Απ’ τον Δεκ. 2016 άρχισε μία δημοσία συζήτηση στην Ελλάδα γύρω απ’ την σημασία των χαμηλών φορολογικών συντελεστών στην οικονομική ανάπτυξι. Μέχρι στιγμής τα σχετικά άρθρα είναι: Την 24η.12.2016, του κ. Παπαδημητρίου (υπουργού Οικονομίας & Αναπτύξεως). Την 1η.1.2017, της κ. Μπακογιάννη (απάντηση στον κ. Παπ.). Την 8η.1.2017, του κ. Π. Μανδραβέλη. Την 10η.1.2017, του κ. Παπ. Την 15η.1.2017, της κ. Μπακογιάννη (απάντηση στον κ. Παπ.). Την 22α.1.2017, του κ. Παπ.

Εν ολίγοις, η ουσία αυτής της αλληλογραφίας είναι ότι ο μεν κ. Παπ. ισχυρίζεται ότι είναι πολιτική και παραπλανητική η θέση ότι η μείωση των συντελεστών φέρνει ΑΥΤΟΜΑΤΩΣ ανάπτυξι, οι δε κ. Μπακογιάννη και κ. Μανδραβέλης απαντούν, ορθώς, ότι ουδείς ισχυρίσθηκε ότι η μείωση των συντελεστών αρκεί από μόνη της να φέρει ανάπτυξι, αλλ’ ότι είναι εκ των ουκ άνευ, ιδίως σε μία οικονομία, που, χωρίς να έχει να προσφέρει αξιόλογες αντισταθμίσεις (αντιθέτως δε, κυρίως εμπόδια στήνει), ταυτοχρόνως έχει στεγνώσει από επενδύσεις, ενώ αντιμετωπίζει οξύτατο πρόβλημα ανεργίας (και όχι μόνο…).

Η κουτοπονηριά δηλ. του κ. Παπ. (υπουργού του Σύριζα…) έγγειται στο ότι (α) απέδωσε στους ανησυχούντες για τους εξοντωτικούς φόρους την άποψι (που ουδέποτε είχαν ή έχουν) πως οι χαμηλοί φόροι αυτομάτως ΄φέρνουν ανάπτυξι (ώστε να τους αποστομώσει ευκολώτερα), (β) επικαλέσθηκε κάποιες μελέτες ή γνώμες κάποιων οικονομολόγων, που τονίζουν ακριβώς το ότι οι χαμηλοί φόροι είναι μόνο ένας απ’ τους παράγοντες, που βοηθούν την ανάπτυξι, ώστε ν’ αφήσει να κρέμεται η εντύπωση πως το θέμα είναι, γενικώς και αορίστως, αμφιλεγόμενο (άρα δεν αξίζει να ομιλούμε για τους εξοντωτικούς φόρους του Σύριζα – που ΄μπορεί να είναι και για καλό και, ίσως, να πρέπει ν’ αυξηθούν κιόλας (!)), (γ) απέφυγε να αναλύσει εις βάθος εκείνες τις οικονομίες, που ενώ είχαν/-ουν συγκριτικά υψηλούς ή χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές είχαν/-ουν, αντιστοίχως, υψηλούς ή χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγεθύνσεως.

Διότι δεν επιτρέπεται ν’ απαξιώνουμε απ’ την μιά την επίδρασι των φόρων ως αποτελούντων μόνον έναν απ’ τους παράγοντες οικονομικής αναπτύξεως, απ’ την άλλη όμως να μην αναφερόμαστε σε αυτούς τους άλλους παράγοντες. Ή, για να το θέσω αλλιώς, αν μεταξύ δύο οικονομιών, οι «άλλοι παράγοντες» είναι ολίγο-πολύ ίδιοι, σε ποιάν απ’ τις δύο η ανάπτυξη θα είναι μεγαλυτέρα – σ’ αυτήν με τους υψηλούς ή σ’ αυτήν με τους χαμηλούς συντελεστές; Οταν, ειδικά στην Ελλάδα, οι «άλλοι παράγοντες» προσελκύσεως επενδύσεων είναι χάλια, η δε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ (ακόμη και με την Ελλάδα προ κρίσεως!), χώρες που καμμία σχέσι δεν είχαν/-ουν με τα σημερινά ελληνικά χάλια, κατ’ ουσίαν αφήνει την γενναία μείωσι της πράγματι εξοντωτικής φορολογίας ως το κατ’ ουσίαν μόνο εργαλείο ΑΜΕΣΟΥ θετικής επιδράσεως στην οικονομία! (Ξέχασα: Υπάρχει και άλλο εργαλείο, συμπληρωματικό του πρώτου και όχι υποκατάστατο αυτού: η άμεση κυβερνητική αλλαγή προς αλλαγήν των προσδοκιών επενδυτών, καταναλωτών, ΄νοικοκυριών!)

