Στη διάρκεια του 2017, ο Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ, ο αργεντινός σουπερστάρ πιανίστας και μαέστρος, συμπληρώνει αισίως τα 75 του χρόνια. Κι ενώ άλλοι συνομήλικοί του έχουν πλέον αποσυρθεί για τα καλά από την ενεργό δράση, ο ίδιος όχι μόνο δεν μειώνει την ένταση αλλά ανακαλύπτει νέες προκλήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, στα τέλη της χρονιάς που μας πέρασε κυκλοφόρησε νέο cd με τίτλο «Στο νέο μου πιάνο», όπου ο ίδιος ερμηνεύει έργα Μπετόβεν, Σοπέν, Λιστ, Σκαρλάτι και Βάγκνερ στο νέο είδος πιάνου που φτιάχτηκε επάνω στις δικές του προδιαγραφές. Λίγο νωρίτερα, είχε εγκαινιάσει την Ακαδημία Μπαρενμπόιμ-Σαΐντ, μια σχολή για σπουδαστές μουσικής από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική στο Βερολίνο, όχι μακριά από την Κρατική Οπερα της γερμανικής πρωτεύουσας, της οποίας είναι μουσικός διευθυντής. Παρ’ όλο που η τελευταία ήταν όνειρο χρόνων, το οποίο πήρε, τελικά, σάρκα και οστά, ο διεθνής Τύπος εκτιμά πως η δραστηριότητά του η οποία έλαβε τη μερίδα του λέοντος από πλευράς δημοσιότητας ήταν το προσωπικό του κανάλι στο Youtube, το οποίο εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι που μας πέρασε…
«Νεανικές συναυλίες»
Στο εν λόγω κανάλι ο Μπαρενμπόιμ φιλοξενεί μια σειρά από σύντομες ομιλίες υπό τον γενικό τίτλο «Πέντε λεπτά για…» όπου σχολιάζει οκτώ γνωστά έργα από το ρεπερτόριό του. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τρεις σολιστικές συνθέσεις του Μπετόβεν, δύο του Σοπέν, μία του Λιστ και δύο κοντσέρτα του Μότσαρτ και του Μπραμς. Οπως χαρακτηριστικά επισήμαινε πριν από λίγες ημέρες η εφημερίδα «Wall Street Journal» σε σχετικό αφιέρωμα, στη συγκεκριμένη σειρά δεν υπάρχει τίποτε ιδιαίτερα εξεζητημένο. Ο Μπαρενμπόιμ λέει «γεια σας», κάθεται στο πιάνο και μιλά για ένα κομμάτι, παίζοντας παράλληλα επιλεγμένα αποσπάσματα και εξηγώντας στον θεατή-ακροατή τι ακριβώς είναι αυτό το οποίο ακούει, σε γλώσσα απλή και κατανοητή.
«Η ερμηνεία είναι υπέροχη, ο Μπαρενμπόιμ, άλλωστε, είναι ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες της γενιάς του, αλλά ο λόγος είναι αυτός ο οποίος κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση» γράφει η «Wall Street Journal». Και υπογραμμίζει πως, πέρα από έξοχος πιανίστας, ο Μπαρενμπόιμ έχει και το χάρισμα να διεισδύει στην ουσία του πράγματος. Χαρακτηριστικό το σχόλιό του, αφού έχει παίξει τα πρώτα λίγα μέτρα από την Μπαλάντα σε σολ μείζονα του Σοπέν: «Η εισαγωγή δεν είναι απλώς κάτι που οδηγεί στο κύριο μέρος. Είναι ένας δρόμος που δίνει την εντύπωση ότι ο συνθέτης αναζητεί το τι θα γράψει. Είναι ένα ψάξιμο».
Μέσα από αυτό το πρίσμα, λοιπόν, δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι η εν λόγω πρωτοβουλία έχει ομοιότητες με τις θρυλικές σήμερα «Νεανικές συναυλίες» του Λέοναρντ Μπερνστάιν που προβάλλονταν στο αμερικανικό δίκτυο CBS μεταξύ 1958-1972 και τις οποίες μπορεί επίσης σήμερα να δει κανείς στο σύνολό τους –53 τον αριθμό –στο Youtube. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά: κάθε νεανική συναυλία ήταν ένα ωριαίο πρόγραμμα όπου ο Μπερνστάιν μιλούσε για ένα ευρύ και πιο ειδικού ενδιαφέροντος θέμα του Τύπου: «Τι σημαίνει η Μουσική;» ή «Τι είναι η φόρμα σονάτας;». Επιπροσθέτως, οι εν λόγω συναυλίες ήταν δημόσιες εκδηλώσεις όπου ο Μπερνστάιν και η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης εμφανίζονταν μπροστά από μεγάλο ακροατήριο το οποίο αποτελούνταν κατά κανόνα από παιδιά.
Αντιθέτως, οι ομιλίες/σχολιασμοί του Μπαρενμπόιμ στο κανάλι του είναι εξαιρετικά σύντομοι και επικεντρώνονται σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι, ιδιαίτερα λειτουργικοί για ένα έξυπνο κινητό τηλέφωνο. Απευθύνονται σε ενηλίκους, όχι παιδιά, και έχουν χαρακτήρα πιο προσωπικό: δίνουν την εντύπωση ότι ο Μπαρενμπόιμ κάθεται στο σαλόνι σου και σου μιλά κατ’ ιδίαν…Βέβαια, με δεδομένη την προσωπικότητα και την γνωστή κοινωνικοπολιτική «στράτευση» του Μπαρενμπόιμ, στο κανάλι του βρίσκουν τη θέση τους και σχόλια για την τρέχουσα διεθνή κατάσταση.
Εργαλείο για αμύητους
Η αλήθεια είναι ότι οι νεανικές συναυλίες του Μπερνστάιν μπορούν ακόμη να λειτουργήσουν ως εκπαιδευτικό εργαλείο. Ωστόσο, μερικές από τις καλύτερες διασώζονται μόνο ως ασπρόμαυρες εκπομπές, γεγονός που φαντάζει «πρωτόγονο» στους θεατές-ακροατές κάτω των 40 ετών οι οποίοι μεγάλωσαν με την τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας. Από την άλλη πλευρά, επισημαίνει η «Wall Street Journal», ο Μπαρενμπόιμ δεν είναι τόσο λαμπερός και χαρισματικός όσο ο Μπερνστάιν, αλλά αυτό που προσφέρει, ελκύει σαφώς το ενδιαφέρον καθενός, ο οποίος θέλει να μυηθεί στη λεγόμενη κλασική μουσική αλλά δεν έχει τη διάθεση να κάνει μεγάλη επένδυση χρόνου και ενέργειας.
«Εν προκειμένω ο Μπαρενμπόιμ –εκτιμά η εφημερίδα –εγκαινιάζει κάτι το οποίο μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερη απήχηση, όχι μόνο στον χώρο του αλλά σε ολόκληρο το τοπίο της τέχνης. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς διεθνής αστέρας για να αναπτύξει μια τέτοιου είδους πρωτοβουλία. Αρκεί να διαθέτεις ένα έξυπνο τηλέφωνο και, βεβαίως, να έχεις κάτι να πεις».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