Τον Νοέμβριο του 2012 βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη για ένα ρεπορτάζ του BHMAgazino. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω με επιχειρηματίες, σκηνοθέτες, εκδότες και ακτιβιστές, τα απογεύματα στην οδό Ιστικλάλ, μαζί με άλλο ένα εκατομμύριο επισκέπτες ανάμεσα σε μποέμ καλλιτέχνες, εξωτικούς μικροπωλητές, δυτικότροπους μεσοαστούς, νεολαίες πολιτικών κομμάτων, μειονοτικές φιγούρες, μοντέρνες γυναίκες με ακάλυπτα κεφάλια… καταλήγοντας πάντα τη μαγευτική ώρα του σούρουπου στον Βόσπορο. Παρά το γεγονός ότι ο διεθνής Τύπος έβριθε διθυραμβικών σχολίων για το «οικονομικό θαύμα» της Τουρκίας, στις κουβέντες με τους συνομιλητές μου διαισθανόμουν μια υποβόσκουσα ανησυχία για την κατεύθυνση της χώρας, για μια εύθραυστη οικονομική ανάπτυξη που υπέκρυπτε βαθιές ανισότητες και ένα βουλιμικό πολιτικό καθεστώς που εγκαθίδρυε ο Ταγίπ Ερντογάν με σαφή διάθεση παγίωσης με οποιοδήποτε κόστος. Κάτι σαν προμήνυμα κινδύνου για το μέλλον. Το μέλλον δεν άργησε να έρθει, ένα μέλλον φόβου και σιωπής που αποστρέφεται τον κοσμοπολιτισμό του παρελθόντος και μοιάζει σαν ζοφερή επαλήθευση της διορατικότητας του ιταλού συγγραφέα Εντμόντο ντε Αμίτσις: «Τη βλέπω την Κωνσταντινούπολη του μέλλοντος, αυτό το Λονδίνο της Ανατολής, να ορθώνεται σε θλιβερή, απειλητική μεγαλοπρέπεια πάνω στα ερείπια της ομορφότερης πόλης του κόσμου… (…) Ενα μαύρο νέφος θα σκεπάζει διαρκώς τους ουρανούς της Θράκης, προς τους οποίους δεν θα σηκώνονται πια ούτε οι προσευχές των ευσεβών, ούτε το τρυφερό βλέμμα των ερωτευμένων, ούτε οι ωδές των ποιητών…».
Ο λόγος, ποιητικός, δημοσιογραφικός, πολιτικός ή φιλοσοφικός, λιγοστεύει στην Τουρκία, χειραγωγείται, εξοστρακίζεται και μαραζώνει ή μετατρέπεται σε ένα κούφιο και θλιβερό υμνολόγιο της εξουσίας. Με ορόσημο τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί το 2013, ο Ταγίπ Ερντογάν ξεκίνησε ένα μεθοδικό ξεθεμελίωμα των –ευάλωτων πάντα στην Τουρκία –δημοκρατικών δικαιωμάτων, με αποκορύφωμα τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το περασμένο καλοκαίρι, όπου και εκδηλώθηκε ένα μαζικό και ανοιχτό πογκρόμ εις βάρος κάθε κριτικής φωνής στο εσωτερικό της χώρας. Με το πρόσχημα της εσωτερικής θωράκισης απέναντι σε κινδύνους εκτροπής, εγκαινιάστηκε μια πρωτοφανής διαδικασία απειλών, εκκαθαρίσεων και διώξεων που διαπερνά όλα τα επίπεδα της δημόσιας σφαίρας και μετατρέπει τη χώρα σε μια απέραντη δυστοπία φόβου. Ο Τύπος και εν γένει ο κόσμος της διανόησης βρέθηκε –όπως πάντα συμβαίνει σε περιπτώσεις αυταρχικοποίησης της διακυβέρνησης –στο επίκεντρο της επίθεσης.
