Απόλυτα ρευστό είναι το σκηνικό υπό το οποίο ξεκινούν τη Δευτέρα 9 Ιανουαρίου οι διαπραγματεύσεις της Γενεύης για το Κυπριακό. Τούτο δεν αφορά μόνο στις συνομιλίες που θα έχουν οι κκ. Νίκος Αναστασιάδης και Μουσταφά Ακιντζί, αλλά κυρίως στη Διάσκεψη για την Κύπρο που προγραμματίζεται να ξεκινήσει στις 12 Ιανουαρίου με τη συμμετοχή των τριών εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδος, Τουρκίας, Βρετανίας) και άλλων ενδιαφερομένων μερών.
Όπως προκύπτει τόσο από δημόσιες δηλώσεις όσο και από ιδιωτικές συζητήσεις με κυβερνητικούς και υπηρεσιακούς αξιωματούχους, η Αθήνα αισθάνεται ελαφρώς νευρική, καθώς αδυνατεί να… διαβάσει τις «απόκρυφες προθέσεις» της Άγκυρας. Το γεγονός ότι η επιδιωκόμενη συνάντηση μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πριν από τη Γενεύη, ώστε να διαμορφωθεί μία κοινή κατανόηση επί του θέματος των εγγυήσεων και της ασφάλειας, δεν πραγματοποιήθηκε, σε συνδυασμό με τη «συσκότιση» σχετικά με το αν ο τούρκος Πρόεδρος θα μεταβεί στην Ελβετία ενισχύουν τις ανησυχίες.
Αυτός είναι και ο λόγος που η ελληνική κυβέρνηση αρχίζει να διαμορφώνει κλίμα ακόμη και για μη μετάβαση του έλληνα Πρωθυπουργού στη Γενεύη. Το απόγευμα της Κυριακής 8 Δεκεμβρίου, μετά από την τηλεφωνική επικοινωνία του κ. Τσίπρα με τον νέο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες, κυβερνητικές πηγές έλεγαν ότι ο Πρωθυπουργός θα μεταβεί στη Γενεύη «εφόσον υπάρχουν πιθανότητες επίτευξης συμφωνίας».
Στο ίδιο πλαίσιο, σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό 9.84, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος σημείωνε ότι η μη μετάβαση Ερντογάν στη Γενεύη και η πιθανή εκπροσώπηση της Τουρκίας από τον Πρωθυπουργό Μπιναλί Γιλντιρίμ «κατά τη γνώμη μας δεν είναι μία ορθή στάση». Ωστόσο, ουδείς μπορεί με ακρίβεια να προχωρήσει σε προβλέψεις.
Την ίδια στιγμή, άνθρωποι που έχουν γνώση των διαμειβομένων στο παρασκήνιο επισημαίνουν ότι οι ελληνικές θέσεις για κατάργηση του συστήματος εγγυήσεων γίνονται κατανοητές από πολλούς «παίκτες», με προφανή βέβαια τη δυσκολία να αποσαφηνιστεί η στάση της Ουάσιγκτον εν μέσω μετάβασης από την προεδρία Ομπάμα στην προεδρία Τραμπ.
Κυβερνητικοί παράγοντες εκτιμούν ότι από τη στιγμή που υπάρχει μία, έστω στοιχειώδης, συναίνεση στο εσωτερικό μέτωπο (που αναμένεται να επιβεβαιωθεί κατά τις συναντήσεις του κ. Τσίπρα με τους πολιτικούς αρχηγούς), αλλά και μία μάλλον «σύγκλιση» εκτιμήσεων ότι η Διάσκεψη της Γενεύης δεν πρόκειται να παράξει «δραματικές εξελίξεις» (δηλαδή μία λύση ή μία κατάρρευση της διαδικασίας), η κατάσταση είναι διαχειρίσιμη.
Το ζήτημα των εγγυήσεων/ασφάλειας έχει βρεθεί πολύ ψηλά στην ατζέντα (σσ. είναι ενδεικτικό ότι για τους κύπριους πολίτες η κατάργηση των εγγυήσεων μοιάζει να έχει προτεραιότητα) και προς το παρόν οι θέσεις Αθήνας και Άγκυρας εξακολουθούν να απέχουν πολύ. Αυτό διεφάνη και από τη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά με τον τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στη Νέα Υόρκη την περασμένη Παρασκευή. Ο συνήθως λακωνικός κ. Κοτζιάς υπήρξε σαφέστατος όταν δήλωσε, μετά τη συνάντηση, ότι οι δύο άνδρες δεν κατάφεραν να φθάσουν «έστω και σε μία πλησιέστερη σκέψη πάνω σε αυτά τα θέματα» – αν και πρωτύτερα είχε σημειώσει ότι η συζήτηση αφορούσε τόσο το Κυπριακό όσο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στοιχείο που θα μπορούσε να προξενήσει απορίες…
Το βράδυ της Κυριακής, οι κκ. Αναστασιάδης και Ακιντζί είχαν μία πρώτη συνάντηση επί του καταλόγου των συμφωνιών – διαφωνιών που έχουν καταρτίσει οι δύο διαπραγματευτές, ο Ελληνοκύπριος Ανδρέας Μαυρογιάννης και ο Τουρκοκύπριος Οζντίλ Ναμί. Σε αυτή συμφωνήθηκε το πρόγραμμα των συνομιλιών για το τριήμερο των συνομιλιών της Γενεύης και
το πιο νδιαφέρον είναι ότι η διακυβέρνηση και η ασφάλεια/εγγυήσεις να συζητηθούν μαζί. Οι δύο ηγέτες θα βρεθούν έξι φορές και οι τίτλοι των συζητήσεων θα είναι: 1) περιουσιακό, 2) διακυβέρνηση και ασφάλεια/εγγυήσεις, 3) οικονομία και ΕΕ, 4) χρηματοδότηση και εφαρμογή, 5) εδαφικό, 6) περιουσιακό και εκκρεμή ζητήματα.
Η συνάντηση έγινε υπό το φως της επιστολής Ακιντζί προς τα Ηνωμένα Έθνη, με την οποία αμφισβητούσε την παρουσία του κ. Αναστασιάδη στη Γενεύη ως και Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας (πέραν της ιδιότητος του ηγέτη της ελληνοκυπριακής κοινότητας). Η τεκμηριωμένη απάντηση ήλθε από τον κύπριο κυβερνητικό εκπρόσωπο Νίκο Χριστοδουλίδη που επεσήμανε ότι η επιστολή αυτή δεν έχει καμία νομική βαρύτητα. Άλλωστε, πρόκειται για ακόμη μία κίνηση αμφισβήτησης της διεθνούς νομικής προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, στοιχείο πάγιο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.