∆ιότι εκτός από το τρέιλερ είχα την τύχη να δω και την ταινία. Το λιγότερο που µπορώ να πω είναι ότι εντυπωσιάστηκα από την πέρα για πέρα µαγνητική ερµηνεία του πρωταγωνιστή Τζέιµς Μακ Αβόι και τολµώ να προβλέψω στη µεγάλη στιγµή της καριέρας του. Σε έναν πολύ δύσκολο και συγχρόνως τροµερά αβανταδόρικο, πραγµατικά προκλητικό, ρόλο ο Μακ Αβόι υποδύεται τον Κέβιν, έναν ψυχασθενή µε πολλαπλές προσωπικότητες, ο οποίος απάγει τρία κορίτσια, τα κλείνει µέσα σε ένα δωµάτιο χωρίς παράθυρα και «παίζει» µαζί τους µέσα από διαφορετικά «πρόσωπα». Το τελευταίο και πιο επικίνδυνο πρόσωπο φαίνεται ότι θα είναι το «Τέρας» – ουαί και αλίµονο αν βγει στην επιφάνεια. Θα τον δούµε µε µπορντό ζιβάγκο, γκρι φούστα και λευκό κολιέ στο στήθος να µιλά σαν αυστηρή δασκάλα ή οικονόµο τύπου Τζούντι Αντερσον στη «Ρεβέκκα», θα τον ακούσουµε να ψευδίζει ως εννιάχρονος «Hedwig µε τις κόκκινες κάλτσες», θα ανατριχιάσουµε από την ικανότητά του να υποδυθεί ένα άτοµο µε 23 (!) διαφορετικές προσωπικότητες το οποίο µπορεί να αλλάξει τη χηµεία του σώµατός του, ανάλογα µε τις σκέψεις του!
∆εν είµαι σίγουρος ποια ήταν η πρώτη ταινία του Μακ Αβόι στην οποία άρχισα πραγµατικά να τον παρατηρώ, δεν ήταν πάντως η «Εξιλέωση», εκεί πλέον τον είχα µάθει και τον εκτιµούσα. Ισως να ήταν ο «Τελευταίος βασιλιάς της Σκωτίας» όπου ο Μακ Αβόι είχε περισσότερο φιλµικό χρόνο από τον Φόρεστ Γουίτακερ, όµως ήταν καταδικασµένος να παραµένει στη σκιά του εφόσον ο δεύτερος κέρδισε τις εντυπώσεις υποδυόµενος τον δικτάτορα της Ουγκάντα, Ιντι Αµίν Νταντά.
Το εντυπωσιακό µε τον Τζέιµς Μακ Αβόι είναι το πρόσωπό του. Σίγουρα (όπως εξάλλου έχει ο ίδιος πει) δεν είναι Μπραντ Πιτ – δεν είναι όµως ούτε Κέβιν Σπέισι.
Εχει, νοµίζω, ένα από τα πιο κοινά, σχεδόν αδιάφορα, πρόσωπα διάσηµων ηθοποιών και το παράξενο είναι ακριβώς αυτό: ότι κατάφερε να γίνει διάσηµος µε ένα τόσο κοινό, τόσο συνηθισµένο, πρόσωπο. Από την άλλη πλευρά, πάντα πίστευα ότι ο Τζέιµς Μακ Αβόι έχει υπάρξει και λίγο άτυχος γιατί στον κινηµατογράφο δεν έχει βρει ακόµα τον ρόλο-τοµή της πορείας του, αυτό που λέµε breakthrough. Βέβαια, δεν αρκεί να παίξεις έναν ρόλο, θα πρέπει να σε δουν κιόλας. Και δυστυχώς δεν τον είδαν πολλοί στη «∆ιαφθορά» (2013). Ο διεφθαρµένος κοκαϊνοµανής αστυνοµικός των σελίδων του µυθιστορήµατος του Ιρβιν Γουέλς που υποδύθηκε εκεί πραγµατικά εξέπληττε. Με έκανε για πρώτη φορά να αντιληφθώ τις πραγµατικές δυνατότητές του.
Γεννηµένος στη Γλασκώβη τον Απρίλιο του 1979, ο Τζέιµς Μακ Αβόι είναι παιδί χωρισµένων γονιών (ο πατέρας οδηγός λεωφορείου, η µητέρα νοσοκόµα σε ψυχιατρική κλινική), αλλά θυµάται µε χαµόγελο τα παιδικά του χρόνια, όταν από την ηλικία των επτά µεγάλωνε δίπλα στη γιαγιά και στον παππού του. Ποτέ δεν του είπαν «µπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις στη ζωή σου» – ούτως ή άλλως ο Μακ Αβόι θεωρεί ότι αυτό είναι ένα ψέµα και ότι κανένα παιδί δεν µπορεί a priori να κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του. «Εχει όµως κάθε δικαίωµα να προσπαθήσει να κάνει αυτό που θέλει, να στοχεύσει σε αυτό που θέλει να κάνει. Η ζωή µπορεί να σε κλωτσά στο πρόσωπο, η ζωή µπορεί να σου λέει ότι δεν µπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις, όµως οι παππούδες µου ήταν πάντα εκεί και µου έλεγαν «Προσπάθησέ το! Αδραξε την ευκαιρία»» έχει πει στο παρελθόν ο ίδιος.
