Χαρακτήρισε την ιστοσελίδα BuzzFeed News μια «αποτυχημένη στοίβα σκουπιδιών» και δεν επέτρεψε σε δημοσιογράφο του CNN να του υποβάλει ερώτηση, λέγοντας ότι το μεγάλο αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο είναι «φρικτό» και πηγή «ψευδών ειδήσεων» –η επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ ενάντια στους δημοσιογράφους που συγκεντρώθηκαν την περασμένη Τετάρτη στον Trump Tower για την πρώτη συνέντευξη Τύπου μετά την εκλογή του δυσαρέστησε πολλούς αλλά εξέπληξε λίγους. Οι σχέσεις του νεοεκλεγέντος αμερικανού προέδρου με τους δημοσιογράφους –ειδικά όσους του ασκούν κριτική –είναι τεταμένες. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχει κατηγορήσει μεγάλα μέσα ενημέρωσης ότι διαδίδουν «ψεύδη» με σκοπό να τον υπονομεύσουν. Δεν έχει μόνο στοχοποιήσει συγκεκριμένες εφημερίδες, ιστοσελίδες, ειδησεογραφικά πρακτορεία και προσωπικά δημοσιογράφους αλλά μέσω του Twitter καταφέρεται εναντίον των μέσων ενημέρωσης στο σύνολό τους.
Το «αμάρτημα» του CNN
«Δεν θα τους σκότωνα ποτέ αλλά, ναι, τους μισώ. Και κάποιοι από αυτούς είναι ψεύτες και αηδιαστικοί» είχε πει σε μια ομιλία στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Και μπορεί στη συνέντευξη Τύπου, πράγματι, να μη χύθηκε δημοσιογραφικό αίμα, όμως το μήνυμα από τους χαρακτηρισμούς που εξαπέλυσε εναντίον εκείνων που τόλμησαν να μεταδώσουν ειδήσεις που δεν τον ευνοούσαν δεν είναι ελπιδοφόρο για την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Το «ατόπημα» του CNN ήταν ένα δημοσίευμα στο οποίο αναφερόταν ότι ανώτατοι αξιωματούχοι των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών ενημέρωσαν τον Τραμπ, τον απερχόμενο πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα και μέλη του Κογκρέσου ότι υπήρχαν αναφορές πως συνεργάτες του πρώτου πραγματοποίησαν επανειλημμένες συναντήσεις με ρώσους αξιωματούχους στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Στη συνέχεια το Buzzfeed δημοσίευσε έγγραφα, η γνησιότητα των οποίων δεν έχει επαληθευθεί, που μεταξύ άλλων φέρεται να περιέχουν πληροφορίες για σεξουαλικές επαφές του Τραμπ με ιερόδουλες στη Ρωσία.
Παρότι η απόφαση του Buzzfeed είναι αμφιλεγόμενη καθώς πολλοί κρίνουν ότι παραβιάζει τον δημοσιογραφικό κώδικα δεοντολογίας, το CNN αρνήθηκε να δημοσιεύσει αυτούσια την έκθεση για τον Τραμπ, ωστόσο έγραψε ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών τον ενημέρωσαν για την ύπαρξή της, κάτι που ο ίδιος αρνείται ότι συνέβη. Αφού απέκλεισε τον δημοσιογράφο του CNN, στη συνέχεια έδωσε τον λόγο στο Breitbart News, την ειδησεογραφική ακροδεξιά ιστοσελίδα της οποίας ο πρώην διευθυντής Στιβ Μπάνον έγινε επικεφαλής της στρατηγικής του Λευκού Οίκου. Αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αναφέρουν ότι ο Τραμπ είχε πληρώσει άτομα στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου τα οποία επευφημούσαν τον ίδιο και γιούχαραν τους δημοσιογράφους που δεν του ήταν αρεστοί. Το ίδιο λέγεται ότι συμβαίνει και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ένας διαδικτυακός στρατός στοχοποιεί τους «εχθρούς» του Τραμπ.
Επιχείρηση ελέγχου
Το περιστατικό της περασμένης Τετάρτης είχε ως αποτέλεσμα η συζήτηση στις ΗΠΑ γρήγορα να απομακρυνθεί από το εάν ο νεοεκλεγείς πρόεδρος διατηρεί δοσοληψίες με τη Ρωσία –οικονομικές, πολιτικές ή σεξουαλικές –και να επικεντρωθεί στις αυταρχικές τάσεις που επιδεικνύει ενάντια στα μέσα ενημέρωσης.
Ο γνωστός αμερικανός οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, συγγραφέας και υπουργός Εργασίας επί Κλίντον, Ρόμπερτ Ράις παρέθεσε στο μπλογκ του τους επτά τρόπους με τους οποίους o Τραμπ –και στην πραγματικότητα οποιαδήποτε κυβέρνηση φλερτάρει με τον αυταρχισμό –επιχειρεί να ελέγξει τα μίντια. «Η δημοκρατία εξαρτάται από τον ελεύθερο και ανεξάρτητο Τύπο και αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι τύραννοι προσπαθούν να τον καταστείλουν» έγραψε ο Ράις προτού απαριθμήσει τις μεθόδους που αυτοί χρησιμοποιούν: 1. Επιπλήττουν τα μέσα ενημέρωσης. 2. Βάζουν στη μαύρη λίστα τα επικριτικά μέσα ενημέρωσης. 3. Στρέφουν την κοινή γνώμη ενάντια στα μέσα ενημέρωσης. 4. Καταδικάζουν σατιρικά ή επικριτικά σχόλια. 5. Απειλούν τα μέσα ενημέρωσης με άμεσο τρόπο. 6. Περιορίζουν την πρόσβαση των μέσων ενημέρωσης. 7. Παρακάμπτουν τα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνούν απευθείας με τον κόσμο.
