Σημαντικές παραμένουν οι προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες, παρά τα σημάδια σταθεροποίησης που εμφάνισε το 2016 το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος – Ιανουάριος 2017».
Σύμφωνα με την έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον κλάδο θα εξαρτηθούν κυρίως από τη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την οικονομική ανάπτυξη.
Ωστόσο, σημειώνεται ότι σημαντικές προκλήσεις παραμένουν, τόσο στο εσωτερικό λόγω αφενός ενδεχόμενων καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και αφετέρου των διαρθρωτικών παραγόντων (π.χ. υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων – ΜΕΑ, χαμηλό επίπεδο τραπεζικών καταθέσεων), όσο και στο εξωτερικό λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας στις αναπτυγμένες χώρες και των κινδύνων από τις αναδυόμενες οικονομίες.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι προαναφερθείσες προκλήσεις θα μπορούσαν δυνητικά να ανακόψουν την ανοδική πορεία της οικονομίας και να οδηγήσουν σε αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, επηρεάζο-ντας και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι η έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα ανοίξει το δρόμο για να ξεκινήσει η συζήτηση σχετικά με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
«Η λήψη μέτρων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ανάγκες για την εξυπηρέτησή του θα παραμένουν σε διατηρήσιμο επίπεδο αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και να συμβάλει στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, τροφοδοτώντας την οικονομική μεγέθυνση» τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Το εννεάμηνο Ιανουαρίου –Σεπτεμβρίου 2016 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε, γεγονός που οφείλεται στην ανά-καμψη της κατανάλωσης και την αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων, ενώ αρνητικά επέ-δρασαν οι καθαρές εισαγωγές.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε οριακά το 2016, χάρη στην ανάκαμψη που παρατη-ρήθηκε το β΄ εξάμηνο του έτους. Για το 2017, το 2018 και το 2019 προβλέπονται ρυθμοί ανάπτυξης της τάξεως του 2,5%, 3% και 3% αντίστοιχα.
Τα «κόκκινα» δάνεια
Η σημαντικότερη πηγή αστάθειας για το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα εξακολουθεί να είναι ο πιστωτικός κίνδυνος, τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Και προσθέτει ότι το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων περιορίζει τόσο τη δυνατότητα παροχής πιστώσεων στην πραγματική οικονομία, όσο και τις προοπτικές κερδοφορίας των τραπεζών.
Ωστόσο, το 2016 παρατηρείται μία σταθεροποίηση στο απόθεμα των μη εξυπηρε-τούμενων ανοιγμάτων, καθώς οι ροές προς τη διαμόρφωση νέων επισφαλειών παρουσιά-ζουν μείωση, γεγονός που οδηγεί σε αντίστοιχη μείωση στο σχηματισμό προβλέψεων από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Για την αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου, τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν εστιάσει στο πεδίο της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ελλάδος ενίσχυσε το εποπτικό και ρυθμιστι-κό πλαίσιο με σκοπό τη βελτίωση της διαφάνειας και πληροφόρησης από τα πιστωτικά ιδρύματα, την αποτελεσματικότερη διαχείριση των ΜΕΑ, αλλά και το διαχωρισμό των οφειλετών σε συνεργάσιμους και μη, μέσω της αναθεώρησης του Κώδικα Δεοντολογίας.
Επιπροσθέτως, η Τράπεζα της Ελλάδος μαζί με τον Ευρωπαϊκό Εποπτικό Μηχανισμό (Single Supervisory Mechanism – SSM), σε συνεργασία με τις τράπεζες, προχώρησαν στον καθορισμό Επιχειρησιακών Στόχων με σκοπό τη διαμόρφωση ενός οδικού χάρτη για τη μείωση του συνόλου των ΜΕΑ μέχρι το 2019 με την επίτευξη επιμέρους στόχων σε τριμηνιαία βάση.
Με βάση τα συμφωνηθέντα, προβλέπεται η μείωση του συνολικού αποθέματος των ΜΕΑ κατά περίπου 40% μέχρι το τέλος του 2019 ή 38 δισεκ. ευρώ σε απόλυτα μεγέθη.
Επίσης, σε εξέλιξη βρίσκεται η πρωτοβουλία για τη θέσπιση ενός ευέλικτου πλαισίου για την εξωδικαστική ρύθμιση χρεών με στόχο την ταχεία και διαφανή ρύθμιση χρεών προς ιδιώτες και φορείς του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ προχωρά και η δημιουργία δευτερογε-νούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ταυτόχρονα, η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί τις αιτήσεις από τις εν δυνάμει εταιρίες διαχείρισης και απόκτησης απαιτήσεων, ώστε να χορηγηθούν άδειες σε όσες από αυτές πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας.
Ήδη μία εταιρία έχει λάβει τη σχετική έγκριση. Παράλληλα, εξετάζεται η προώθηση άλλων εργαλείων ενεργητικής διαχείρισης απαιτήσεων, όπως η τιτλοποίηση, με παρεμβάσεις – όπου αυτό κριθεί απαραίτητο – στο εποπτικό ή ρυθμιστικό πλαίσιο.
Βελτίωση ρευστότητας
Οι συνθήκες ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος βελτιώθηκαν κατά το επισκοπούμενο χρονικό διάστημα, γεγονός που αντανακλάται στη συνεχιζόμενη μείωση της παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες μετά και την επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος εξασφαλίσεις («waiver»).
Στη βελτίωση συνετέλεσε και η σταδιακή ενίσχυση της άντλησης ρευστότητας μέσω των διατραπεζικών τοποθετήσεων σε συμφωνίες επαναγοράς (repos) με χρήση περισσοτέρων ειδών εξασφαλίσεων.
Περαιτέρω εξελίξεις στις συνθήκες ρευστότητας θα εξαρτηθούν από την έ-γκαιρη και επιτυχή έκβαση της δεύτερης αξι-ολόγησης και την εξεύρεση λύσης για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων συνέβαλε στη σταθεροποίηση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος μέσω της συγκράτησης της εκροής καταθέσεων και της φυγής των κεφαλαίων στο εξωτερικό.
Kατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε μηνών, οι εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα, με κύριες την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών το Δεκέμβριο του 2015 και την επανένταξη των ελληνικών κρατικών τίτλων στις αποδεκτές για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος εξασφαλίσεις, σε συνδυασμό με τη σταθεροποίηση της οικονομίας, επέτρεψαν τη σταδιακή χαλάρωση των αρχικών περιορισμών.
Ωστόσο, η διατήρηση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων έχει αρνητικές επιδράσεις στα μακρο-οικονομικά μεγέθη, ενώ οι προϋποθέσεις για την πλήρη άρση τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις οικονομικές εξελίξεις και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών.
Οι περιορισμοί στις τραπεζικές συναλλαγές και στην κίνηση κεφαλαίων είχαν και παράπλευρες θετικές συνέπειες, με τη στροφή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην ευ-ρεία χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής.
Η εκτενής χρήση τους όμως συνεπάγεται και αυξανόμενο κίνδυνο εκδήλωσης περιστατι-κών απάτης στις επιμέρους πληρωμές, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη για την ενίσχυση των μηχανισμών ασφάλειας των ηλεκτρονικών συναλλαγών από τους φορείς παροχής υπηρεσιών πληρωμών της χώρας, ώστε να λειτουργήσουν αποτρεπτικά, τόσο στις απόπειρες διενέργειας απάτης, όσο και στο ποσοστό επιτυχίας αυτών.