλο, στις επιθυμίες και στιςδυνατότητεςτηςΤουρκίας οδήγησε πολλέςφορέςστηνεξάντλησησημαντικούκεφαλαίουεκμέρουςτης αμερικανικής διπλωματίας στην προσπάθειάτης να κερδίσειτηντουρκικήσυνεργασία και συμβολή, χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, οποιαδήποτε απόπειρα της Ουάσινγκτον να απαλύνει τις φοβίες και τις ανασφάλειες του Ερντογάν για να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με το καθεστώς του, θα δυσχεράνει τις μεταξύ τους σχέσεις. Ακόμα και στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αποφάσιζαν να ικανοποιήσουν τα δύο βασικά αιτήματα της τουρκικής κυβέρνησης, δηλαδή να εκδόσουν στην Τουρκία τον ΦετουλάχΓκιουλέν και να διακόψουν τη συνεργασία με το κουρδικό YPG στη Βόρεια Συρία, θα ήταν αφελές να προσδοκούν ότι ο Ερντογάν θα αλλάξει στάση. Ένα τέτοιο δώρο θα ενίσχυε το αυταρχικό καθεστώς και τον ίδιο προσωπικά, καθιστώντας τον περισσότερο αλαζονικό στο εσωτερικό αλλά και επιθετικό προς τον άμεσο διεθνή περίγυρώ του. Αυτή η εξέλιξη θα υπέσκαπτε περαιτέρω τη σταθερότητα της γειτονικής χώρας και θα πυροδοτούσε μεγαλύτερες εντάσεις στη Μέση Ανατολή.
Δεν είναι μόνο η έλλειψη επαρκών επιβαρυντικών στοιχείων και οι περίπλοκες νομικές διαδικασίες που δυσκολεύουν την έκδοση Γκιουλέν στην Άγκυρα. Παρά το ότι το δίκτυο του τούρκου ιμάμη έχει υποστεί σοβαρή ζημία και έχει χάσει σημαντικό μέρος της δύναμής του στο εσωτερικό της Τουρκίας, παραμένει ιδιαίτερα ισχυρό και με επιρροή σε αρκετές ισλαμικές χώρες. Το δίκτυο Γκιουλέν παρέχει δυνητικά στις ΗΠΑ ένα χρήσιμο εργαλείο επικοινωνίας και επιρροής σε τμήματα του ισλαμικού κόσμου. Έτσι η Ουάσινγκτον δεν έχει να κερδίσει πολιτικά από την παράδοση του ηγέτη και τη διάλυση του παγκόσμιου θεολογικού, κοινωνικού και πολιτικού του δικτύου. Επιπλέον στη μάχη κατά του ισλαμικού κράτους οι ΗΠΑ βλέπουν στην κουρδική οργάνωση YPG της βόρειας Συρίας έναν πιστό και αποτελεσματικό σύμμαχο τον οποίο δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν για να ικανοποιήσουν τα τουρκικά μαξιμαλιστικά αιτήματα.
Έχει πλέον καταστεί σαφέςότιΟυάσινγκτον και Άγκυρα δενμοιράζονται τιςίδιες αξίες και στρατηγικές προτεραιότητες. Έτσιδεν υπάρχεικάτι πουοι ΗΠΑ θα μπορούσαν να προσφέρουνστονΕρντογάν προκειμένου να τον καταστήσουνέναν λογικό και συνεργάσιμοεταίρο. Επιπλέονοι αμερικανοίιθύνοντες θα πρέπει να απαλλαγούν από τηνψευδαίσθησηότιοι ΗΠΑ χρειάζονται τηνΤουρκία περισσότεροαπό ότι η τελευταία τις πρώτες.Μια τέτοια ψευδαίσθησητις καθιστάόμηροτηςτουρκικης αλαζονείας και τουμεγαλοϊδεατισμού.Οι αμερικανοί αναλυτές φαίνεται πωςάρχισαν να συνειδητοποιούνότι η αυξανόμενηισχύςτουΕρντογάνδενενισχύει αλλά υποσκάπτειτησταθερότητα τηςΤουρκίας καιτηδημοκρατική προοπτικήτης, ενώ παράλληλαμειώνειτις πιθανότητεςη Άγκυρα να συμπεριφερθεί υπεύθυνα και μεσεβασμόστοδιεθνέςδίκαιο. Η νέα κυβέρνησητουκ.Τράμπ θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτότοενοχλητικότουρκικό παράδοξογνωρίζοντας επιπλέονότι η παρούσα συμμαχία ισλαμιστών και κεμαλιστώνεθνικιστώνδεν μπορεί να αποτελέσειέναν αξιόπιστο και αποτελεσματικόεταίροστην αντιμετώπισητων προκλήσεωνστηΜέσηΑνατολή και στηνΑνατολικήΜεσόγειο. Πολιτικοί αναλυτέςστις ΗΠΑ από τονχώροτων think tanks εκτιμούνότι η χώρα τουςδενέχει πλέοντην πολυτέλεια να θεωρείτηνΤουρκία σύμμαχο, παράτις περίτουαντιθέτουδημόσιεςδηλώσειςτων αρμοδίων. Έτσιμια νέα αμερικανική πολιτικήγια τηνΤουρκία, ανάμεσα στα άλλα, θα επιχειρήσει να περιορίσειτις αρνητικές επιπτώσεις από την απόκλισητων αμερικανοτουρκικώνσυμφερόντων και να βοηθήσειτηνΤουρκία, όσο μπορεί, ώστε να μηνοδηγηθείσε περαιτέρω αστάθεια και τυχοδιωκτισμούς, παρασύροντας στοχάοςτηδικήτηςκοινωνία και ολόκληρητηΜέσηΑνατολή. Το αν η Ουάσινγκτον τα καταφέρειείναι κάτι που θα φανείστους επόμενουςμήνες.
Ο κ. Νίκος Κ. Μιχαηλίδης είναι διδάκτωρ ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου Princeton και έχει διεξάγει πολυετή επιτόπια έρευνα στην Τουρκία