Πιό αναλυτικά…

Ο κ. Παπ. (24.12.2016) ισχυρίζεται πως η «θεωρία» περί χαμηλών συντελεστών (Reaganomics, Thatcherism) δεν επιβεβαιώθηκε απ’ την πραγματικότητα τα τελευταία 30 χρόνια, με αποτέλεσμα την «τρέχουσα διεθνή επενδυτική άπνοια» ή όπως «αποκαλύπτει η πρόσφατη περίοδος της κρίσεως 2009-15 στην ΕΕ». Ομως ιδού τι λεν τα στοιχεία:

(Α) Για τις ΗΠΑ: Την 2ετία 1981-2, στα 2 πρώτα χρόνια του Reagan, η μέση αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ήταν -0,06%. Μετά, την 7ετία 1983-9, όταν οι χαμηλοί φόροι του Reagan άρχισαν να αποδίδουν, η μέση αύξηση ήταν 4,54%, καθώς το shock στην οικονομία ήταν θετικό. Την 18ετία 1990-2007 (εποχή χαμηλών φόρων), η μέση αύξηση ήταν 2,98% – αξιοσημείωτα υψηλή για υπερανεπτυγμένη χώρα (κι όχι, λ.χ., την Κίνα), καθώς, ως γνωστόν, όσο μεγαλύτερο το ΑΕΠ, τόσο μικρότερο τείνει να είναι το ποσοστό μιάς δεδομένης αυξήσεώς του επί του ΑΕΠ του προηγουμένου έτους. Την 8ετία 2008-15 (εποχή κρίσεως και του συμμαζεύματός της), η αύξηση έπεσε στο 1,77%.

(Β) Για το ΗΒ: Την 10ετία 1969-78, προ Thatcher, η μέση αύξηση του ΑΕΠ ήταν 2,53%. Την 12ετία 1979-90 (εποχή της «ανάλγητης» Thatcher), η μέση αύξηση ήταν 2,65%. Την 17ετία 1991-2007 (εποχή χαμηλών, εν γένει, φόρων και αποδόσεως της κληρονομιάς της Thatcher) η βρεταννική οικονομία ήταν εκπληκτική, με μέση αύξησι 3,05%. Την 5ετία 2008-12, εποχή μίνι κρίσεως, η μέση μεταβολή ήταν -0,6%.

(Γ) Για την Ελλάδα:Απ’ τις αρχές της 10ετίας του ’50 κι ως το 1980, η Ελλάς δεν είχε καταγράψει έλλειμμα στον Τακτικό Κρατικό Προϋπολογισμό – κι αυτό λόγω συνειδητής συγκρατήσεως των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου (εποχή Ζολώτα και, ενδιαμέσως, της χούντας). Τα ελλείμμματα άρχισαν το 1980, από δε το 1981 και μετά απογειώθηκαν, οδηγώντας στην υπερχρέωσι της χώρας. Την 10ετία του ’90 έγιναν κάποιες προσπάθειες συμμαζεύματος, που προσέκρουσαν στην λυσσαλέα αντίστασι της εν γένει Αριστεράς και των συντεχνιών του Δημοσίου, γιά ν’ ακολουθήσει η ευωχία της περιόδου 2002-2009 λόγω πανεύκολου δανεισμού, ιδιωτών και κράτους, σε ευρώ. Η μεγάλη διαφορά σε σχέσι με ΗΠΑ και ΗΒ δεν ήταν στο ύψος των φόρων (μάλλον χαμηλοί – κι ας μην ομιλήσουμε για την φοροδιαφυγή!), μα στην αναποτελεσματικότητα της Δημοσίας Δκσεως και την σταδιακή αποδυνάμωσι της όποιας παραγωγικής βάσεως της χώρας λόγω της προϊούσης αναξιοκρατίας και ρουσφετολαγνείας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής.

