Η Ελλάδα εισήλθε στον όγδοο χρόνο κρίσης και καχεξίας με ανυπολόγιστες συνέπειες για τους πολίτες και συνολικά για την οικονομική, την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Κοινή είναι η παραδοχή ότι η μακρά παραμονή σε συνθήκες ύφεσης και οικονομικής παρακμής είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας της πολιτικής ηγεσίας να πειθαρχήσει σε ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση και να το υπηρετήσει με συνέπεια και σταθερότητα.
Είναι αλήθεια ότι το 2014 είχαν διαμορφωθεί κάποιες προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση, άλλα αναιρέθηκαν επειδή ακριβώς επικράτησαν πολιτικοί στόχοι. Τηρουμένων των αναλογιών κάτι ανάλογο συμβαίνει και τώρα. Έπειτα από πολλές περιπέτειες η ελληνική οικονομία έφτασε σε σημείο ελέγχου των δημοσίων οικονομικών, έχει ικανοποιήσει τις περισσότερες υποχρεώσεις του τρίτου προγράμματος και μένει μια ουρά μέτρων και πρωτοβουλιών, η υιοθέτηση των οποίων θα επέτρεπε την οριστική έξοδο από την κρίση.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι αν κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση θα διευκολυνθεί η ρύθμιση του χρέους, θα εξασφαλισθεί η συμμετοχή της Ελλάδας στα μέτρα ευνοϊκής χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και θα επιτραπεί η μερική έστω απαλλαγή της ελληνικής οικονομίας από τα καταδυναστευτικά capital controls. Στοιχεία κρίσιμα για την ελευθέρωση συνολικά της ελληνικής οικονομίας και την επάνοδο σε συνθήκες ανάπτυξης.
Σε μια κανονική χώρα οι πολιτικές δυνάμεις θα είχαν ομονοήσει στην ικανοποίηση του προφανούς κοινού εθνικού στόχου – εξόδου από την κρίση και θα έθεταν προσωρινά στο περιθώριο άλλες πολιτικές επιδιώξεις.
Οι εμπειρίες από την μακρόχρονη παραμονή σε συνθήκες οικονομικής κρίσης είναι τόσο πικρές που δεν επιτρέπουν άλλες επιλογές. Καλώς ή κακώς, χωρίς ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης η χώρα θα βυθιστεί σε μια κατάσταση διαβρωτικής στασιμότητας, η οποία τους πάντες θα εξουθενώσει και τη χώρα θα ανατινάξει.
Είναι λοιπόν απαραίτητο να παραμερίσουν επιμέρους στοχεύσεις και να υπηρετήσουν τον εθνικό σκοπό. Αλλιώς ας προετοιμαστούμε όλοι για τα χειρότερα.