Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται οι διπλωματικές διεργασίες στο «πεντάγωνο» Αθήνα – Αγκυρα – Λευκωσία – Λονδίνο – Νέα Υόρκη εν όψει των συνομιλιών της Γενεύης για το Κυπριακό που ξεκινούν τη Δευτέρα και συνεχίζονται με την «ανοιχτού τέλους» διεθνή Διάσκεψη για την Κύπρο στις 12 Ιανουαρίου. Οι εμπλεκόμενες πλευρές δίνουν αυτή την περίοδο «μάχη χαρακωμάτων» για θέματα διαδικασίας με διττό στόχο: πρώτον, να διασφαλίσουν ότι η σύνθεση της διεθνούς Διάσκεψης θα είναι επωφελής για αυτές και, δεύτερον, για την αποφυγή επίρριψης ευθυνών σε αυτές σε περίπτωση αποτυχίας.
Η διαχείριση του εσωτερικού μετώπου είναι κρίσιμη σε όλες τις πρωτεύουσες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας ζήτησε να συναντήσει τους πολιτικούς αρχηγούς (πλην Χρυσής Αυγής) στις 9 Ιανουαρίου και ενδεχομένως στις 10 Ιανουαρίου τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Με τις προθέσεις Ερντογάν «θολές», η κυβέρνηση δεν θέλει να βρεθεί προ εκπλήξεων. Αμφιβολίες έχουν αρχίσει να εκφράζονται ακόμη και για τη μετάβαση του τούρκου προέδρου στη Γενεύη. Μία δε επισήμανση κυβερνητικών πηγών αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο ακόμη και μη μετάβασης του κ. Τσίπρα στην Ελβετία (σ.σ.: «εφόσον αποφασισθεί η μετάβασή του εκεί» αναφέρεται χαρακτηριστικά).
Είναι όμως επίσης σαφές ότι παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές. Αυτές δεν αφορούν μόνο το κεφάλαιο των εγγυήσεων και της ασφάλειας, επί του οποίου η Ελλάδα και η Τουρκία διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο ως εγγυήτριες δυνάμεις (μαζί με τη Βρετανία). Η Ευρωπαϊκή Ενωση θα είναι πάντως παρούσα (με τους Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, Ντόναλντ Τουσκ και Φεντερίκα Μογκερίνι) τουλάχιστον στην αρχή της Διάσκεψης, όπως και όλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μένει φυσικά να αποδειχθεί πόσο ουσιαστική θα είναι η παρουσία της ΕΕ στη Γενεύη. Ξένες διπλωματικές πηγές τόνιζαν ότι «η διαδικασία πρέπει να μείνει όσο πιο απλή γίνεται», σημειώνοντας ότι η εμπλοκή της ΕΕ θα έχει κυρίως να κάνει με θέματα εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου.
Επιπλέον, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην τουρκική απόπειρα «ακύρωσης» της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης να συνιστά χρήσιμο όπλο για τη Λευκωσία. Ο Νίκος Αναστασιάδης έχει επισημάνει ότι μεταβαίνει στη Γενεύη τόσο ως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και ως ηγέτης της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Η πραγματικότητα είναι ότι ως συμβαλλόμενο μέρος των Συνθηκών Εγκαθίδρυσης και Εγγυήσεων, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι παρούσα.
Οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδος και Τουρκίας Νίκος Κοτζιάς και Μεβλούτ Τσαβούσογλου επρόκειτο να μεταβούν στη Νέα Υόρκη για να συναντηθούν με τον νέο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες. Προγραμματίζεται επίσης δική τους συνάντηση επί αμερικανικού εδάφους. Καμία ένδειξη δεν υπήρχε πάντως για πιθανή συνάντηση του κ. Τσίπρα με τον κ. Ερντογάν πριν από τη Γενεύη.
Το Λονδίνο εμφανίζεται εσχάτως πιο ενεργό –σε αντίθεση με την Ουάσιγκτον που, παρά την εμμονική άποψη κύκλων ότι ασχολείται καθημερινά με το Κυπριακό, βρίσκεται «βυθισμένη» στη μετάβαση από τον Ομπάμα στον Τραμπ. Ο βρετανός υπουργός αρμόδιος για ευρωπαϊκές υποθέσεις Αλαν Ντάνκαν επισκέφθηκε τόσο την Αγκυρα (όπου συναντήθηκε με τον κ. Ερντογάν) όσο και την Αθήνα την περασμένη εβδομάδα (όπου συνομίλησε με τον κ. Κοτζιά). Νωρίτερα, ο κ. Τσίπρας είχε συνομιλία με τη βρετανίδα ομόλογό του Τερέζα Μέι.
Σύμφωνα με ξένες διπλωματικές πηγές, η βρετανική πλευρά δεν βλέπει αρνητικά το σενάριο μιας συμφωνίας-πλαισίου σε περίπτωση που δεν βρεθεί οριστική λύση στη Γενεύη ώστε να μη χαθεί το μομέντουμ. Τούτο το σενάριο πάντως δύσκολα θα γινόταν αποδεκτό από τη Λευκωσία.
Είναι ξεκάθαρο ότι η εξεύρεση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας από την επομένη μιας λύσης του Κυπριακού αποτελεί δύσκολο σταυρόλεξο. Η ελληνική πλευρά δεν έχει μεταβάλει τη θέση της ότι επιθυμεί κατάργηση του καθεστώτος των εγγυήσεων. Αυτή η θέση αρχής έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την άποψη της Αγκυρας που εμφανίζει ως… υποχώρηση την παροχή εγγυήσεων μόνο στο τουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο, έπειτα από αίτημα του τελευταίου. Αυτή η νέα μορφή εγγυήσεων θα πρέπει να διασφαλίζεται, κατά την Τουρκία, με παραμονή στο νησί ενός μικρότερου αριθμού στρατευμάτων για μια μεταβατική περίοδο που η ίδια ανεβάζει ως και τα 15 έτη. Είναι σαφές ότι αυτό το αίτημα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την ελληνοκυπριακή πλευρά, που ζητεί άμεση υποχώρηση μεγάλου όγκου στρατευμάτων. Οσο για το θέμα της μεταβατικής περιόδου, θα μπορούσε να βρεθεί ένας συμβιβασμός που να συνδέεται με το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της λύσης.