Τα πανεπιστήμια της Τουρκίας, που για κάμποσα χρόνια αποτέλεσαν μια διέξοδο ακόμη και για έλληνες ακαδημαϊκούς εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, αποψιλώνονται από το πιο δυναμικό και φιλελεύθερο κομμάτι του προσωπικού τους και εντάσσονται σε ένα ασφυκτικό πρόγραμμα αποστεωμένης γνώσης. Η Αιμιλία Βουλβούλη, κοινωνική ανθρωπολόγος με ειδίκευση στη σύγχρονη τουρκική κοινωνία, δούλεψε τέσσερα χρόνια σε τουρκικό πανεπιστήμιο και καταθέτει την εμπειρία της: «Πήγα στην Τουρκία το 2012 και έφυγα τον Νοέμβριο του 2016. Μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Παρότι ο Ερντογάν τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του βελτίωσε την κατάσταση από την άποψη των ελευθεριών, η ίδια ακριβώς κυβέρνηση ήταν αυτή που την επιδείνωσε ορισμένα χρόνια αργότερα. Επί της ουσίας, μετά τις κινητοποιήσεις στο Γκεζί Παρκ το 2013 ό,τι κατακτήθηκε, αναιρέθηκε και φτάσαμε στο κυνήγι του καλοκαιριού μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα. Στην ακαδημαϊκή κοινότητα έχουμε φυλακίσεις καθηγητών, απολύσεις, αλλά και παρεμβάσεις από τις διοικήσεις. Το πρόβλημα είναι ότι όταν βλέπεις πώς αντιμετωπίζουν τους συναδέλφους σου, μπαίνεις κι εσύ σε μια διαδικασία αυτολογοκρισίας. Υπήρξαν περιστατικά ακαδημαϊκών που προσπάθησαν μέσα στις διαλέξεις να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους και καταγγέλθηκαν από τους ίδιους τους φοιτητές. Δεν γίνεται να μπαίνεις στην τάξη και να φοβάσαι μη σε καταγγείλει ο φοιτητής σου. Είναι αποκαρδιωτικό» λέει. Η Αιμιλία πέρυσι είχε υπογράψει την έκκληση των 1.160 ακαδημαϊκών να σταματήσουν οι εχθροπραξίες στη Νοτιοανατολική Τουρκία. Σήμερα σχεδόν κανείς από αυτούς δεν έχει μείνει στο αμφιθέατρο. Κάποιοι συνελήφθησαν, κάποιοι απολύθηκαν και κάποιοι άλλοι σταμάτησαν μόνοι τους, αρνούμενοι να προσαρμοστούν στη νέα συνθήκη του απόλυτου ελέγχου. «Οταν πήγα να αποχαιρετήσω τους συναδέλφους μου τον Νοέμβριο μου έλεγαν ότι είμαι τυχερή που φεύγω. Λυπάμαι πολύ για τους ανθρώπους που άφησα πίσω. Ο Ερντογάν έχει διολισθήσει στον αυταρχισμό, δεν πιστεύω ότι μπορεί να κρατήσει πολύ αυτή η κατάσταση, φοβάμαι όμως τι θα αφήσει στο διάβα της» συμπληρώνει.
Οσο κι αν το timeline μας και οι διεθνείς σελίδες των εφημερίδων κατακλύζονται καθημερινά από νέα κρούσματα διώξεων στην Τουρκία, η δεκασέλιδη έκθεση που διαβιβάστηκε πρόσφατα στην Κοινοβουλευτική Ολομέλεια του Συμβουλίου της Ευρώπης ήταν αποκαλυπτική και σοκαριστική. Σχεδόν 12.500 εκπαιδευτικοί απολύθηκαν και έκλεισαν 2.100 σχολεία και πανεπιστημιακά ιδρύματα. Συνολικά, στο διάστημα από τον Ιούλιο του 2016 μέχρι σήμερα έβαλαν λουκέτο 117 μέσα μαζικής ενημέρωσης –μεταξύ των οποίων 12 τηλεοπτικοί σταθμοί και 11 ραδιοφωνικοί –εκ των οποίων επαναλειτούργησαν μόλις τα 11. Περισσότεροι από 140 δημοσιογράφοι ατενίζουν τη ζωή από τα κάγκελα της φυλακής. Επιπλέον, ανακοινώθηκε ότι όσα Μέσα δεν απολύουν εντός πέντε ημερών τους εργαζόμενους που αντιμετωπίζουν κατηγορίες για «τρομοκρατία» δεν θα έχουν δικαίωμα δημοσίευσης κρατικών διαφημίσεων. Το παράδειγμα της εφημερίδας «Cumhuriyet» είναι χαρακτηριστικό, αφού μέσα από μια επιχείρηση εμπνευσμένη από κακογραμμένο νουάρ μυθιστόρημα συνελήφθη ο διευθυντής της και δέκα ανώτατα στελέχη της.
