Το τελευταίο διάστημα, μετά τη νίκη του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα και, κυρίως, μετά τη νίκη του Τραμπ στις ΗΠΑ, λέγεται συχνά ότι ζούμε την περίοδο της μετα-αλήθειας (post-truth) και του μετα-γεγονότος (post-fact). Αυτό που οι περισσότεροι καταλαβαίνουν με αυτούς τους όρους είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις και σε άλλες ανάλογες λέγονταν πολλά ψέματα, διαδίδονταν πολλές ψευδείς ειδήσεις, παρουσιάζονταν ως γεγονότα πράγματα κατασκευασμένα και αναληθή, κυρίως μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και ανησυχούν διότι έτσι ο κόσμος και οι ψηφοφόροι δεν ενημερώνονται σωστά, παρασύρονται, χειραγωγούνται και ψηφίζουν χωρίς να μπορούν να κρίνουν υπεύθυνα.
Αυτή η ερμηνεία δεν είναι σωστή. Το πρόθεμα μετα- (post-) πριν από τις λέξεις «αλήθεια» και «γεγονότα» σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, κάτι που έρχεται χρονικά μετά την αλήθεια ή το γεγονός και, δεύτερον, κάτι που τα ακολουθεί και συγχρόνως τα υπερβαίνει, τα καταργεί, τα προσπερνά ως ασήμαντα. Οταν λέμε, λοιπόν, «post-truth» ή «post-fact» politics, δηλαδή πολιτική της μετα-αλήθειας και του μετα-γεγονότος ή ότι ζούμε στην εποχή της μετα-αλήθειας και του μετα-γεγονότος εννοούμε ότι κάνουμε πολιτική χωρίς να μας απασχολεί τι είναι αληθές και τι ψευδές, τι είναι γεγονός και τι όχι, ότι ζούμε και ενεργούμε χωρίς να μας ενδιαφέρει αυτός ο χαρακτηρισμός για τα πράγματα. Αυτή η περιφρόνηση της αλήθειας είναι πιο σοβαρό πρόβλημα από τα να λες απλώς πολλά ψέματα. Ο Τραμπ και το επιτελείο του, οι πρωταγωνιστές του Brexit, ή ο ημέτερος ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιχειρούσαν μέσα σε ένα σύνολο εν γένει αληθών ισχυρισμών να διοχετεύσουν κάτι ψευδές ώστε να παραπλανήσουν συγκεκριμένα και να εξαπατήσουν. Αυτοί και οι οπαδοί τους που αναπαρήγαγαν τους ισχυρισμούς τους μαζικά δεν έδιναν δεκάρα για το τι είναι αληθές. Δεν ενδιαφέρονταν να το μάθουν, δεν ενδιαφέρονταν να ελέγξουν οτιδήποτε. Αρκούσε που πολλαπλασίαζαν το μήνυμα που κάθε φορά επιλεγόταν (πολλές φορές εντελώς πρόχειρα και τυχαία) για να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους: την καλλιέργεια του μίσους, της ξενοφοβίας, της ανασφάλειας, της οργής. Απευθύνονταν στο θυμικό και στα αισθήματα, και όχι στην κρίση των αποδεκτών. Ενίσχυαν και χρησιμοποιούσαν τις προκαταλήψεις, δεν ενημέρωναν και δεν επιχειρηματολογούσαν. Εφτιαχναν το κάδρο για τις εικόνες που διοχέτευαν και μέσα στο οποίο έπαιρνε σχήμα η απλοϊκή και εύπεπτη αφήγηση που προσέφεραν.
Πώς φθάσαμε ως εδώ; Τι διευκόλυνε αυτή την κατάσταση; Δεν θα αναφερθώ στην πολιτική αλλά σε εκείνες τις θεωρητικές προϋποθέσεις που συνέβαλαν ώστε και η πολιτική να εξελιχθεί με τον τρόπο αυτόν.
