Για γερμανικά θαύματα πολλοί μίλησαν και εξακολουθούν να μιλούν, προσπερνώντας βεβαίως κατά κανόνα τη μεγάλη διαγραφή των χρεών και άλλων οικονομικών υποχρεώσεων που απέρρεαν από την καταστροφή της Ευρώπης την εξαετία 1939-1945. Εσχάτως η συζήτηση έχει εξειδικευθεί στο θαύμα της γερμανικής αγοράς εργασίας.
Διότι το ερώτημα εγείρεται βασανιστικό για την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά αλλά και για τους υπερατλαντικούς τενόρους του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας: πώς είναι δυνατόν να έχουν συρρεύσει πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες την τελευταία διετία στη Γερμανία και το ποσοστό της ανεργίας να ακολουθεί μια αδιατάρακτη καθοδική πορεία;
Με τη «συλλογιστική Τραμπ», για να το πούμε διαφορετικά, η αθρόα εισροή προσφύγων από τη Συρία και το Ιράκ θα έπρεπε να εκτινάξει στα ύψη την ανεργία και να πλήξει τον ρυθμό ανάπτυξης της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας.
Αντί να συμβούν αυτά τα δεινά, το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας 25ετίας (4,1%), ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης, παρά την επιβράδυνσή του στο 1,5%, που παρατηρήθηκε το τρίμηνο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2016, παραμένει πολύ κοντά στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας πενταετίας.
Ηράκλειος άθλος
Πού οφείλεται η διάψευση των μισαλλόδοξων; Στη συντεταγμένη ένταξη των νεοεισερχόμενων εργατικών χεριών στη γερμανική αγορά εργασίας.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση που είχε κάνει τον Σεπτέμβριο του 2015, στα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθεσης Αυτοκινήτου της Φρανκφούρτης, ο επικεφαλής της Daimler Ντίτερ Τσέτσε: «Εκείνο που χρειάζεται η Γερμανία για να πετύχει πάλι ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης ανάλογους με εκείνους των δεκαετιών του 1950 και του 1960 είναι να υποδεχθεί ένα εκατομμύριο πρόσφυγες. Θα είναι ένας ηράκλειος άθλος, που όμως θα πρέπει να φέρουμε εις πέρας».
Στήριξη συνταξιοδοτικού
Αλλά και η ίδια η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ είχε παραδεχθεί ότι, με βάση τα δημογραφικά δεδομένα, για να διατηρήσει η Γερμανία τις συντάξεις της και εν γένει το σύστημα κοινωνικών παροχών, πρέπει να προσθέτει κάθε χρόνο μισό εκατομμύριο οικονομικούς μετανάστες!
Μοιάζει υπέρογκο το ποσό, αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για μια χώρα 80 εκατ. κατοίκων. Αλλά με το πρόβλημα υπογεννητικότητας που αντιμετωπίζει η Γερμανία, αν αποκλειστούν οι εισροές από το εξωτερικό, ο πληθυσμός της θα έχει μειωθεί στα 68 εκατομμύρια ως το 2060.

«Το γεγονός ότι, παρά την έλευση ενός εκατομμυρίου ανθρώπων στη Γερμανία, δεν αυξάνεται η ανεργία έχει να κάνει με τη δημογραφική κατάσταση της χώρας, αλλά και με το γεγονός ότι δεν είναι όλοι οι νεοεισερχόμενοι έτοιμοι για να ενταχθούν στην αγορά εργασίας»
διευκρινίζει στο BBC ο Ράιμουντ Μπέκερ του Ομοσπονδιακού Γραφείου
Απασχόλησης της Νυρεμβέργης.
Ο Μπέκερ εξηγεί ότι οι πρόσφυγες ξεκινούν ένα πρόγραμμα εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας και επαγγελματικής κατάρτισης, όταν αυτό απαιτείται, που διαρκεί περί τα έξι έτη. Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού δεν καταγράφονται ως άνεργοι.
Εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού και των χαμηλών ποσοστών γεννήσεων στη Γερμανία, αν δεν υπήρχε εισροή εργαζομένων από το εξωτερικό, το εργατικό δυναμικό της χώρας θα μειωνόταν κατά 300.000 άτομα ετησίως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Γραφείου Απασχόλησης.
Η απασχόληση, ωστόσο, συνέχισε να αυξάνεται το 2016 με ρυθμό 36.000 εργαζομένους τον μήνα, και έφθασε στον αριθμό-ρεκόρ των 43,5 εκατ. εργαζομένων στα τέλη του 2016. Εν τω μεταξύ, ο αριθμός των προσφύγων που εγγράφονται ως άνεργοι αυξανόταν κατά 10.000 μηνιαίως το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς που πέρασε και με ακόμα χαμηλότερο ρυθμό το δεύτερο εξάμηνο.

