Στο δίλημμα, συμμετοχή του ΔΝΤ στο υπάρχον πρόγραμμα ή Μνημόνιο 4 «διά χειρός» Σόιμπλε, καλείται να απαντήσει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Ουσιαστικά ο κ. Τσίπρας έχει να επιλέξει ανάμεσα στο κακό και στο ακόμη χειρότερο σενάριο. Το κερασάκι στην τούρτα είναι οι πιέσεις που δέχεται ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος για μείωση του αφορολογήτου στις 3.500 ευρώ και περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις κύριες συντάξεις κατά 900 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο του ενισχυμένου κόφτη.
Η κυβέρνηση παραμένει προσανατολισμένη στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης ως το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου με τον περιορισμό του ΔΝΤ σε ρόλο τεχνικού συμβούλου και στόχο να εξασφαλίζει την ένταξη της συμμετοχής της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) κατά την προγραμματισμένη συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στις 9 Μαρτίου.
Παρά τις σοβαρές δυσκολίες που περιλαμβάνει αυτό το σενάριο, πολλοί φοβούνται ότι η δεύτερη εκδοχή –τέλος στο Μνημόνιο 3 και πλώρη για ευρωπαϊκό Μνημόνιο 4, όπως υπενόησε ο κ. Σόιμπλε –θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμη χειρότερες εξελίξεις, όπως μια επικίνδυνη για την οικονομία παράταση των διαβουλεύσεων, απώλεια του QE αλλά και παραπομπή στις ελληνικές καλένδες των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.
Η αναφορά του Σόιμπλε ότι ο ESM θα μπορούσε να αναλάβει την επιτήρηση αν φύγει το ΔΝΤ δεν είναι καθόλου καθησυχαστική. Διότι συνδέεται με την προειδοποίηση ότι αυτό θα γίνει μόνο αν καταργηθεί το υπάρχον πρόγραμμα, το οποίο προβλέπει τη συμμετοχή του Ταμείου. Μόνο έτσι θα μπορέσει να ψηφίσει η γερμανική Βουλή ένα νέο πρόγραμμα, όταν και όποτε συμφωνηθεί. Η πολύπλοκη αυτή μανούβρα, πέρα από το κόστος για την οικονομία και τον κίνδυνο για νέες σκληρές δεσμεύσεις (βλέπε Υπερταμείο), μοιάζει απειλητική και θα μπορούσε να επαναφέρει την Ελλάδα στο χείλος της χρεοκοπίας όσο πλησιάζει ο Ιούλιος.
Τον μήνα αυτόν η κυβέρνηση θα πρέπει να καταβάλει 6,2 δισ. ευρώ για δανειακές υποχρεώσεις, κυρίως για την αποπληρωμή ομολόγων προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Αν δεν εισρεύσουν τουλάχιστον 6,1 δισ. ευρώ από τη δόση που συνδέεται με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος, τότε υπάρχει ο κίνδυνος της αθέτησης πληρωμών, όπως συνέβη το 2015, όταν η χώρα κινδύνεψε με έξοδο από την ευρωζώνη.
Πέραν αυτών, στην κυβέρνηση γνωρίζουν ότι η έξωση του ΔΝΤ προς όφελος της «πρότασης» Σόιμπλε δεν οδηγεί απαραιτήτως σε λιγότερα μέτρα για το αφορολόγητο και τις συντάξεις. Αλλωστε, από τον περασμένο μήνα ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ
(ξαν)άνοιξε από ευρωπαϊκής πλευράς το θέμα του Ασφαλιστικού λέγοντας ότι «κανείς δεν θα πρέπει να αποκλείει την ανάγκη για περαιτέρω βήματα».
(ξαν)άνοιξε από ευρωπαϊκής πλευράς το θέμα του Ασφαλιστικού λέγοντας ότι «κανείς δεν θα πρέπει να αποκλείει την ανάγκη για περαιτέρω βήματα».
Με αυτά τα δεδομένα, η απάντηση κύκλων του υπουργείου Οικονομικών στις δηλώσεις του γερμανού υπουργού Οικονομικών ήταν ιδιαίτερα προσεκτική. «Η πιθανότητα συνέχισης του προγράμματος χωρίς το ΔΝΤ ή με παρουσία του χωρίς χρηματοδότηση, και άρα χωρίς κεντρικό ρόλο, είναι μια εξέλιξη που μπορεί να αποτελέσει διέξοδο στο δομικό πρόβλημα ασυμφωνίας μεταξύ των θεσμών που αποτελεί διαρκή τροχοπέδη για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, χωρίς νέα μέτρα και την επιτυχή ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος. Η άποψη ότι η Ευρώπη έχει θεσμικό πλαίσιο υποστήριξης από μόνη της, δεν είναι καινούργια. Κερδίζει διαρκώς έδαφος σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και από την ελληνική πλευρά είναι εν τέλει καλοδεχούμενη, αρκεί οι πρωτοβουλίες και οι αποφάσεις να παρθούν γρήγορα» ανέφεραν.