Ολοι όσοι συλλαμβάνονται ή απολύονται συναθροίζονται πίσω από τη βολικά αφαιρετική ταμπέλα της «τρομοκρατίας». Πρόκειται για ετερόκλητα κοινωνικά και πολιτικά στρώματα που μπορεί να αποτελούνται από αριστερούς, φιλελεύθερους, κεμαλιστές, Κούρδους ή φιλοκούρδους, οπαδούς του κινήματος του Φετουλάχ Γκιουλέν, απλούς οπαδούς της κοσμικότητας με κοινή συνισταμένη την αντίθεση ή την κριτική τους στάση στη στρατηγική της έντασης που ασκεί ο Ταγίπ Ερντογάν. Η ευθεία δίωξη και παρέμβαση, όμως, είναι μία μόνο όψη αυτού που συμβαίνει στην Τουρκία. Στην πραγματικότητα, το AKP έχει αναπτύξει έναν στρατό από τρολ που επιδίδονται σε «εικονικά λιντσαρίσματα» όσων διαφωνούν. Το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου έχει καταγράψει περισσότερες από 2.000 περιπτώσεις διαδικτυακής παρενόχλησης, απειλές θανάτου, απειλές για σωματική και σεξουαλική βία, καμπάνιες εξύβρισης και χακάρισμα λογαριασμών κατά δημοσιογράφων στην Τουρκία. Ο πρώτος στόχος των ιντερνετικών μισθοφόρων είναι οι γυναίκες, δημοσιογράφοι και αρθρογράφοι, που στοχοποιούνται στη βάση της έμφυλης ταυτότητάς τους με ακραιφνώς σεξιστική επιχειρηματολογία, στα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης.
Η Ετζέ Τεμελκουράν, δημοσιογράφος, αρθρογράφος, συγγραφέας και ακτιβίστρια, έχει παλιούς λογαριασμούς με το καθεστώς Ερντογάν. Το 2012 απολύθηκε από την εφημερίδα «Habertürk» εξαιτίας ενός άρθρου επικριτικού προς την κυβέρνηση, αλλά η σημερινή συνθήκη υπερβαίνει κατά πολύ τα προηγούμενα περιστατικά εκφοβισμού. «Υπάρχει μια ξεκάθαρη καταπίεση που αγγίζει όλα τα κομμάτια της διανόησης, τους ακαδημαϊκούς, τους συγγραφείς, τους επιστήμονες, τους εκπαιδευτικούς» εξηγεί η ίδια στο ΒΗΜΑgazino. «Ωστόσο, η πίεση που ασκείται στους δημοσιογράφους είναι πιο έντονη και εκδικητική. Η δική μου εμπειρία μέχρι πρόσφατα ήταν να μη μου δίνεται η δυνατότητα να γράψω σε κανένα μεγάλο Μέσο. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου ο ουρανός έγινε σκοτεινότερος για οποιονδήποτε αρθρώνει ερωτήματα σε σχέση με την πολιτική εξουσία. Μιλάμε για μια χώρα όπου μπορείς να φυλακιστείς επειδή απλώς υπερασπίζεσαι δημόσια το κοσμικό κράτος. Βέβαια, η διανόηση ήταν ένα περίεργο ζήτημα ήδη από τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έπαιρνε τον ρόλο είτε του ορφανού του καθεστώτος είτε του ανεπιθύμητου παιδιού. Οι τούρκοι συγγραφείς έχουν δεχτεί πολλή βία, αλλά η βία εκπορευόταν πάντα από την πολιτική εξουσία. Σήμερα η πολιτική εξουσία έχει δημιουργήσει μια διαφορετική κοινωνία, όπου η βία ενάντια στη διανόηση έρχεται από τους απλούς ανθρώπους με έναν οργανωμένο και συνεπή τρόπο».
