Κλαρίσε Λισπέκτορ
Η ώρα του αστεριού

Μετάφραση Μάριος Χατζηπροκοπίου. Επίμετρο Ελέν Σιξού
Εκδόσεις Αντίποδες, 2016
σελ. 146, τιμή 11 ευρώ

«Δεν είμαι διανοούμενος, είμαι μόνο μια ευαισθησία» είχε πει κάποτε ο Σάμιουελ Μπέκετ σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του. «Δεν είμαι διανοούμενος, γράφω μόνο με το σώμα» λέει ο αφηγητής στη νουβέλα Η ώρα του αστεριού της βραζιλιάνας συγγραφέως Κλαρίσε Λισπέκτορ. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις ο διανοούμενος είναι παρών, μόνο που εκφράζεται μέσω της ευαισθησίας.

Αυτή η νουβέλα, το τελευταίο κείμενο που δημοσίευσε λίγο πριν από το θάνατό της η Λισπέκτορ, είναι το δεύτερο βιβλίο της που κυκλοφορεί στα ελληνικά. (Το προηγούμενο, Η αθώα καρδιά, κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Τυπωθήτω.) Η επικρατούσα διεθνώς άποψη γι’ αυτό το ελεγειακό κείμενο είναι πως πρόκειται για ό,τι καλύτερο είχε γράψει αλλά δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο μπορεί να το πει κανείς για μια συγγραφέα σαν τη Λισπέκτορ που το έργο της είναι πολυσχιδές και εκτεταμένο και το κάθε της κείμενο, διήγημα, μυθιστόρημα ή νουβέλα σε ξαφνιάζει σε σημείο που να επιβεβαιώνει τον έπαινο ο οποίος –δικαίως –της αποδόθηκε: ότι έγραφε μ’ έναν τρόπο που δεν είχε ξαναγράψει κανείς. Ελπίζω ότι σύντομα θα έχουμε και στη γλώσσα μας μια εκλογή από τα θαυμάσια διηγήματά της, κάποια από τα οποία μετέφρασε, όταν ζούσε στη Βραζιλία, η κορυφαία αμερικανίδα ποιήτρια Ελίζαμπεθ Μπίσοπ σε ανύποπτο χρόνο –και πριν η Λισπέκτορ γίνει παγκοσμίως γνωστή.

Με τη φωνή ενός άνδρα
Την ιστορία εδώ την αφηγείται κάποιος Ροντρίγκο (ο οποίος είναι βέβαια η ίδια η συγγραφέας, όπως το τονίζει επαναληπτικά στο παθιασμένο –και σε κάποια σημεία υπερβολικό –επίμετρό της η Ελέν Σιξού). Το ότι η Λισπέκτορ επιλέγει να μιλήσει με τη φωνή ενός άνδρα δεν οφείλεται μόνο στο ότι θέλει να αποφύγει την αποδιδόμενη στις γυναίκες αισθηματολογία. Είναι και για να αποδείξει ότι μια γυναίκα μπορεί να μιλήσει όχι απλώς για τη ζωή μιας άλλης γυναίκας (της πρωταγωνίστριας του βιβλίου) αλλά και για ζητήματα που κατά το στερεότυπο θεωρούν πολλοί ότι οι άνδρες τα χειρίζονται καλύτερα: τον Θεό, τον χρόνο, τα μεγάλα μυστήρια της ζωής και της ύπαρξης. Ετσι, εκτός από τη Μακκαμπέα, που την ιστορία της μας λέει ο αφηγητής, στη νουβέλα πρωταγωνιστεί και ο ίδιος (η ίδια η συγγραφέας).