Συνεπώς: Η πτώση του ΑΕΠ σε ΗΠΑ και ΗΒ απ’ το 2008 και μετά ωφείλετο όχι στους χαμηλούς φόρους, που είχαν προηγηθή και που προφανέστατα, χωρίς να είναι ο μόνος παράγων, είχαν βοηθήσει την ανάπτυξι αυτών των χωρών ή, αν θέλετε, ήταν συμβατοί με αυτήν, μα στην κρίσι, που άρχισε το 2008. Στην δε Ελλάδα η (πλασματική, έστω) ανάπτυξη των δύο 10ετιών πριν το 2010 συνέβη μεν σε περιβάλλον χαμηλών (σε σχέσι με σήμερα) φόρων (ιδίως για τα φυσικά πρόσωπα), μα ωφείλετο κυρίως στον άκρατο δανεισμό εν τη απουσία παραγωγικής βάσεως ή παράλληλα με την αποδυνάμωσί της. Σίγουρα όμως, απ’ την άλλη, η ελληνική οικονομική ανάπτυξη της περιόδου 1956-1973 και 1975-79 συνέβη σε περιβάλλον σαφέστατα χαμηλών φόρων – και δεν ομιλώ μόνο για εταιρικούς φόρους (που δεν ήταν και οι διεθνώς χαμηλότεροι, ιδίως αν λάβουμε υπ’ όψιν τις εργοδοτικές εισφορές), μα για το συνολικό φορολογικό βάρος εταιρειών και ΄νοικοκυριών, καθώς η ελαφρά φορολόγηση των ΄νοικοκυριών επέτρεψε αποταμίευσι, που ταχέως επενδυόταν σε ακίνητα (κλάδος με χαμηλό import content), πράγμα που δρούσε άκρως πολλαπλασιαστικά για το σύνολο της οικονομίας, ευνοώντας πλείστες όσες επιχειρήσεις. Είναι ακριβώς αυτού του είδους ο δυναμισμός, που η αριστερή πολιτική οπτική ούτε κατανοεί ούτε καλοδέχεται. H οπτική αυτή απεχθάνεται τις επενδύσεις σε ακίνητα ως, τάχα, μη παραγωγικές (αλλά και λόγω του ότι οδηγούν σε σχηματισμό ιδιωτικής περιουσίας και μεσαίας τάξεως). Η Αριστερά προφανώς θεωρεί παραγωγικές μόνο τις βιομηχανικές ή γεωργικές επενδύσεις.

Υπήρξαν τέτοιες – για πλυντήρια, ψυχεία κ.α. –, μα αυτές ακριβώς εν τέλει υπονόμευσε ο ελληνικός κρατισμός (όπως και την κατασκευή αυτοκινήτων, σε 2 τουλάχιστον περιπτώσεις), πράγμα που επιβεβαιώνει ακριβώς τας γλαύκας, που κομίζει εις Αθήνας ο κ. Παπ.: Οτι δηλ. δεν αρκούν μόνο οι χαμηλοί φόροι για ανάπτυξι. Αυτή δε η υπονόμευση επιβεβαιώνει και κάτι άλλο, ασχέτως του κ. Παπ.: Οτι η αδυναμία της Ελλάδος να σχηματίσει και διατηρήσει αξιόλογη βιομηχανική βάσι δεν οφείλεται στις υψηλές επενδύσεις σε ακίνητα (που δρούσαν και δρουν ενισχυτικά κι όχι ανταγωνιστικά προς την υπόλοιπη οικονομία), μα σε ενέργειες ή παραλείψεις του κράτους πέραν του χώρου των ακινήτων. Στις ενέργειες αυτές, όσον αφορά τις εταιρικές επενδύσεις στην βιομηχανία, πρωτεύουσα θέσι πάντοτε κατείχε η κρατική γραφειοκρατία ΚΑΙ η υψηλή φορολογία (περιλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών), καθώς και αι επιδοτήσεις χωρίς έλεγχο (όχι μόνο προς την βιομηχανία, μα και προς την γεωργία), γεγονός που ευνοούσε την ήσσονα προσπάθεια και την διαφθορά.

