Ο Χρήστος Λούλης αποτελεί, ως ηθοποιός, αυτό που λέμε εγγύηση. Εργατικός και προικισμένος, δεν απογοητεύει ποτέ, αντιμετωπίζοντας στα ίσα ρόλους-μεγαθήρια, όπως για παράδειγμα ο Αμλετ, ανεβοκατεβαίνοντας στα σκηνικά των παραστάσεων σαν να πρόκειται για το πιο απλό και εύκολο πράγμα του κόσμου, υπενθυμίζοντας με το παράδειγμά του ότι η λάμψη και το βάθος δεν είναι στοιχεία αμοιβαίως αποκλειόμενα. Από τις 21 Ιανουαρίου θα παίζει στην παράσταση «Οι τρειςευτυχισμένοι» (ο θίασος αποτελείται από τους Ιωάννα Κολλιοπούλου, Λαέρτη Μαλκότση, Αγγελο Παπαδημητρίου, Λένα Παπαληγούρα, Αλκηστη Πουλοπούλου και Δημήτρη Τάρλοου), συνεργαζόμενος με τον σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά (είχαν βρεθεί και πέρυσι, στην «Οπερα της πεντάρας»), ο οποίος καταπιάνεται για πρώτη φορά με κωμικό έργο, δίνοντάς του μάλιστα τον υπότιτλο «Κάποιος πείραξε τα κέρατα στο κεφάλι μου!», μια φράση που μάλλον προϊδεάζει τους θεατές σχετικά με το περιεχόμενό του. Λέγεται, μάλιστα, ότι ο Ευγένιος Λαμπίς το έγραψε (σε συνεργασία με τον Εντμόν Γκοντινέ) ως αντίδραση στον ισχυρισμό ενός κριτικού, σύμφωνα με τον οποίο «η μοιχεία δεν θα μπορέσει ποτέ να προκαλέσει γέλιο», αποφασισμένος να αποδείξει κατά τρόπο αδυσώπητο ότι το παραπάνω δεν ισχύει.
Εξι χρόνια μετά την «Υπόθεση της οδού Λουρσίν», που είχε σκηνοθετήσει η Μάρθα Φριντζήλα, το Θέατρο Πορεία φιλοξενεί ξανά έργο του Λαμπίς, του πιο επιτυχημένου και πλέον πρωτότυπου γάλλου κωμωδιογράφου του 19ου αιώνα, του συγγραφέα για τον οποίο έχει γραφτεί πως αρνείται πεισματικά να δει οτιδήποτε άλλο εκτός από τη φαρσική πλευρά της ανθρώπινης φύσης. «Η τέχνη τού να κάνεις τον πατέρα της κοπέλας, που αρχικά έλεγε όχι, να πει ναι»: αυτή είναι η «συνταγή» που ο Λαμπίς δίνει για το βοντβίλ, το –γεμάτο ίντριγκα, σατιρική διάθεση και ανατροπές –είδος που υπηρέτησε με πάθος και τροφοδότησε με δεκάδες άκρως διασκεδαστικά έργα. Σύμφωνα με το σημείωμα της παράστασης, η υπόθεση των «Τρειςευτυχισμένων» είναι «απλή: «Στο σπίτι του Μαρζαβέλ περιφέρεται ένα πλήθος ανθρώπων που τους συνδέουν μοιχείες-παρελθούσες, παροντικές και μελλοντικές – οι οποίες κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να αποκαλυφθούν εξαιτίας ενός οδηγού ταξί και διαφόρων αντικειμένων-φετίχ: ενός ρολογιού-κούκου, μιας ελαφοκεφαλής με κέρατα, μιας γυάλας με χρυσόψαρα, ενός κομματιού υδρορροής, δύο πορτοκαλιών· όλα τα παραπάνω σύρουν τυραννικά τους ήρωες από την ελπίδα στην απελπισία και αντιστρόφως. Εμείς, το κοινό, συμπάσχουμε μαζί τους –μέσα από το γέλιο, ένα γέλιο, όμως, άγριο, ανελέητο, σχεδόν σαδιστικό, καθώς ανακαλύπτουμε τον ίδιο παραλογισμό και τα ίδια αδιέξοδα στις δικές μας σχέσεις, την ίδια σκοτεινή και ζωώδη πλευρά στη δική μας φύση. Ο Λαμπίς δεν ενδιαφέρεται, λοιπόν, μόνο για τους ήρωές του: οι κόσμοι που δημιουργεί είναι φτιαγμένοι από το υλικό του δικού μας κόσμου, μιας ζούγκλας με τους δικούς της κανόνες, που αντιστέκονται σχεδόν σε κάθε προσπάθεια αλλαγής τους». Ο Χρήστος Λούλης μάς μίλησε, λοιπόν, για το γέλιο που φαίνεται ελαφρύ, αλλά είναι ανελέητο, και μας εξήγησε τη δική σου θέση πάνω στο ζήτημα της απιστίας.

