«Εκινδύνευε να βυθισθή εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει διά να ανατρέψη πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμη, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίη εκατόν καράβια και να μη χορτάση». Είναι σαφές, πιστεύω, ότι η επικεφαλίδα του κειμένου μας αποτελεί αντιστροφή του τίτλου του παπαδιαμαντικού διηγήματος «Φώτα-ολόφωτα» (1894), από όπου και το παράθεμα. Παραμονές των Φώτων η βάρκα του Κωνσταντή Πλαντάρη παραδέρνει στο πέλαγος. Κάποια στιγμή εξαφανίζεται και όλοι πιστεύουν ότι έχει βουλιάξει. Την ίδια ώρα στη στεριά η γυναίκα του ζει τις ωδίνες ενός δύσκολου τοκετού και κινδυνεύει να πεθάνει. Μαζί και «ο καρπός των σπλάγχνων της». Το τέλος των περιπετειών του ζεύγους είναι ευτυχές. Ολα τελείωσαν όπως έπρεπε. Να προστεθεί επίσης ότι το νεογέννητο δεν ήταν κορίτσι!
Δεν είμαι ειδικός ερμηνευτής του Παπαδιαμάντη. Ομως ως απλός αναγνώστης του βρίσκω ότι πολλά διηγήματά του, όπως τα «Φώτα-ολόφωτα», μας διδάσκουν τα ουσιώδη χωρίς να προβάλλουν διδαχές. Εξάλλου διδακτικότερα βρίσκω εκείνα τα διηγήματα στα οποία δεν είναι το θείο που καθοδηγεί τους ανθρώπους αλλά η σύνεσή τους, η αλληλεγγύη και ο επίπονος αγώνας τους. Ο ναυτικός, λοιπόν, καταφέρνει να σωθεί ύστερα από αγωνιώδεις προσπάθειες. Προτού μάλιστα έλθουν τα Φώτα και αγιασθούν τα νερά και παρά τις σχετικές προειδοποιήσεις. Οι αγαθές γυναίκες «ελευθερώνουν» την έγκυο –όχι οι ψαλμωδίες του ιερέα. Πράκτορες της σωτηρίας είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Xωρίς καμιά διάθεση να διασαλεύσω θεολογικές ή μεταφυσικές ερμηνείες του παπαδιαμαντικού έργου, στηριζόμενος στο διήγημα του 1894, υποστηρίζω ότι ο Συγγραφέας δείχνει πως οι περιπέτειες ενός οίκου τακτοποιούνται ύστερα από ενέργειες των ίδιων των ανθρώπων. Κανείς θεός (από μηχανής ή άλλως πώς) δεν επεμβαίνει και δεν σώζει.
Αυτή η προβαλλόμενη ανθρώπινη λύση των προβλημάτων στα «Φώτα-ολόφωτα» φαίνεται (για να έρθουμε στα δικά μας) να μας υποδεικνύει ότι η μεγάλη κρίση που ζούμε εδώ και οκτώ χρόνια δεν μπορεί να ξεπεραστεί με τρόπο μεταφυσικό και θεολογικό. Ούτε είναι τα πολιτικάντικα καμώματα που θα μας σώσουν. Καμιά λύση δεν θα μας έλθει άνωθεν ή έξωθεν –τη λύση στα προβλήματά μας μόνο εμείς μπορούμε να δώσουμε. Εμείς και μόνο εμείς. Οι πολλοί. Ο λαός. Υπήρξαμε χρόνια τώρα άβουλοι και αστόχαστοι. Παρασυρθήκαμε και παρασυρόμαστε από μεσσιανικές φωνές, από φαντασιώσεις και «οράματα» μιας υποκριτικής πολιτικής. Μας εμπαίζουν ακόμη σήμερα oι πολιτικοί άρχοντες και τα κόμματα. Βαυκαλιζόμαστε ακούγοντας κούφια «εορταστικά», «αριστερά», τάχατες, διαγγέλματα. Ζούμε ωσάν να έχουμε χάσει τη μνήμη μας. Η μνήμη μας ταυτίζεται μόνο με μνημόνια!
Προφανώς η εμπλοκή μας σε αυτόν τον ανεόρταστο και πτωχευμένο βίο οφείλεται στην άθλια διαχείριση των οικονομικών μας. Το δίχως άλλο. Ομως δεν είναι (πιστεύω) μόνο η οικονομική εξαθλίωση που μας βαραίνει. Μας συμβαίνει επιπλέον κάτι χειρότερο, κάτι που δεν έζησαν οι παπαδιαμαντικοί ήρωες. Εχουμε χάσει, καιρό τώρα, όλοι μας, «το πιο τίμιο» που διαθέτουμε. Την αληθινή μορφή μας. Το αληθινό μας πρόσωπο. Τις ποικίλες αρετές μας. Ολα όσα έχουν να κάνουν με την προσωπική και εθνική υπόστασή μας. Με εμάς και τη χώρα. Με τον πολιτισμό μας. Τα γράμματά μας. Την παιδεία μας.
Είχαν οι ήρωες του παπαδιαμαντικού διηγήματος υπέρτερες γνώσεις και περισσότερες οικονομικές δυνατότητες από εμάς; Οχι. Ομως διέθεταν (αυτό φαίνεται να υπαινίσσεται ο αγαθός συγγραφέας) την ικανότητα να ενεργούν λογικά, ομαδικά και συντονισμένα. Δεν είχαν υποστεί κανενός είδους διαφθορά. Δεν ενεργούσαν με δολιότητα όπως οι πολιτικοί μας –ιδίως οι σημερινοί. Οι συγκεκριμένοι ήρωες του Παπαδιαμάντη ούτε «μορφωμένοι» ήσαν ούτε «καλλιεργημένοι». Απλώς είχαν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και την αρετή της αλληλεγγύης. Η πολιτική ιδεολογία τους ήταν αγαθή, γήινη. Συντροφική και κοινοτική μέσα στις πολλές κακουχίες του βίου.
Πώς τελειώνει το παπαδιαμαντικό αφήγημα, ύστερα από την παρέλευση των κινδύνων; Τελειώνει σε Φώτα ολόφωτα, όχι σε κάποια ουτοπία. Το σκοτεινό δίδει τη θέση του στο φως. Το βρέφος βαπτίζεται. Υστερα συγκεντρώνονται όλοι οι εμπλεκόμενοι στο ταπεινό σπίτι του Πλαντάρη: η μαμμή, κάποιοι συγγενείς, ο νονός, η οκταμελής οικογένεια του πρωτοξαδέλφου του. «Ηρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήση και εις την λεχώ «καλή σαράντιση». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα η μπροσθινή. Οταν ήλθε η σειρά της Πλανταρούς να πίη εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρεις διαφόρους τόνους φωνής: –Εβίβα, νύφη, με το καλό να σαραντίσης… Κι ό,τι είπα, παιδάκι μ’… αστοχιά στο λόγο μου!».
Καμιά μεταφυσική ή θεολογική νότα. Κανένας ψευτο-ιδεαλισμός ή ψευτο-σοσιαλισμός. Οι ήρωες αγωνιστές απολαμβάνουν τα αγαθά μιας ενεργητικής και φιλελεύθερης ζωής. Σε αυτή τη ζωή ο άστοχος λόγος δεν έχει θέση. Αποσύρεται.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