Το 1979 ο Lyotard εξέδωσε το βιβλίο του Η μεταμοντέρνα κατάσταση [βλέπουμε και εδώ το πρόθεμα «μετα-» που υποδηλώνει την κατάσταση που έρχεται χρονικά μετά τη μοντέρνα και συγχρόνως την υπερβαίνει και την καταργεί]. Αλλά πολύ πριν από το 1979, και σίγουρα από τη δεκαετία του 1960 (αφήνοντας έξω εξελίξεις στην αρχιτεκτονική που πάνε ακόμη πιο πίσω), είχε ξεκινήσει στον χώρο της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της θεωρίας της λογοτεχνίας κ.λπ. η αμφισβήτηση της αντίληψης ότι μπορούμε να έχουμε μια αντικειμενική και αληθή αναπαράσταση του πώς είναι τα πράγματα. Αμφισβητήθηκε μια εικαζόμενη επιστημονική μέθοδος που διασφάλιζε υποτίθεται την αλήθεια καθώς και οι λεγόμενες μεγάλες αφηγήσεις (π.χ., εγελιανές, μαρξιστικές κ.λπ.) που αντικαταστάθηκαν από πολλές μικρότερες, διαφορετικές μεταξύ τους και μάλιστα ασύμμετρες, δηλαδή αφηγήσεις για τις οποίες δεν μπορούμε να έχουμε κοινό μέτρο ώστε να αποφανθούμε με εγκυρότητα και βεβαιότητα συγκριτικά για το ποια είναι αληθής και ποια μπορούμε να εμπιστευθούμε. Υποστηρίχθηκε ότι δεν μπορούμε να βγούμε έξω από τις αφηγήσεις αυτές, να δούμε τον κόσμο εντελώς αμερόληπτα, από την οπτική του Θεού, υπό το πρίσμα της αιωνιότητας. Βλέπουμε πάντα τα πράγματα από μια σκοπιά, εν χώρω και χρόνω, είμαστε πάντα εγκλωβισμένοι σε μια συγκεκριμένη οπτική που διαμορφώνεται από τη γλώσσα, τις θεωρίες μας, την παράδοσή μας κτλ., και δεν μπορούμε να αναχθούμε σε κάτι εξωτερικό και ουδέτερο, π.χ., κάποια γυμνά γεγονότα που θα αποφασίσουν ποιες από τις επιμέρους αφηγήσεις είναι σωστές. Δεν υπάρχουν γεγονότα, μόνο ερμηνείες, είχε πει ο Νίτσε ήδη από τη δεκαετία του 1880, ένας φιλόσοφος που αναδείχθηκε, ίσως παρερμηνευόμενος, σε ήρωα του μεταμοντερνισμού. Πλέουμε έτσι σε έναν ωκεανό αφηγήσεων και ερμηνειών χωρίς πυξίδα, έρμαια ηγεμονιών που χαλιναγωγούν και συσχετισμών ισχύος.
Αυτού του είδους η κριτική στο λεγόμενο πρόγραμμα του Διαφωτισμού ή του μοντερνισμού που πίστευε στην αντικειμενικότητα, στην αλήθεια, στην απόλυτη ισχύ της επιστήμης ήταν σε πολλά σημεία βάσιμη και εν πολλοίς γόνιμη. Αλλά χρησιμοποιήθηκε πολιτικά (πολλοί, ιδίως νέοι, αριστεροί ήταν μεταμοντέρνοι, ενώ οι μοντέρνοι και οι επιστημονιστές θεωρήθηκαν δεξιοί και συντηρητικοί –το γράφω εντελώς σχηματικά) και κυρίως αξιοποιήθηκε για μια θεωρητικά, ακαδημαϊκά, πολιτικά και κοινωνικά ανεύθυνη στάση. Μια στάση που δεν ενδιαφέρεται, πέραν της εύλογης κριτικής, να αναζητήσει υπερασπίσιμα κριτήρια εγκυρότητας, να διακρίνει μεταξύ γεγονότος και μυθοπλασίας, να ερευνήσει τι είναι αληθές και τι ψευδές. Μια στάση που επαναπαύεται στη ράθυμη ευκολία μιας συλλήβδην απόρριψης χωρίς συναίσθηση και έγνοια για τις συνέπειες να πετάς το μωρό (π.χ., την αλήθεια) μαζί με το νερό της λεκάνης (π.χ., την ηγεμονία μασκαρεμένη ως αμεροληψία).
Η ειρωνεία είναι ότι επί Μπους αρχικά, αλλά πολύ πιο έντονα τώρα με τον Τραμπ, αρκετοί από τους ακαδημαϊκούς που είχαν αγκαλιάσει τον μεταμοντερνισμό και περιφρονούσαν τους παλιομοδίτικους όρους της «αλήθειας» και των «γεγονότων», λοιδορώντας θεωρητικά τις βεβαιότητες της επιστήμης, αναγκάστηκαν, κόντρα στον παλιό τους εαυτό, να υπερασπιστούν την επιστήμη και τις αλήθειες της απέναντι στις αντιεπιστημονικές δεισιδαιμονίες που αμφισβητούν την κλιματική αλλαγή και τα εμβόλια και υποστηρίζουν τον Ευφυή Σχεδιασμό. Οι απώτερες συνέπειες του ασύδοτου και αυτάρεσκου σχετικισμού τού «όλα επιτρέπονται» εκδηλώνονται τώρα, σαρώνοντας καίριες διακρίσεις και πόλους αναφοράς. Η εποχή της μετα-αλήθειας και των μετα-γεγονότων είναι μια θάλασσα γνωμών, η μία δίπλα ή απέναντι στην άλλη, αληθείς και ψευδείς, σοβαρές και ανόητες αδιάκριτα, που φουσκώνουν ανάλογα με την ισχύ χωρίς μέριμνα για εγκυρότητα. Μια υπόσχεση ισότητας και δημοκρατίας έδωσε τη θέση της στον θόρυβο και στη χειραγώγηση. Καιρός να αναζητήσουμε και να υποστηρίξουμε όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στη θεωρία την εγκυρότητα και την υπευθυνότητα.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