Πώς σας φάνηκε το έργο αυτό όταν το πρωτοδιαβάσατε; Γελάτε τώρα στις πρόβες στα σημεία που περιμένατε ή έχουν προκύψει άλλες αφορμές, πιο αστείες; «Οταν το πρωτοδιάβασα ζαλίστηκα, είναι ένα έργο στο οποίο συμβαίνουν πάρα πολλά, πολυεπίπεδο, γεμάτο γρανάζια που συνδέονται και γυρίζουν όλα μαζί. Μου άρεσε πολύ και για αυτόν τον λόγο. Γέλασα πάρα πολύ διαβάζοντάς το, φυσικά έχουν προκύψει και άλλα αστεία και σίγουρα θα υπάρξουν ακόμη περισσότερα όταν θα μπει και ο παράγοντας κοινό».
Είναι αλήθεια ή μύθος αυτό που λέτε οι ηθοποιοί συχνά, ότι δηλαδή η κωμωδία είναι ζόρικο είδος; «Ξέρετε, εμείς οι ηθοποιοί που παίζουμε συνήθως σε κάτι βαριά έργα λέμε καμιά φορά «Αχ, να κάναμε μια γαλλική φάρσα, πότε θα κάνουμε κι ένα τέτοιο έργο», δεν είναι ωστόσο εύκολο πράγμα, πρόκειται για δύσκολο είδος, το οποίο απαιτεί μεγάλη ακρίβεια, πυκνότητα, ελαφράδα και κέφι. Η κωμωδία χρειάζεται όλα αυτά που χρειάζεται και το δράμα, μαζί με μια αποστασιοποίηση από τον ίδιο σου τον εαυτό. Στην κωμωδία ποτέ δεν είναι σε ησυχία οι άνθρωποι, μπορεί μάλιστα να βιώνουν τα πιο ακραία ή αρνητικά συναισθήματα, όμως ο ηθοποιός πρέπει να είναι ικανός να το κάνει αυτό κωμικό».
Υποδύεστε έναν ήρωα που τον λένε Ερνέστο. Πώς ξεκινά η δική του περιπέτεια; «Απιστεί, συνάπτει εξωσυζυγική σχέση. Αυτό είναι μόνο ο καμβάς, βέβαια, γίνονται πάρα πολλά που δεν μπορώ να τα περιγράψω, είναι όλα πολύ μπλεγμένα. Στο τέλος υπάρχει μια ανατροπή, την οποία δεν μπορώ να αποκαλύψω, που μας υπενθυμίζει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι πάνω σε έναν τροχό που τους γυρνάει συνεχώς κι όποιος νομίζει ότι είναι ανώτερος και πιο ηθικός θα κατατροπωθεί όχι από μεγάλο κλάμα, αλλά από μεγάλο γέλιο. Γιατί από το κλάμα υπάρχει επιστροφή, όταν όμως γίνεις ξεφτίλα μόνο τότε μπορεί κάτι να αλλάξει και να προχωρήσεις, το κλάμα το έχουμε εύκολο, ενώ το γέλιο, που το θεωρούμε πιο ελαφρύ, αφήνει πιο βαθύ σημάδι».
Υπάρχουν αντικειμενικές αλήθειες σχετικά με το θέμα της απιστίας ή ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί; «Καθένας το προσεγγίζει με τελείως προσωπικό τρόπο, όμως υπάρχουν και κάποια πράγματα σταθερά και κοινά. Κάθε εξωσυζυγική σχέση είναι μια μορφή έρωτα, κι αυτός πάντα δίνει μια διέξοδο, σε κάνει να αισθάνεσαι νέος και ζωντανός, σε κάνει να αισθάνεσαι ελεύθερος και φαντάζομαι ότι όποιος απιστεί δεν νιώθει τίποτε από όλα αυτά. Αυτό που λέμε πειρασμός, δείχνει ότι θέλεις να φύγεις από κάπου και όχι απαραιτήτως για να πας κάπου αλλού. Αλλωστε,
τι σημαίνει απιστία; Μου τέλειωσε η πίστη στη σχέση. Η προδοσία είναι για εκείνον που έχει προσδοκίες, ίσως πιο πολλές από αυτές που ο άλλος μπορεί να προσφέρει. Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να είναι μαζί, ζευγάρι, όχι απαραιτήτως για να είναι μονογαμικοί, αλλά για να είναι δύο, και αυτή η αντίφαση θα μας κατατρέχει για πάντα».