Παρακάτω…

Σε απάντησί του (10.1.2017) σε απάντησι της κ. Μπακογιάννη (1.1.2017), ο κ. Παπ. αρχίζει με μία βολική παραδοχή: Οτι η οικονομική «δεν είναι μία ακριβής επιστήμη… είναι αδύνατο να υπολογίσει όλες τις παραμέτρους, που καθορίζουν την οικονομική εξέλιξι».

Ναι, εντάξει. Επειδή δεν είναι ακριβής επιστήμη, ΄μπορεί οι υψηλοί φόροι και να μη παίζουν ρόλο; Θα το πάμε δολίως προς τα εκεί; Αν λοιπόν κάποια papers, που έχουν εστιάσει σε κανονικές χώρες, σε ομαλές περιόδους, εμπεριέχουν αμφιβολία για το κατά πόσον οι χαμηλοί φόροι ΚΑΙ ΜΟΝΟ βοήθησαν την ανάπτυξι σε εκείνες τις χώρες, σε εκείνες τις περιόδους, συνάγεται ως εκ τούτου ότι οι χαμηλοί φόροι δεν χρειάζονται; Πολύ μεγάλο άλμα λογικής, αγαπητέ κ. Παπ.

Διότι ναι μεν για την οικονομική ανάπτυξι απαιτούνται και άλλα πράγματα. Ναι μεν αν τα άλλα πράγματα υπάρχουν, τότε οι συγκριτικώς υψηλοί φόροι ΄μπορεί να μη παίζουν βαρύνοντα ρόλο σε σχέσι με χώρα όπου αυτά τα «άλλα πράγματα» απουσιάζουν. Αλλά και πάλι: Αν μία χώρα παρέχει ασφάλεια, σταθερότητα (πολιτική, νομοθετικού πλαισίου, δικαστικής συνδρομής), καθαριότητα, καλές συγκοινωνίες, κουλτούρα συνεργασίας κεφαλαίου και εργασίας, μήπως υπάρχει κάποιος φορολογικός συντελεστής επί των κερδών, πέραν του οποίου το πράγμα «ζορίζει»; Λ.χ., 90%; Τι να την κάνει ο επενδυτής την ασφάλεια υπό τέτοιες φορολογικές συνθήκες; Και οι δούλοι στην αρχαιότητα είχαν ασφάλεια –την παρείχε ο κύριός των. Το θέμα είναι: ΄Μπορούσαν να καταναλώσουν όπως ήθελαν; Ανταμείβονταν για τους κόπους των; ΄Μπορούσαν να κάνουν, να χαρούν και να κληροδοτήσουν περιουσία;

Οταν λοιπόν στην σημερινή Ελλάδα τίποτε σχεδόν από τα απαιτούμενα για καλό επενδυτικό περιβάλλον δεν υπάρχει ή υπάρχει «μερικώς». Οταν, ταυτοχρόνως, ο πληθυσμός της χώρας εξοντώνεται φορολογικά, όταν έχει αρχίσει να χάνει ακόμη και τις οικογενειακές του περιουσίες λόγω κτηνώδους, τυραννικής φορολογίας, όταν «γδέρνεται» για να αμείβωνται δημόσιοι υπάλληλοι, οι μισοί τουλάχιστον των οποίων είναι ανάξιοι και οκνηροί, όταν «γδέρνεται» για να παρέχει σε νυν συνταξιούχους συντάξεις υψηλότερες από τις αμοιβές των περισσοτέρων νυν εργαζομένων, όταν οι νυν εργαζόμενοι ξέρουν ότι, παρά το «γδάρσιμο», οι ίδιοι δεν θα πάρουν ποτέ σύνταξι, μήπως, κ. Παπ., έχουμε φθάσει στο σημείο εκείνο, το «μη ακριβές», πέραν του οποίου η αγελάς πεθαίνει;