Υπονόμευση του Τύπου
«Ο στόχος του Τραμπ είναι φαινομενικά απλός: να πείσει τους υποστηρικτές του ότι η παραδοσιακή, επαγγελματική δημοσιογραφία είναι γεμάτη με ψευδείς δηλώσεις που έχουν κατασκευαστεί με σκοπό να υπονομεύσουν τον ίδιο και κατ’ επέκταση τους υποστηρικτές του, τις απόψεις και τις πεποιθήσεις τους» λέει στο «Βήμα» η Σάντρα Μπάρον, συνεργάτιδα του κέντρου Information Society Project (ISP) και του Abrams Institute for Freedom of Expression (Ινστιτούτο Εϊμπραμς για την Ελευθερία της Εκφρασης) στο Πανεπιστήμιο Γέιλ στις ΗΠΑ. «Και αν οι δημοσκοπήσεις επαληθευθούν πρόκειται για μια επιτυχημένη στρατηγική όσον αφορά ορισμένες κοινότητες στην Αμερική. Φυσικά αυτή η τακτική της υπονόμευσης του Τύπου μετρά χρόνια τώρα και γίνεται από συγκεκριμένους ραδιοφωνικούς παραγωγούς, ιστοσελίδες και άλλους που είδαν ότι η απονομιμοποίηση του Τύπου έβρισκε απήχηση στην κοινή γνώμη» προσθέτει η Μπάρον.
«Ο Τραμπ έχει απειλήσει με μηνύσεις μια σειρά μέσων ενημέρωσης που ασχολούνται συχνά με τον ίδιο ή τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες: το DailyBeast, την Washington Post, το Associated Press και άλλα. Εχει πει ότι οι δικηγόροι του ήθελαν να μηνύσουν τους New York Times για «ανεύθυνη πρόθεση», μόνο που αυτή η κατηγορία δεν βρίσκει νομικό έρεισμα στην αμερικανική νομοθεσία. Εχει απειλήσει να μηνύσει τους Times επειδή δημοσίευσαν κάποια φορολογικά του στοιχεία και επειδή μετέδωσαν τις αναφορές για σεξουαλική επίθεση εναντίον δύο γυναικών. Ο Τραμπ έχει πει ότι θα καταθέσει περισσότερες μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμηση ενάντια σε δημοσιογραφικούς οργανισμούς και θα ότι θα «διευρύνει τη νομοθεσία για συκοφαντική δυσφήμηση«» μας εξηγεί ο Τζόναθαν Πίτερς, καθηγητής Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας και συνεργάτης της επιθεώρησης «Columbia Journalism Review». «Πόσο ευάλωτος είναι ο Τύπος μπροστά σε έναν πρόεδρο, ο οποίος ακατάπαυστα τον καταδικάζει, με μια ρητορική που απεικονίζει τα μέσα ενημέρωσης ως τον εχθρό;» διερωτάται ο καθηγητής Πίτερς. Και απαντά: «Πρόκειται για τη μεγαλύτερη απειλή καθώς μπορεί να δημιουργήσει ή να εκθρέψει ένα περιβάλλον στο οποίο οι περιορισμοί στα μέσα ενημέρωσης και στην έκφραση θα είναι αποδεκτοί ή ακόμη και επιθυμητοί, διαβρώνοντας τη νομική και πολιτισμική ανεξαρτησία που χρειάζεται ο Τύπος για να διατελέσει τον δημοκρατικό του ρόλο».
«Πρωτοφανές φαινόμενο»
«Δεν προκαλεί έκπληξη ότι η προσέγγιση του Τραμπ προς τον Τύπο φέρει μεγάλες ομοιότητες με τον τρόπο που αυταρχικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τα μέσα ενημέρωσης σε χώρες όπου τα ψέματα από την κυβέρνηση είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση» σχολιάζει στο «Βήμα» ο Γκάμπριελ Σένφελντ, συνεργάτης της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Hudson Institute, συγγραφέας και αρθρογράφος στην εφημερίδα «USAToday». «Επιφανειακά, η πρώτη τροπολογία του αμερικανικού συντάγματος διασφαλίζει την απόλυτη ελευθερία του Τύπου. Αλλά επίσης διαθέτουμε νόμους που συγκρούονται με αυτήν τη διασφάλιση, όπως οι νόμοι για τα πνευματικά δικαιώματα, για τη συκοφαντική δυσφήμηση και για τις εμπιστευτικές πληροφορίες. Ο Τραμπ έχει απειλήσει να χρησιμοποιήσει τους νόμους για τη συκοφαντική δυσφήμηση για να κυνηγήσει δημοσιογράφους που τον επικρίνουν. Κάποιοι νόμοι που αφορούν την εθνική ασφάλεια επίσης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθούν προκειμένου ένας επιθετικός πρόεδρος να ασκήσει διώξεις ενάντια σε δημοσιογράφους, ακόμη και να τους στείλει στη φυλακή. Αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ στη σύγχρονη Ιστορία. Αλλά ποτέ άλλοτε δεν είχαμε έναν πρόεδρο σαν τον Τραμπ» συμπληρώνει ο Σένφελντ. Και καταλήγει: «Είναι δίκαιο να πούμε ότι η ελευθερία του Τύπου στην Αμερική σήμερα κινδυνεύει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην περίοδο που μπορώ εγώ να ανακαλέσω».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