Από διάφορες πλευρές διακινείται η άποψη ότι «η λύση θα μοιάζει με ταξίδι», όπερ σημαίνει ότι μέχρι να φθάσει κανείς στον τελικό προορισμό θα μπορούσε να υπάρξει μια μεταβατική περίοδος εγγυήσεων. Είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς πώς θα μοιάζει αυτή, αν και λογικά θα υπάρξει διασύνδεση με κάποια από τα υπόλοιπα διαπραγματευτικά κεφάλαια.
Στο έγγραφο Κοτζιά περί εγγυήσεων περιλαμβάνεται η πρόταση για σύναψη ενός Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας Ελλάδος, Τουρκίας και Κύπρου ώστε να υπερπηδηθούν τα εμπόδια. Η ιδέα του έλληνα υπουργού Εξωτερικών αφορά στη σύναψη ενός Συμφώνου Φιλίας που να βασίζεται στο μοντέλο δύο συμφώνων της δεκαετίας του 1950. Πρόκειται για τη Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας Ελλάδος – Τουρκίας – (πρώην) Γιουγκοσλαβίας του 1953, γνωστή και ως «Συμφωνίας της Αγκυρας» και τη Συνθήκη Συμμαχίας, Πολιτικής Συνεργασίας και Αμοιβαίας Συνδρομής, το γνωστό «Βαλκανικό Σύμφωνο». Αυτό υπεγράφη από τις τρεις χώρες στο Μπλεντ της σημερινής Σλοβενίας το 1954.
Οι συμφωνίες της Αγκυρας και του Μπλεντ όμως, που σκοπό είχαν να προσελκύσουν τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο προς τις δυτικές δομές ασφαλείας έπειτα από τη ρήξη του με τον Στάλιν το 1948, δεν ευδοκίμησαν. Παρά τις φιλόδοξες προβλέψεις τους (όπως π.χ. τη σύσταση Μόνιμης Γραμματείας, που επίσης καταγράφεται στο έγγραφο Κοτζιά), δεν μακροημέρευσαν. Ενας δε από τους λόγους που αυτό συνέβη ήταν το Κυπριακό και το πογκρόμ των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η ανάπτυξη της ιδέας περί τριμερούς Συμφώνου Φιλίας δεν είναι εκτενής και συγκεκριμένη ώστε να προταθεί στην Τουρκία. Παράλληλα, με την ύπαρξη τόσο σοβαρών διμερών ελληνοτουρκικών διαφορών, πώς θα κάλυπτε ένα τέτοιο Σύμφωνο μια μελλοντική διαφωνία για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο –ζήτημα που θα μπορούσε να αφορά και την Κυπριακή Δημοκρατία;
Διαφωνία στην έκταση της ακτογραμμής
Θα είναι αφελής όποιος πιστεύει ότι στις συνομιλίες Αναστασιάδη και Ακιντζί από το βράδυ της Κυριακής στο τραπέζι θα βρεθεί μόνο το εδαφικό ώστε στις 11 Δεκεμβρίου να παρουσιαστούν χάρτες που θα ανοίξουν δρόμο για να συζητηθεί το θέμα της ασφάλειας.
Εκκινώντας από το Εδαφικό, πέραν μιας αρχικής συμφωνίας για το εύρος του ποσοστού του τουρκοκυπριακού κρατιδίου (οι Ελληνοκύπριοι ζητούν 28,2% συμπεριλαμβανομένης της Μόρφου, οι Τουρκοκύπριοι 29,2% χωρίς τη Μόρφου), υπάρχει διαφωνία στην έκταση της ακτογραμμής και στον αριθμό των ελληνοκυπρίων προσφύγων που θα επιστρέψουν υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση. Στη Διακυβέρνηση, πέραν της εκ περιτροπής προεδρίας που παραμένει ανοικτή, δεν έχει λυθεί το ζήτημα της «αποτελεσματικής συμμετοχής» που θέτουν οι Τουρκοκύπριοι, ζητώντας να υπάρχει τουλάχιστον μία δική τους ψήφος σε όλες τις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας. Στο Περιουσιακό, δεν έχει αποσαφηνιστεί αν τον πρώτο λόγο θα έχει ο χρήστης ή ο ιδιοκτήτης. Η τουρκοκυπριακή πλευρά θέλει να λαμβάνεται υπόψη η βελτίωση μιας περιουσίας από τον χρήστη, ενώ επιθυμούν να είναι (με κάποιο τρόπο) γνωστή εκ των προτέρων η θετική ή αρνητική απάντηση της Επιτροπής Περιουσιών σε περίπτωση προσφυγής.
Στα θέματα της ΕΕ, ιδιαίτερα κρίσιμο είναι το πώς θα λαμβάνονται οι αποφάσεις σε κοινοτικό επίπεδο για ζητήματα που επηρεάζουν τα συνιστώντα κρατίδια. Το πρόσφατο παράδειγμα με την εμπλοκή στην εμπορική συμφωνία ΕΕ – Καναδά λόγω των αντιρρήσεων του Κοινοβουλίου της Βαλλονίας καταδεικνύει το πιθανό πρόβλημα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