Τους ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι έχουν ελεύθερη σχέση τους πιστεύετε; «Στο σύστημα δύο ανθρώπων πάντα ο ένας είναι πιο ισχυρός ή πιο καπάτσος. Προσωπικά, δεν το καταλαβαίνω το κόνσεπτ της ελεύθερης σχέσης, αν είναι να μην το εξομολογούνται και να κάνουν ό,τι κάνουν κρυφά, συγγνώμη, αλλά αυτό συνέβαινε πάντα. Ολοι οι άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους ότι ο σύντροφός τους μπορεί και να τους έχει απατήσει, δεν θα τρελαθούν κιόλας, είναι ανθρώπινο. Ομως έχει διαφορά να το λες και να μην τρέχει και τίποτα, δεν μου αρέσει και αισθητικά. Ο άνθρωπος θέλει την αποκλειστικότητα, να νιώθει ότι ο άλλος τον βλέπει μοναδικό. Οταν νιώθεις μοναδικός είναι μια μικρή νίκη ενάντια στον θάνατο. Αυτό δεν είναι ο έρωτας; Να σε κοιτάνε τα μάτια του άλλου σαν να είσαι αθάνατος. Αυτό μόνο ένας σύντροφος ζωής μπορεί να σου το δώσει, όχι με τη σφοδρότητα και το φευγαλέο του πάθους, αλλά με διάρκεια, με τρόπο απαλό».
Εχοντας μάλιστα μια πιο πλήρη, πιο αληθινή εικόνα σου, αφού γνωρίζουν τις ελλείψεις και τα ελαττώματά σου, σε αντίθεση με τους εραστές που εξιδανικεύουν ο ένας τον άλλον. «Οι ερωτευμένοι ζουν ένα ψέμα. Το χρειαζόμαστε και αυτό, βέβαια, γι’ αυτό και αρκετοί καταφεύγουν εκεί, και δικαίως, αν ειδικά ζουν σε μια καθημερινότητα καταπιεστική και βαρετή. Να που καμιά φορά η απιστία μπορεί να είναι μια υγιής αντίδραση, μια υπενθύμιση ότι πρέπει να ζήσεις».
Η παθολογική ζήλια είναι σύμφυτη με τη νεότητα ή ζήτημα χαρακτήρα; «Νομίζω ότι είναι θέμα χαρακτήρα. Απλώς μεγαλώνοντας μπορεί κάποιος να κάνει και λίγη πλάκα με το συγκεκριμένο θέμα και να το ξεπερνάει πιο εύκολα. Πιο μικρός δεν μπορούσα καθόλου να το ελέγξω, τώρα τα πάω καλύτερα, τρελαίνομαι όμως μερικές φορές».
Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί πρώτη φορά καθαρόαιμη κωμωδία. Εχει αλλάξει καθόλου; «Είναι ο ίδιος Γιάννης που θέλει να είναι όλα στη θέση τους αλφαδιασμένα, συγκεκριμένα και χορογραφημένα και να είμαστε σε απόλυτη συνεννόηση ο ένας με τον άλλον. Αυτό το έργο θέλει τρομακτική ακρίβεια, είναι σαν να πετάς βελάκια ισορροπώντας πάνω σε ένα σύρμα κι αυτά να βρίσκουν στόχο. Είναι πολύ μεγάλος μάστορας ο Χουβαρδάς, ξέρει και την κωμωδία, και μου αρέσει πολύ το χιούμορ του».