Στο ίδιο κείμενό του (10.1.2017), ο κ. Παπ. τολμά και ισχυρίζεται πως επί Σαμαρά υπήρξε μία πολιτική μειώσεως κρατικών δαπανών με «γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα». Πού είδατε την τοιαύτη μείωσι, κ. Παπ.; Που μακάρι να είχε γίνει! Είχε μήπως λυμένα τα χέρια ο κ. Σαμαράς (που, θυμίζω, δεν είχε αυτοδυναμία) και δεν το ξέραμε ή δεν τα αξιοποίησε; Ή μήπως όλο το παλαιό σύστημα του πελατειακού κρατισμού (που σήμερα εκπροσωπεί κυρίως ο Σύριζα) ήταν εναντίον του – εξ ού και ο ΕΝΦΙΑ (πουείχε αρχίσει ο κ. Βενιζέλος) και παρεμφερή;

Παρακάτω ο κ. Παπ. λέει πως η οικονομία «ανακάμπτει» και γι’ αυτό δεν χρειάζεται μείωσι φόρων!. Μα πώς είναι δυνατόν να ανακάμψει η οικονομία με τόσους φόρους και τόση ανεργία; Και τέτοια επενδυτική άπνοια; Και με κυβέρνησι-τσίρκο επιπλέον; Ποιό θαύμα συνέβη; Δεν είναι ανεπίτρεπτη για έναν οικονομολόγο το να λησμονεί την επιστήμη του χάριν πολιτικών ή προσωπικών σκοπιμοτήτων; Και να χρησιμοποιεί συνθήματα και προπαγάνδα ως επιχειρήματα;

Αύξηση φόρων ή μείωση κρατικών δαπανών;

Στο ίδιο κείμενο (10.1.2017) ο κ. Παπ. θεωρεί ως δεδομένο πως σε φάσι δημοσιονομικής προσαρμογής η αύξηση κρατικών δαπανών έχει υψηλότερο πολλαπλασιαστή απ’ την μείωσι φόρων. Με άλλα λόγια, τόσο η αύξηση φόρων όσο η μείωση κρατικών δαπανών δημιουργούν ύφεσι, μα η αύξηση φόρων δημιουργεί μικρότερη ύφεσι.

Ας είμαστε σοβαροί. Αυτό ισχύει, όταν ισχύει, μόνον ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΩΣ, για ένα ή δύο έτη, όταν αντιμετωπίζει η χώρα μία ηπία ύφεσι και, επιπροσθέτως, διαθέτει μία κάπως αξιόλογη παραγωγική βάσι.

Επειδή δηλ. ο Κεϋνσιανός απλός πολλαπλασιαστής δαπάνης είναι μεγαλύτερος απ’ τον απλό φορολογικό πολλαπλασιαστή, δηλ. Μ= [1 / (1-MPC] > [-MPC / (1-MPC)], προκύπτει ότι μία αύξηση κρατικής δαπάνης έχει μεγαλυτέρα επίδρασι στο ΑΕΠ απ’ ό,τι μία ισόποση μείωση των φόρων! Οπότε θα ισχύει και το αντίθετο, πως δηλ. μία μείωση κρατικής δαπάνης θα έχει μεγαλυτέρα – υφεσιακή φυσικά– επίδρασι στο ΑΕΠ απ’ ό,τι μία ισόποση αύξηση των φόρων. Οπότε, λεν οι κρατιστές, προς Θεού μη μειώσουμε κρατικές δαπάνες και, γι’ αυτό, επάνω οι φόροι!

Ομως το Κεϋνσιανό υπόδειγμα «λησμονεί» πως αι μειώσεις φόρων αυξάνουν τις επενδύσεις (προκαλούν θετικό shock σε αυτές). Αυτό επιτυγχάνεται μες από διάφορα πιθανά κανάλια:

(α) Ενισχύεται η διάθεση και ικανότης των ΄νοικοκυριών να αποταμιεύσουν / επενδύσουν / δημιουργήσουν περιουσία προς χάριν των νεωτέρων γενεών (δηλ. των παιδιών των). Αυτή είναι η άποψη του Schumpeter (Capitalism, Socialism, and Democracy), με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την διάθεσι των ελληνικών ΄νοικοκυριών, διαχρονικά, να επενδύουν σε ακίνητα ώστε να εξασφαλίζουν τα παιδιά των, ενισχύοντα έτσι τα μάλα την οικονομική ανάπτυξι. (Ενας ακόμη λόγος για τον οποίον οι φόροι κατοχής ακινήτων, ως ο ΕΝΦΙΑ, υπήρξαν / είναι καταστροφικοί και πρέπει να παύσουν να υπάρχουν, ιδιαίτερα σε μιά Ελλάδα με τόση ύφεσι.)