Ο ηθοποιός Ντέιβιντ Χέιµαν ήταν εκείνος που έσπειρε τον σπόρο της ηθοποιίας στο µυαλό του Μακ Αβόι, όταν το 1994 του πρότεινε να παίξει στην ταινία του «The Near Room» (δεν την έχουµε δει στην Ελλάδα). Ο Μακ Αβόι δέχτηκε, αλλά η εµπειρία, παρότι ευχάριστη, δεν ήταν αρκετή για να τον φέρει στο σηµείο να πάρει τη µεγάλη απόφαση και να ακολουθήσει τον κλάδο. Συνέχισε όµως µε αργά βήµατα να ασχολείται µε την υποκριτική ως µέλος του PACE Youth Theatre. Την εποχή που έκανε αίτηση για να εγγραφεί στο Βασιλικό Ναυτικό, του προσφέρθηκε µια θέση στη Βασιλική Ακαδηµία Μουσικής και ∆ράµατος της Σκωτίας. Αποφάσισε να πάει, αποφοίτησε το 2000, µετακόµισε στο Λονδίνο και τα πράγµατα άρχισαν σιγά σιγά να παίρνουν τον δρόµο τους µε µικρές εµφανίσεις στην τηλεόραση πριν από τη µεγάλη επιτυχία «Shameless» (2004) στην οποία υποδύθηκε έναν κλέφτη αυτοκινήτων. Eναν χρόνο αργότερα ήταν µέλος της µεγάλης κινηµατογραφικής επιτυχίας της Ντίσνεϊ «Το χρονικό της Νάρνια: Το λιοντάρι, η µάγισσα και η ντουλάπα» και το 2007 η καριέρα του µπήκε σε άλλη τροχιά µετά την «Εξιλέωση» του Τζο Ράιτ, η οποία ωστόσο υπήρξε περισσότερο «όχηµα» της Κίρα Νάιτλι παρά και των δύο.
Ο Μακ Αβόι, παρότι φαίνεται σίγουρος για τον εαυτό του, είναι ταπεινός άνθρωπος. Εχει µάλιστα αναφέρει ότι δεν είχε σκεφτεί ποτέ την ηθοποιία ως επάγγελµα έως τη στιγµή που όντως άρχισε να παίζει. Αρκετά ρεαλιστής, πιστεύει ότι «ως ηθοποιός δεν µπορείς να ελέγχεις την καριέρα σου διότι αν αυτό όντως ίσχυε όλοι θα ήταν επιτυχηµένοι και θα διεκδικούσαν εκατοµµύρια δολάρια παίζοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ταινίες. Και αυτό δεν συµβαίνει. Υπάρχουν καλύτεροι ηθοποιοί από µένα που ταλαιπωρούνται και χειρότεροι ηθοποιοί από µένα που τα έχουν όλα στρωµένα. Είµαι τυχερός που οι δουλειές έρχονται ακόµη, αλλά αν ένας σκηνοθέτης δεν µε θέλει αυτός θα χάσει».
Εκτός από το «Split» τον περιµένουµε σε αρκετά πράγµατα, ένα από τα οποία είναι η ταινία «Submergence» του Βιµ Βέντερς, όπου δίπλα στη σούπερ ανερχόµενη Αλίσια Βικάντερ ο Μακ Αβόι υποδύεται έναν δηµοσιογράφο αιχµάλωτο των τζιχαντιστών. Επειτα από αρκετό καιρό ξαναπαίζει στην τηλεόραση ή µάλλον δανείζει τη φωνή του σε έναν… λαγό ονόµατι Χέιζελ στη µίνι σειρά κινουµένων σχεδίων «Watership Down». Και υπάρχει και ένα ψυχροπολεµικό δράµα, ονόµατι «The Coldest City», βασισµένο στην εικονογραφηµένη νουβέλα του Αντονι Τζόνστον. Αυτό που θα ήθελα πολύ να δω κάποια στιγµή είναι τον Μακ Αβόι σε ταινία του Κεν Λόουτς, µε την προϋπόθεση βέβαια ότι ο τελευταίος θα εξακολουθήσει να γυρίζει ταινίες, διότι στις Κάννες ακούστηκε ότι µετά το «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ» εγκαταλείπει το σινεµά. Και θα ήθελα να τον δω εκεί διότι ο ίδιος ο Μακ Αβόι έχει πει ότι ο Λόουτς είναι ο αγαπηµένος του σκηνοθέτης.
Εχω την αίσθηση ότι αν ποτέ συνέβαινε µια τέτοια συνεργασία το αποτέλεσµα θα ήταν τουλάχιστον έξοχο. Αλλά είναι απλώς µια αίσθηση.