«Οσο οι εταιρείες δημιουργούν περισσότερες νέες θέσεις εργασίας από τον αριθμό των προσφύγων που εγγράφονται στους καταλόγους των ανέργων, το ισοζύγιο της απασχόλησης είναι θετικό, ακόμα κι αν δεν καταλαμβάνουν κατ’ ανάγκην πρόσφυγες όλες τις νέες θέσεις εργασίας
» εξήγησε ο Στέφαν Κίπαρ, οικονομολόγος στην Bayerische Landesbank του Μονάχου.
Επένδυση για το μέλλον

Η Γερμανία υποδέχθηκε περί τους 280.000 πρόσφυγες την περασμένη χρονιά, ενώ το 2015 είχε υποδεχθεί 890.000 άτομα. Η κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών της Ανγκελα Μέρκελ σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ευρώπης –κυρίως της Κεντρικής και της Ανατολικής –αντιμετωπίζει τις προσφυγικές ροές ως επένδυση στο μέλλον.

Γι’ αυτό και αυξάνει διαρκώς τις δαπάνες για την εκπαίδευση και την κατάρτιση των ανθρώπων που υποδέχεται. Συγκεκριμένα, το 2016 οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 5,8% συγκριτικά με το 2015, το υψηλότερο ποσοστό αύξησης που παρατηρείται από το 1992, από την εποχή δηλαδή της γερμανικής ενοποίησης.
Σύμφωνα με έρευνα του εδρεύοντος στο Βερολίνο Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) και του εδρεύοντος στη Νυρεμβέργη Ινστιτούτου Επαγγελματικών Ερευνών (ΙΑΒ) που δημοσιεύθηκε την περασμένη Τετάρτη, κάθε επένδυση 3,3 δισ. ευρώ για τη διδασκαλία της γερμανικής γλώσσας και εν γένει για την εκπαίδευση των προσφύγων θα αποδώσει στην κυβέρνηση περί τα 30 δισ. ευρώ το έτος 2030.
Θα μπορούσε επίσης η επένδυση αυτή να αυξήσει το ποσοστό των προσφύγων που ολοκληρώνουν μια επαγγελματική μαθητεία από το 13% στο 33%.

Κάτω από 30 ετών

«Το σπουδαίο για τη Γερμανία είναι ότι οι πρόσφυγες που εισρέουν είναι πολύ νεαροί στην ηλικία. Το 70% του συνόλου είναι κάτω από 30 ετών. Δεν είναι πρόβλημα για τη χώρα να τους εντάξει στην αγορά εργασίας, αν δεχθεί ότι πρέπει να δείξει λίγη υπομονή και να επενδύσει χρήματα σε αυτούς»
σημειώνει ο Ράιμουντ Μπέκερ του Ομοσπονδιακού Γραφείου Απασχόλησης της Νυρεμβέργης.
Ο γερμανός αξιωματούχος παραδέχεται ότι μετά τα έξι χρόνια που θα χρειαστούν κατά μέσον όρο για εκμάθηση γλώσσας και για επαγγελματική κατάρτιση οι πρόσφυγες δεν θα βρουν αμέσως δουλειά. Επειτα από 15 χρόνια το ποσοστό απασχόλησης των προσφύγων της τελευταίας διετίας αναμένεται να φθάσει στο 70%. Δεν εντυπωσιάζει η σχέση χρόνου και ποσοστού απασχόλησης.
Αλλά αν το δει κανείς οικονομικά, αρκεί και με το παραπάνω για να καταστήσει την επένδυση συμφέρουσα. Και ας μη λησμονούμε ότι πέρα από την οικονομική διάσταση του θέματος, υπάρχει και η ανθρωπιστική.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