(β) Μεταβάλλονται αι σχετικές τιμές (relative prices) κατά τρόπον ευνοϊκό για τις επενδύσεις κεφαλαίου (πρόκειται για μηχανισμό, που δεν προβλέπεται στο Κεϋνσιανό υπόδειγμα).

Παράδειγμα (από Gregory Mankiw, Δεκ. 2008):

Ας υποθέσουμε πως μία μείωση φόρου δεν έχει την μορφή μιάς εφ’ άπαξ περικοπής, μα παίρνει την μορφή περικοπών σε φόρους μισθοδοσίας. Μία τέτοια μείωση θα μείωνε με την σειρά της το κόστος της εργασίας και, στον βαθμό που εργασία και κεφάλαιο αποτελούν συμπληρώματα η μιά του άλλου (όπως κατά κόρον συμβαίνει), θα αύξαινε την ζήτησι για κεφαλαιουχικά αγαθά. Συνεπώς η μείωση φόρου ενισχύει την ολική ζήτησι όχι μόνο μέσω αυξήσεων στο διαθέσιμο εισόδημα και την καταναλωτική δαπάνη (τα βασικά δηλ. κανάλια στο Κεϋνσιανό υπόδειγμα), μα επίσης μέσω της παροχής κινήτρων για περισσότερη επενδυτική δαπάνη.

Περιττό δε να τονίσουμε πόσο στην Ελλάδα των 400 χιλ. Ελλήνων μεταναστών και 1,2 εκτμ. εγγεγραμμένων ανέργων είναι απαραίτητες, επάνω απ’ όλα, αι επενδύσεις. Παντού! Και στα ακίνητα, που κάποιοι, κακώς, κάκιστα, περιφρονούν!

Αλλ’ ακόμη και αυτό το παράδειγμα είναι υπερβολικά ήπιο για την ελληνική περίπτωσι σήμερα. Εδώ η χώρα, τα περισσότερα ΄νοικοκυριά, καταστρέφονται με την λαίλαπα φόρεων και εισφορών, που, αμέσως με την έναρξι της κρίσεως υιοθέτησε το κρατιστικό πολιτικό σύστημα και αποθέωσε ο Σύριζα, και περιμένουμε ανάταξι της οικονομίας; Για ποιόν λόγο, σε αυτό το περιβάλλον, να παλαίψει ή να ρισκάρει ο οιοσδήποτε υγιής επενδυτής ή επιχειρηματίας; Για να κάνει ο επαγγελματίας ή ο μορφωμένος υπάλληλος με χίλια ζόρια ένα σπιτάκι για το παιδί του και μετά το παιδί να το αποποιηθεί επειδή δεν θάχει να πληρώσει φόρο κληρονομίας και ΕΝΦΙΑ – την ίδια ώρα που ο πατήρ δεν θάχει σύνταξι; Κοροϊδευόμαστε; Κι όλ’ αυτά για να συντηρηθούν πρώιμοι συνταξιούχοι, αναξιολόγητοι δημ. υπάλληλοι και νέοι διορισμοί σε ένα αδηφάγο, κομματικό Δημόσιο; Και συνάδουν όλ’ αυτά με την… ανάπτυξι, κ. Παπ.;

ΥΓ: Το τελευταίο κείμενο του κ. Παπ. δεν προσφέρει τίποτε καινούργιο στην συζήτησι, τίποτε που δεν έχει ήδη ειπή ο ίδιος ή που προσθέτει κάτι σ’ αυτό που παραδεχόμαστε όλοι, ότι ασφαλώς και δεν είναι ΜΟΝΟ οι χαμηλοί φόροι που απαιτούνται για να έλθει η ανάπτυξη. Γι’ αυτό και δεν το σχολιάζω. Οπως δεν θα σχολιάσω πολλά papers, που υποστηρίζουν ή την μία θέσι περί φόρων ή την άλλη. Αυτό θα μας επήγαινε πολύ μακριά και δεν υπάρχει χώρος.