Το τελευταίο βιβλίο της Ετζέ Τεμελκουράν με τίτλο «Η μαγική πνοή των γυναικών» (εκδ. Καστανιώτη) είναι ένα αληθινό ψυχογράφημα των γυναικών που αξιώνουν ισότητα στον μουσουλμανικό κόσμο και αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή Τουρκία που αναζωπυρώνει τις πιο σκληρές πατριαρχικές δομές και αναβαθμίζει τη μάτσο κουλτούρα σε ρυθμιστή της κοινωνικής ζωής. «Οι πρόσφατες επιθέσεις εις βάρος γυναικών προκαλούν τρόμο στις γυναίκες που ασπάζονται την κοσμικότητα. Μία γυναίκα ξυλοκοπήθηκε επειδή φορούσε σορτς και άλλη μία επειδή γυμναζόταν στο πάρκο. Οι απειλές βιασμού που δεχόμαστε όλες μας στα κοινωνικά δίκτυα είναι ενδεικτικές ενός κυρίαρχου κλίματος φόβου. Πριν από λίγο καιρό ένα θρησκευτικό σχολείο πήρε φωτιά και οι μαθήτριες εγκλωβίστηκαν γιατί οι έξοδοι κινδύνου ήταν κλειδωμένες με το επιχείρημα ότι έπρεπε να προστατεύεται η αγνότητα των κοριτσιών.

Είναι μια κατάσταση συναγερμού για τις γυναίκες, ενδεχομένως γι’ αυτό το βιβλίο μου είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό της Τουρκίας, διαβάζουν σε αυτό κάτι από τη ζωή τους» λέει η συγγραφέας.

Η τουρκική κοινωνία, εμποτισμένη με παραδόσεις αντιδημοκρατικών εκτροπών και βυθισμένη σε ένα σπιράλ βίας, είναι δομικά διαιρεμένη αυτή τη στιγμή, με ένα τμήμα της να έλκεται μαγνητικά από τον ολοκληρωτισμό του καθεστώτος και ένα άλλο σαστισμένο να αδυνατεί να ψηλαφίσει συλλογικούς δρόμους δημοκρατικής ανασυγκρότησης. Σε αυτό το περιβάλλον η τουρκική διανόηση καλείται να επιλέξει ανάμεσα στη σιωπή και στον διαρκή κίνδυνο. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να θυσιάσει κάτι από την ολότητά της, είτε αυτό είναι ασφάλεια είτε η ελευθερία της έκφρασης. Σε ένα πρόσφατο άρθρο της στο περιοδικό «The New Yorker», η τουρκάλα συγγραφέας Ελίφ Σαφάκ σταχυολογεί τέσσερα διαφορετικά μονοπάτια που ανοίγονται για τους τούρκους συγγραφείς, δημοσιογράφους και καλλιτέχνες. Μία εκδοχή είναι η αποπολιτικοποίηση, η εκούσια αυτολογοκρισία και η απόδραση στη φαντασία, να γράφεις για ανώδυνα ζητήματα, love stories ας πούμε, χωρίς όμως να γνωρίζεις αν μπορείς να μείνεις ανέπαφος από αυτό που συντελείται έξω από σένα, ιδιαίτερα όταν είναι τόσο σκληρό και σαρωτικό.
Ενα δεύτερο μονοπάτι είναι η στροφή στον σχετικισμό και την αφαίρεση, να αλλάξεις το στυλ και όχι το περιεχόμενό σου, να αρθρώνεις έναν λόγο ελλειπτικό ή υπαινικτικό, απεμπολώντας ταυτόχρονα ένα κομμάτι της διεισδυτικότητάς σου σε μαζικά ακροατήρια. Υπάρχουν, βέβαια, και εκείνοι που η ίδια η ζωή θα τους παγιδέψει σε μια καθαρά πολιτική θέση, που θα πρέπει να παλέψουν ενάντια στην καταπίεση και την αδικία με πρώτο κίνδυνο τη φυσική τους υπόσταση και δευτερευόντως τον ενδεχόμενο ακρωτηριασμό της καλλιτεχνικής τους ιδιοσυγκρασίας. Μια τέταρτη εναλλακτική είναι η σάτιρα και το χιούμορ –αυτό το διαχρονικό καταφύγιο στην απελπισία. Βέβαια, όπως η ίδια η συγγραφέας επισημαίνει, «το χιούμορ είναι μια επικίνδυνη δουλειά στην Τουρκία». Ανάμεσα στους εκατοντάδες διωκόμενους βρίσκονται και αρκετοί από τους επιφανέστερους γελοιογράφους και καρτουνίστες της χώρας.