Πόσο αυστηρός είστε με τον εαυτό σας; Σας βασανίζουν οι ανασφάλειες κάθε φορά που κατεβαίνετε από τη σκηνή; «Ολα με βασανίζουν, γιατί κάθε φορά που κάνω κάτι θεωρώ ότι δεν έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό, κι αυτό θα συμβαίνει πάντα, πάντα θα υπάρχει το ανικανοποίητο. Τελικά καταλήγω να λέω ότι έδωσα το καλύτερο που μπορούσα τη συγκεκριμένη στιγμή, δεδομένων των συνθηκών, της ζωής μου, της γενικότερης κοινωνικοπολιτικής κατάστασης. Δεν έχω καμία μανία να κλειστώ στο καβούκι μου και να γίνω αυτιστικός, μανιώδης μελετητής της τέχνης».
Ηταν πολλά αυτά που θέλατε να αλλάξετε στον εαυτό σας; «Πάρα πολλά, τα οποία ήθελα να αλλάξω προκειμένου να είμαι αρεστός ή να ανταποκρίνομαι στο ιδεώδες που φανταζόμουν ανάλογα με τα γούστα μου που μεταβάλλονταν κι αυτά. Δεν μπορούσα να τα καταφέρω φυσικά ή γινόταν πολύ άγαρμπα, αδέξια και ήταν χειρότερο από πριν. Είναι μεγάλη η ανακούφιση όταν πεις είμαι αυτός και σε όποιους αρέσω τελικά. Δεν τελειώνει βέβαια αυτή η διαδικασία, πάντα θα παιδευόμαστε, αλλά τουλάχιστον όσο καλύτερα γνωρίζουμε τον εαυτό μας, τόσο πιο ουσιαστικά γίνονται αυτά που μας παιδεύουν».
Ποιους ρόλους και ποιες παραστάσεις θα βάζατε στο best of της έως τώρα πορείας σας; «Εχουν μείνει κάποιοι ρόλοι και κάποιες δουλειές. Θα ήθελα να πω πρώτα μια αγαπημένη μου παράσταση στην οποία δεν έχω παίξει και αυτή είναι η «Γκόλφω» σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου. Ενας δικός μου αγαπημένος ρόλος είναι ο Αμλετ μετά τον οποίο ήμουν αλλού γι’ αλλού. Ο «Ιωνας» πιο παλιά. Οι «Ορνιθες» φέτος, ο «Πλούτος» πριν από κάποια χρόνια, το «Καθαροί πια» με τον Λευτέρη Βογιατζή. Κάποιες παραστάσεις είναι σταθμοί».
Σας ικανοποιεί ως εξήγηση για την υπερπληθώρα θεατρικών ομάδων και παραστάσεων η επίκληση του δικαιώματος στην έκφραση; «Δεν είμαι φαν της φιλοσοφίας «θέλω να εκφράσω κάτι». Τo θέατρο ανοίγει τον δρόμο για να εκφραστεί η συλλογικότητα. Αρχίζει από τη σχηματοποίηση μιας ομάδας και συνεχίζει με την επικοινωνία της με το κοινό. Υπάρχουν συγγραφείς σπουδαίοι, που τα κείμενά τους αξίζει να ακουστούν και γινόμαστε οι ηθοποιοί γρανάζια μιας μηχανής η οποία αποθεώνει την ανθρώπινη φύση μέσα από την ταπεινότητα, μέσα από την εκμηδένιση του «εγώ» και την πλήρη ταύτιση με την ομάδα, μέσα από την αποπροσωποποίηση της ατομικότητας. Ενας θίασος οφείλει να αναμετριέται με τον εαυτό του, με το έργο και με το κοινό που είναι μεγέθη πολύ πιο μεγάλα από το «έχω κάτι μέσα μου και θέλω να το εκφράσω». Στο θέατρο δεν ήρθαμε για να εκφραζόμαστε εμείς και τα δικά μας μικροαστικά συμπλέγματα. Ηρθαμε να κάνουμε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Οποιος θέλει να εκφραστεί ας πάει σε έναν βράχο να βγάλει λόγους ή ας πάμε στο ντιβάνι κάποιου ειδικού».