«Ενας κρύος καφές»
Η Μακκαμπέα είναι μια φτωχή κοπέλα που έχει μετακομίσει στο Ρίο ντε Ζανέιρο από τη Νοτιανατολική Βραζιλία, την πιο φτωχή περιοχή της χώρας, όπου οι άνθρωποι στην κυριολεξία πεθαίνουν από την πείνα. Είναι «ασήμαντη», άσχημη, ένα κορίτσι που δεν το προσέχει κανείς, «ένας κρύος καφές». Ζει με άλλες τέσσερις κοπέλες σε ένα δωμάτιο και εργάζεται ως δακτυλογράφος σε μια επιχείρηση. Αλλά ούτε και στη δουλειά της είναι καλή. Το αφεντικό της απειλεί να την απολύσει. Σαν κορίτσι όμως έχει κι αυτή τα όνειρά της. Κόβει τις διαφημίσεις από παλιές εφημερίδες, ακούει το Ράδιο Ρολόι κι έχει το κλασικό εφηβικό όνειρο: κάποια μέρα να γίνει περίπου σαν τη Μέριλιν Μονρόε. Αυτό το φτερό στον άνεμο, το «χορταράκι», όπως τη χαρακτηρίζει η Λισπέκτορ, είναι από τα πιο συγκινητικά πλάσματα που μπορεί να συναντήσει κανείς στα έργα της σύγχρονης μυθοπλασίας. Δεν είναι τίποτε, αλλά αυτό το τίποτε μπορεί να είναι το παν: η κραυγή της ύπαρξης που δεν ακούγεται κι όμως ηχεί μέσα μας.
Στο τέλος της νουβέλας η Μακκαμπέα συναντά μια χαρτορίχτρα, τη μαντάμ Καρλότα, πρώην πόρνη, η οποία της προβλέπει ένα καλύτερο μέλλον: Θα συναντήσει κάποιον ξανθό, όμορφο και πλούσιο γκρίγκο. Η πραγματικότητα όμως αποδεικνύεται εντελώς διαφορετική. Μια κίτρινη Μερτσέντες θα χτυπήσει στον δρόμο τη Μακκαμπέα και θα τη ρίξει σ’ ένα χαντάκι. Θ’ αρχίσει να πέφτει μια σιγανή βροχή. Και η Μακκαμπέα θα πεθάνει.

Ριζοσπαστική αφήγηση
Μια τόσο απλή, φαινομενικά, ιστορία ανάγεται στο συμβολικό πεδίο και αποκτά σπάνιες μεταφυσικές και υπαρξιακές διαστάσεις. Ο αφηγητής μιλά για τη Μακκαμπέα μιλώντας για τον εαυτό του –και το αντίστροφο. Αρχίζει να μας μιλά για τον ίδιον πολύ πριν αρχίσει να αφηγείται την ιστορία της Μακκαμπέα. Κι όμως, ο αναγνώστης δεν έχει την αίσθηση ότι πρόκειται για βιβλίο κομμένο στα δύο. Γιατί όλοι έχουμε μέσα μας μια Μακκαμπέα, μια κρυμμένη κραυγή που την ενσαρκώνει αυτό το πλάσμα το οποίο δεν διαμαρτύρεται και δεν «επαναστατεί». Απλώς ζει όπως ζει, κυρίως όμως θέλει να ζήσει. Πέραν αυτών εν τούτοις έχουμε και κάτι εντελώς ριζοσπαστικό: χωρίς να παραβαίνει τις αρχές της αφήγησης η συγγραφέας κρίνει τον εαυτό της και την άμεση, σωματική σχεδόν, σχέση με το θέμα της.
Η έκδοση, εκτός από το επίμετρο της Σιξού, συνοδεύεται από διαφωτιστικό σημείωμα του μεταφραστή, ο οποίος μας εξηγεί την αξιέπαινη προσπάθειά του να προσεγγίσει το περίτεχνο και ριζοσπαστικό ύφος του πρωτοτύπου. Συνοδεύεται, επίσης, από εκτενέστατο χρονολόγιο που φωτίζει τη ζωή και τη συγγραφική πορεία της Λισπέκτορ. Οταν έγραφε αυτή τη νουβέλα βρισκόταν στο τέλος της ζωής της (πέθανε από καρκίνο το 1997 στα 57 της χρόνια). Το βιβλίο της είναι μια σύνθεση από σημειώσεις αλλά δεν πρόκειται για παζλ. Ασφαλτη αφηγηματική ροή, ακρίβεια, ποιητική των στιγμών αλλά και χιούμορ και εξαίρετοι διάλογοι. Είναι απίστευτο πώς μας έδωσε την ιστορία μιας κοπέλας η οποία ζούσε μόνο από τον εαυτό της. Και την ανήγαγε (στο συμβολικό πεδίο και χωρίς καμία επιτήδευση) σε ένα μικρό άστρο που φέγγει στην ώρα του αλλά και μένει στη θέση του για πάντα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