Μέσα στην εβδομάδα ο κ. Τσακαλώτος συναντήθηκε με τον υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας Μισέλ Σαπέν και τον αρμόδιο επίτροπο της Κομισιόν Πιέρ Μοσκοβισί. Και οι δύο στήριξαν την κυβέρνηση στην προσπάθειά της για το κλείσιμο της αξιολόγησης, ενώ ο κ. Μοσκοβισί είπε ότι «παραμένουν στο τραπέζι η ενεργειακή μεταρρύθμιση, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και η ορθή αξιολόγηση του δημοσιονομικού κενού». Ερωτηθείς σχετικά με το ΔΝΤ ο κ. Τσακαλώτος σημείωσε ότι το Ταμείο «πρέπει να λάβει την απόφασή του για το επίπεδο της συμμετοχής του στο πρόγραμμα», ενώ ο Επίτροπος επανέλαβε ότι η παρουσία του είναι… καθησυχαστική για μερίδα κρατών-μελών της ευρωζώνης.
Λίστα ή QE;
Μετά το άκαρπο Euroworking Group της περασμένης Πέμπτης η κυβέρνηση περιμένει ένα θετικό ανακοινωθέν στο Eurogroup της 26 Ιανουαρίου, το οποίο θα ανοίγει τον δρόμο για την επιστροφή των Θεσμών στην Αθήνα με στόχο να κλείσει η αξιολόγηση και να συγκεκριμενοποιηθεί το περιεχόμενο του ενισχυμένου κόφτη που θα ισχύει μετά το 2018. Αν συμφωνηθούν όλα ως τις 20 Φεβρουαρίου, στις 9 Μαρτίου ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι θα ανοίξει την κάνουλα της φθηνής ρευστότητας μέσω QE για τις ελληνικές τράπεζες κατά την προγραμματισμένη συνεδρίαση της ΕΚΤ.
«To προσεχές Eurogroup θα προσπαθήσει να επιλύσει τα πολιτικά εμπόδια που σχετίζονται με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, τους δημοσιονομικούς στόχους, τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και το επόμενο στάδιο της ελάφρυνσης χρέους» εξηγεί στο «Βήμα» στέλεχος των Θεσμών. Αυτό σημαίνει ότι είναι ακόμη ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια συνολική λύση τον επόμενο μήνα.
Σε πολιτικό επίπεδο, αναλυτές συνδέουν το ορόσημο της 20ής Φεβρουαρίου με τις εισηγήσεις που φέρεται να δέχτηκε ο Πρωθυπουργός για να ζητήσει την ψήφιση από τη Βουλή της παράτασης κόφτη με ενισχυμένη πλειοψηφία 180 ψήφων, με το επιχείρημα ότι τα μέτρα θα δεσμεύουν και την επόμενη κυβέρνηση, όποια κι αν είναι αυτή. Η θεωρούμενη ως βέβαιη άρνηση της Νέας Δημοκρατίας τροφοδοτεί σενάρια ακόμη και για την προκήρυξη εκλογών πριν η μετά το Eurogroup στις 20/2, οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν τον Μάρτιο με λίστα. Επί του παρόντος, κυβερνητικά στελέχη επιμένουν ότι αυτά τα σενάρια ανήκουν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας.
Ακονίζουν τον κόφτη ως το 2023
Μέσα σε αυτό το κλίμα ο κ. Τσακαλώτος αντιμετωπίζει πιέσεις για βύθιση του αφορολόγητου ορίου που ισχύει σήμερα για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους. Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι η πλευρά των θεσμών επιθυμεί τη μείωσή του από τις 8.636 ευρώ που είναι σήμερα το έμμεσο αφορολόγητο ακόμη και κάτω από τις 3.500 ευρώ μέσω του ψαλιδίσματος της επιστροφής φόρου από τα 1.900 ευρώ σε μόλις 700 ευρώ.
Σύμφωνα με την ίδια γραμμή πληροφόρησης κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποφέρει επιπλέον έσοδα 2% του ΑΕΠ (3,6 δισ. ευρώ) μέσω του κόφτη για πέντε ως επτά χρόνια μετά το 2018, ως το 2023 ή το 2025. Επιπλέον 0,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να βρεθεί από την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς σε κύριες συντάξεις, ώστε συνολικά να προκύψει όφελος της τάξης των 4,5 δισ. ευρώ, όπως ζητεί το ΔΝΤ.
Ως γνωστόν, ο σκοπός του κόφτη, ή αλλιώς του μηχανισμού αυτόματης δημοσιονομικής προσαρμογής, είναι η διατήρηση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και τα επόμενα χρόνια. Στο πλαίσιο της ίδιας συζήτησης το ΔΝΤ φέρεται να απορρίπτει την πρόταση για αύξηση του μεσαίου συντελεστή ΦΠΑ από το 13% στο 15%.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