Ποια είναι αυτή η μεγάλη αποστολή για την οποία κάνετε θέατρο;
«Για να δούμε όλοι μαζί κάτι άγνωστο και όχι για να πούμε κάτι που είναι ήδη γνωστό σε εμάς. Αυτή είναι η διαφορά. Οταν λέω ότι θέλω να εκφραστώ υπάρχει κάτι που γνωρίζω και θέλω να το εκθέσω, στο θέατρο όμως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Ακόμη και η συγκέντρωση δεν είναι μια εσωστρεφής, προσωπική διαδικασία, πρέπει να σε οδηγεί στο να αναπνέεις στον ίδιο ρυθμό με την ομάδα. Δεν υπάρχει πιο σπουδαίο από την ταπείνωση της ατομικότητας για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού και η πλήρης ένταξη στο ομαδικό πνεύμα θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία, αλλά εμείς σαν μικροαστοί Βαλκάνιοι έχουμε τις μανάδες μας να μας λένε ότι είμαστε πιο ψηλά από τους άλλους. Μόνο η συνεργασία πάει τον κόσμο μπροστά, αλλά για να το καταφέρεις πρέπει να ρίξεις τον εγωισμό σου. Οι Ελληνες το εμείς το ταυτίζουμε συχνά με την καταπίεση. Είμαστε όλοι θεοί που έχουμε απόλυτη ανάγκη τη μαμά μας. Τι σχιζοφρένεια!».
Βλέπετε ηθοποιούς της νεότερης γενιάς που σας εντυπωσιάζουν; «Νομίζω ότι τα παιδιά που μου αρέσει να βλέπω δεν έχουν τελικά μεγάλη σχέση με τη γενιά τους. Νομίζω πάντα ίσχυε αυτό, αυτοί που ξεχωρίζουν είναι λίγο εκτός πραγματικότητας, εκτός εποχής. Ο ηθοποιός πρέπει να μην είναι απόλυτα στο τώρα αλλά στο λίγο πριν ή μετά, αλλιώς ανεβαίνει στη σκηνή και δεν έχει βάρος ή βάθος».
Ησασταν κι εσείς παιδί εκτός εποχής; «Δεν ξέρω να απαντήσω με σιγουριά. Το ψάχνω το «αλλού» μέσα μου. Υπάρχει όμως και μου έχει φανερωθεί εκεί που δεν το περίμενα ακόμη και λέγοντας ατάκες που δεν ήταν κάτι σπουδαίο».
Ποια φυσικά χαρακτηριστικά σας αποδείχθηκαν καθοριστικά για την πορεία σας ως ηθοποιός; «Ημουν ένα παιδί που παρατηρούσε πολύ τους ανθρώπους και είχε μεγάλη περιέργεια για τα κίνητρα και τις αντιδράσεις των άλλων. Ποτέ δεν ήμουν ευτυχισμένος, με την έννοια της μακαριότητας, χάρη στις βεβαιότητές μου, πάντα αμφέβαλλα και αναρωτιόμουν. Είναι τεράστιο εφόδιο αυτό για όποιον θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη. Και αυτοπειθαρχία τεράστια έχω και αυτό με βοήθησε πολύ».
Τα θέτετε ακόμη όλα εν αμφιβόλω; «Κάποιος έχει πει πως το κακό με τον κόσμο είναι πως οι ηλίθιοι είναι γεμάτοι βεβαιότητες και οι έξυπνοι γεμάτοι αμφιβολίες. Πρόσεχα μικρός στο σχολείο και συγκράτησα κάποιες φράσεις, το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», για παράδειγμα, ή το «γηράσκω αεί διδασκόμενος», άρα μάλλον θα συμφωνήσω με τον προηγούμενο ισχυρισμό. Ωστόσο, ακόμη και για αυτό που λέω τώρα έχω αμφιβολίες».
Είναι οι Ελληνες ένας λαός που έχει χάσει την περιέργειά του; «Νομίζω πως ναι. Από εκεί που ήμασταν εξερευνητές γίναμε δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν το ψάχνουμε πια. Θυμάμαι, όταν υπηρετούσα στο Ναυτικό, που μου έλεγε ένα παιδί, 20 χρόνων θα ήταν τότε: «Καλά, εγώ έχω μέσο και όταν τελειώσω από εδώ θα μπω στο Λιμενικό και μέχρι τα σαράντα θα έχω βγει στη σύνταξη. Τότε να δεις τι θα γίνει». Τι θα γίνει δηλαδή, ρε φίλε; «Ζωάρα». Ε, δεν είναι θλιβερό αυτό; Αυτή είναι, όμως, η Ελλάδα που μας έφερε στην κρίση». l
«Οι τρειςευτυχισμένοι»: Θέατρο Πορεία (Τρικόρφων 3-5, πλατεία Βικτωρίας), από τις 21 Ιανουαρίου έως τις 11 Ιουνίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