«Η Τουρκία είναι το Νο 1 πρόβλημα σε παραβιάσεις της ελευθεροτυπίας στην Ευρώπη (γεωγραφικά, όχι ενωσιακά). Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η χώρα βρίσκεται σε διαδικασία ολοκλήρωσης της επιβολής ενός δικτατορικού τύπου καθεστώτος, γι’ αυτό δεν επιτρέπεται να έχει ούτε περιορισμένες ελευθερίες στον Τύπο. Πρόκειται για μια εσωτερική κρίση με πιθανότητα απρόβλεπτων συνεπειών» σημειώνει ο καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου του ECPMF (European Centre for Press and Media Freedom), Γιώργος Πλειός. Στο ίδιο πόρισμα έχουν καταλήξει όλοι οι διεθνείς οργανισμοί για την ελευθερία της έκφρασης και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ωστόσο, ο κόσμος σχεδόν στο σύνολό του, ακόμη και στη δυτική του πλευρά, που άλλοτε ήταν συνυφασμένη με το ιδεώδες του ελεύθερου λόγου ή τουλάχιστον αυτό διακήρυττε, ενίοτε με μπόλικη δόση αυταρέσκειας, γίνεται σταδιακά ένα αφιλόξενο μέρος για την ανεξάρτητη παραγωγή σκέψης και λόγου και την κριτική δημοσιογραφία. Ο Ντόναλντ Τραμπ έδωσε την πρώτη του συνέντευξη Τύπου ως Πρόεδρος των ΗΠΑ απαξιώνοντας και λοιδορώντας δημοσιογράφους του CNN και του BBC. Η Γαλλία φέτος έχασε επτά θέσεις από την κατάταξη των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα για την ελευθερία του Τύπου εξαιτίας του γεγονότος ότι ένας μικρός αριθμός επιχειρηματιών εκτός του παραδοσιακού εκδοτικού κλάδου συγκέντρωσε την πλειοψηφία των Μέσων. Στη Γερμανία έχουν καταγραφεί 39 επιθέσεις εις βάρος δημοσιογράφων από τα ακροδεξιά Pegida και AfD. Στην Ελλάδα, δημοσιογράφοι και σκιτσογράφοι, όπως ο Ανδρέας Πετρουλάκης, οδηγήθηκαν στα δικαστήρια γιατί άσκησαν κριτική σε κυβερνητικούς αξιωματούχους, ενώ χώροι υψηλού δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, όπως η Ειδομένη παλαιότερα ή ο παγωμένος καταυλισμός της Μόριας πρόσφατα, σημάνθηκαν ως απροσπέλαστοι για τα media.
«Εχουμε μια ραγδαία επιδείνωση στην Ευρώπη. Η άνοδος της Ακροδεξιάς σε διάφορα κράτη αλλοιώνει τον τρόπο με τον οποίο τίθενται τα ζητήματα στον δημόσιο λόγο. Οι δημοσιογράφοι δέχονται πιέσεις από την αστυνομία, την πολιτική εξουσία, τα επιχειρηματικά συμφέροντα και τους εργοδότες, το οργανωμένο έγκλημα, τις ναζιστικές οργανώσεις. Η δημοκρατική δημοσιογραφία στην Ευρώπη έχει μια ισχυρή παράδοση, αλλά δέχεται επιθέσεις. Υπάρχει μια τάση περιορισμού της δημοκρατίας» συμπληρώνει ο Γιώργος Πλειός. Ναι, η αλήθεια είναι ότι η Τουρκία είναι ένα κοντινό, πολύ ορατό, ίσως και αρχέτυπο περιορισμού της έκφρασης. Δεν είναι το μόνο. Οι Τραμπ και οι Λεπέν αυτού του κόσμου, ακόμη και ως καρικατούρες στις δικές μας εγχώριες εκδοχές τύπου Σώρρας, επιδιώκουν μια τρομακτική ρεβάνς έναντι του ορθού λόγου. Αναγκαστικά μάς βάζουν όλους και όλες σε ένα κρισιακό μεταίχμιο ανάμεσα στο υπαρξιακό άγχος και την εξωτερική ένταση, να συνομιλούμε άλλοτε με τον πεσιμισμό του Οργουελ και άλλοτε με την πεισματική αφοσίωση του Στάινμπεκ, να στεκόμαστε μουδιασμένοι πάνω από λευκές σελίδες word και όσο τις γεμίζουμε αυτές τις αλλόκοτες δημοσιογραφικές ώρες, να διατηρούμε ακόμη το δικαίωμα να αισιοδοξούμε.


* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