Με το αριστερό μπήκε το 2017 για τις τράπεζες στο ζήτημα της ρευστότητας. Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος «πάγωσε» τους αποταμιευτές, ανακόπτοντας την τάση ενίσχυσης της καταθετικής βάσης που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται μετά το καλοκαίρι. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, ο Ιανουάριος μέχρι στιγμής είναι «δύο φορές χειρότερος από τον περυσινό», θέτοντας από νωρίς εν αμφιβόλω τον στόχο αύξησης κατά 10 δισ. ευρώ των υπολοίπων νοικοκυριών και επιχειρήσεων εφέτος.
Οπως επισημαίνει γενικός διευθυντής μεγάλης τράπεζας, με βάση τα σχέδια που έχουν υποβληθεί στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) η άνοδος αυτή προϋποθέτει ρυθμούς ανάπτυξης τουλάχιστον 2,5%. «Με τα σημερινά δεδομένα, το σενάριο αυτό είναι το βέλτιστο και όχι το βασικό» υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Οπως εξηγεί, «η παράταση των διαπραγματεύσεων και της αβεβαιότητας τουλάχιστον ως το τέλος του πρώτου τριμήνου, οι αυξημένοι φόροι που αναμένεται να «φρενάρουν» την εγχώρια ζήτηση και το ασταθές διεθνές περιβάλλον δεν επιτρέπουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για την πορεία της οικονομίας το επόμενο διάστημα».
Ο κακός Ιανουάριος
Σύμφωνα με πληροφορίες, τις πρώτες τρεις εβδομάδες της νέας χρονιάς έχει καταγραφεί αύξηση των αγορών αμοιβαίων κεφαλαίων εξωτερικού, κυρίως διαχείρισης διαθεσίμων, από νοικοκυριά που τους προηγούμενους μήνες τα είχαν ρευστοποιήσει. Η συγκεκριμένη δυνατότητα παρέχεται από τα capital controls.
Οπως επισημαίνει τραπεζικό στέλεχος που παρακολουθεί τη συγκεκριμένη αγορά, η καθαρή εισροή από τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα έχει υποχωρήσει στο 1/10 σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2016, καταδεικνύοντας την επιδείνωση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο εγχώριο σύστημα.
Εκτιμάται ότι εάν δεν αλλάξει κάτι το επόμενο δεκαήμερο, ο πρώτος μήνας της νέας χρονιάς θα κλείσει με μείωση των καταθετικών υπολοίπων μεγαλύτερη των 1,5 δισ. ευρώ.
Ορόσημο οι εξαγγελίες Τσίπρα
«Η αντιστροφή του θετικού κλίματος ξεκίνησε μετά την εξαγγελία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για την παροχή του έκτακτου βοηθήματος προς τους συνταξιούχους. Η άμεση αντίδραση των πιστωτών στη συγκεκριμένη παροχή και το σκηνικό ρήξης που διαμορφώθηκε ανέκοψαν την αύξηση των καταθέσεων, η οποία μέσα σε ενάμιση μήνα από τις αρχές Νοεμβρίου είχε φθάσει τα 3 δισ. ευρώ» τονίζει άλλη τραπεζική πηγή.
«Εκτοτε η επαφή με τους καταθέτες ξαναχάθηκε» προσθέτει σχετικά ο ίδιος. Ως αποτέλεσμα, η άνοδος των υπόλοιπων φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων περιορίστηκε τον Δεκέμβριο στα 1 – 1,5 δισ. ευρώ, ενώ θα μπορούσε να ήταν αρκετά υψηλότερη. Το 2016 εκτιμάται ότι έκλεισε με άνοδο της εγχώριας καταθετικής βάσης κατά 5 δισ. ευρώ.
Η επίδραση των φόρων
Σημαντική επίδραση στην πορεία των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα έχουν οι αυξημένοι φόροι. Τους προηγούμενους μήνες σημαντικό μέρος των εισροών κατευθύνθηκε για την τακτοποίηση φορολογικών υποχρεώσεων. Σύμφωνα με στοιχεία των τραπεζών, το εννεάμηνο του 2016 φυσικά πρόσωπα επανέφεραν στους λογαριασμούς τους συνολικά 6,7 δισ. ευρώ.
Από το ποσό αυτό τα 5 δισ. ευρώ αφορούσαν αποθησαυρισμένα χαρτονομίσματα και τα 1,7 δισ. ευρώ χρήματα που προήλθαν από τη ρευστοποίηση επενδυτικών τίτλων ξένων οίκων, τα οποία είχαν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2015. Παρά τις εισροές αυτές ωστόσο, το ίδιο διάστημα η συνολική ρευστότητα του συστήματος αυξήθηκε κατά μόλις 100 εκατ. ευρώ.
Ιδια εικόνα παρουσιάζει και το δίμηνο Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2016, κατά τη διάρκεια του οποίου τα υπόλοιπα νοικοκυριών και μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 1,3 δισ. ευρώ. Το Δημόσιο την ίδια περίοδο αύξησε τις καταθέσεις του στις εμπορικές τράπεζες κατά 1,1 δισ. ευρώ, χρήματα που προήλθαν από πληρωμές των φορολογουμένων. Δηλαδή περίπου το 50% των εισροών «φρέσκου» χρήματος χρησιμοποιήθηκε για πληρωμές προς την Εφορία.
Το κόστος χρήματος
Η διαμόρφωση αρνητικού κλίματος στην οικονομία επηρεάζει και την προσπάθεια των τραπεζών για μεσοσταθμική μείωση του κόστους των προθεσμιακών καταθέσεων κατά 30% εφέτος. Αυτή τη στιγμή η μέση απόδοση στους λογαριασμούς προκαθορισμένης διάρκειας διαμορφώνεται στα επίπεδα του 0,70% και ο στόχος είναι να πέσει στο 0,50%.
Παρά το γεγονός ότι στο επίσημο δελτίο των τραπεζών τα επιτόκια δεν ξεπερνούν το 0,65%, οι προσφορές για μεγάλα ποσά, για χρήματα που προέρχονται από το εξωτερικό (αμοιβαία ξένων οίκων, λογαριασμοί) και για καταθέσεις χαρτονομισμάτων επιβαρύνουν τις τράπεζες, οι οποίες αναγκάζονται να δίνουν αποδόσεις που φθάνουν έως και το 1,2% για την προσέλκυση ρευστότητας από τις προαναφερθείσες πηγές.
Οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι μέσω της ανατιμολόγησης των προθεσμιακών καταθέσεων στοχεύουν στην εξοικονόμηση περί των 90 εκατ. ευρώ, ποσό διόλου αμελητέο στην προσπάθειά τους για διατήρηση θετικού αποτελέσματος και το 2017. Εάν παραταθεί η αβεβαιότητα, εκτιμά τραπεζικό στέλεχος, «δεν θα είμαστε σε θέση να μειώσουμε όσο θέλουμε τα επιτόκια, γεγονός που θα επιβαρύνει τα αποτελέσματά μας».
Επιπρόσθετο κόστος επωμίζονται οι τράπεζες και από την όξυνση του ανταγωνισμού στα προγράμματα επιβράβευσης καρτών, τα οποία πλέον ανταμείβουν όχι μόνο τους συναλλασσόμενους με «πλαστικό χρήμα» αλλά και τους καταθέτες. Συγκεκριμένα, εκτός από τόκους, ειδικές προθεσμιακές καταθέσεις προσφέρουν στους πελάτες και ανταμοιβή που εξαργυρώνεται μέσω των καρτών, π.χ. για αγορές στο σουπερμάρκετ ή σε πρατήρια καυσίμων. Ανάλογα με την πολιτική της κάθε τράπεζας, το κόστος αυτό κυμαίνεται από 10 έως 25 μονάδες βάσης επί των καταθέσεων.
Καθυστερεί η χαλάρωση των capital controls
Η εκκρεμότητα της αξιολόγησης δεν επιτρέπει σε αυτήν τη φάση οποιαδήποτε παρέμβαση στους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, προς την κατεύθυνση της χαλάρωσής τους. Ακόμη όμως και αν υπάρξει συμφωνία της κυβέρνησης με τους πιστωτές, οι πρώτες παρεμβάσεις που ετοιμάζει η Τράπεζα της Ελλάδος, στη βάση του οδικού χάρτη που έχει σχεδιάσει, δεν θα αφορούν τους ιδιώτες πελάτες των τραπεζών. Και αυτό διότι, πρώτον, τα ισχύοντα όρια ανάληψης μετρητών έχουν αφομοιωθεί από καταναλωτές και επιχειρήσεις και, δεύτερον, ο κίνδυνος αύξησης των εκροών σε περίπτωση αλλαγών είναι αυξημένος στην παρούσα φάση.
Μέχρι στιγμής έχουν απελευθερωθεί πλήρως οι αναλήψεις μετρητών που κατατέθηκαν στο σύστημα μετά την 23η Ιουλίου. Για να υπάρξει αύξηση των ορίων για το παλαιό χρήμα θα πρέπει να προηγηθεί ένα διάστημα συνεχούς αύξησης των καταθετικών υπολοίπων. Το κόστος από την αντιστροφή ενός μέτρου ελαστικοποίησης των περιορισμών εκτιμάται ότι θα είναι μεγαλύτερο ακόμη και από το πρώτο σοκ της επιβολής τους το καλοκαίρι του 2015. Για τον λόγο αυτόν η Τράπεζα της Ελλάδος είναι πολύ προσεκτική στις εισηγήσεις της προς το υπουργείο Οικονομικών. Στο πλαίσιο αυτό, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, θα υπάρξει παρέμβαση μόνο για τις εισαγωγικές επιχειρήσεις, με την αύξηση του ανώτατου ορίου εκτέλεσης πληρωμών προς το εξωτερικό σε μία εργάσιμη ημέρα μέσω του δικτύου των καταστημάτων των τραπεζών από τις 10.000 τουλάχιστον στις 20.000 ευρώ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