Υπάρχει μια εύκολη δικαιολογία για το χάλι της ελληνικής τηλεόρασης: «No money, no honey». Χωρίς λεφτά δουλειά δεν γίνεται. Ισχύει, εν μέρει. Στην πραγματικότητα όμως το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα, δηλαδή η χαμηλή ποιότητα του συντριπτικού συνόλου των προϊόντων της, έχει τις ρίζες του στην «εποχή των χρημάτων». Τότε, που τα ταμεία των καναλιών ήταν γεμάτα, που τα μεροκάματα ήταν τεράστια και που τα σίριαλ και τα σόου παράγονταν με εντυπωσιακούς ρυθμούς, αντί η επένδυση να αφορά την ποιότητα αφορούσε την ποσότητα, αντί να γίνει προσπάθεια για βελτίωση προτιμήθηκαν οι εύκολες λύσεις: σενάρια γραμμένα στο πόδι, πρόχειρες – ακατέργαστες ερμηνείες και σκηνοθεσίες, ψυχαγωγικές εκπομπές με κύριο συστατικό την ευτέλεια. Σε τέτοια προγράμματα εθίστηκε το κοινό, τέτοια προγράμματα συνεχίζουν να παράγουν τα κανάλια, εγκλωβισμένα στον μικρόκοσμό τους, αποκομμένα από την επανάσταση που συντελείται τα τελευταία χρόνια στη διεθνή ψυχαγωγία, με τις αριστοτεχνικές παραγωγές των στούντιο της Αμερικής, της Βρετανίας, της Βόρειας (κυρίως) Ευρώπης, αλλά και της Τουρκίας –οι σαπουνόπερές τους τεχνικά, και όχι μόνο, υπερέχουν των δικών μας –και χωρών της Ασίας όπως η Κορέα. Το μόνο που επιβεβαιώνεται με μια ματιά στο 2016, τώρα που έφθασε η περίοδος των αποτιμήσεων, είναι πως η εν Ελλάδι τηλεόραση δεν μπορεί να ξεφύγει από τα λάθη του παρελθόντος της. Αυτά εξακολουθεί να αναπαράγει.
Οι ξανθές, οι «ατσαλάκωτες» και τα απαράδεκτα βραδινά
Τι αφήνουμε λοιπόν πίσω αλλά και με τι υποδεχόμαστε τον νέο χρόνο; Με παρουσιάστριες όπως η Φαίη Σκορδά και η ακόμα νεότερη Κατερίνα Καινούργιου να κάνουν πιο παλιομοδίτικες εκπομπές και από εκείνες που έστηνε η Ρούλα Κορομηλά. Με εκείνες που θα μπορούσαν ίσως να κάνουν κάτι καλύτερο, όπως η Σταματίνα Τσιμτσιλή, να μην τολμάνε να πειράξουν τη συνταγή: επιμένουν να μας ξυπνάνε με σουξέ της πίστας και ξοδεύουν τον χρόνο τους/μας κουτσομπολεύοντας μανούλες, αρραβωνιαστικούλες, νυφούλες και οτιδήποτε άλλο μπορεί να τελειώνει σε -ούλες –όπως π.χ. «εγκυούλες», γιατί και αυτό το άκουσαν τα αφτιά μας.
Η αποθέωση του νεοσυντηρητισμού και της αδιακρισίας από ανθρώπους νέους μεν, με παλιά μυαλά δε. Κρίμα! Κρίμα και για την Ελένη Μενεγάκη που αντί να εκμεταλλευτεί τη διαχρονική δημοφιλία της βελτιώνοντας την απλοϊκή εκπομπή της, όχι απλώς μας σερβίρει μια από τα ίδια, αλλά την μετέτρεψε και σε τηλεοπτικό παζάρι.
Παρόμοια η πλήξη και στο «παζάρι» της Μαρίας Μπεκατώρου, στην αμήχανη παρέα (αν και περισσότερο σε καταναγκαστικά έργα φέρνει το κλίμα) της Κωνσταντίνας Σπυροπούλου, στο ανεκδιήγητο μαγκαζίνο του Μένιου Φουρθιώτη, στη χωρίς θέμα επανένωση του Νίκου («είμαι τόσο έξυπνος που δεν μπορώ να το κρύψω!») Μουτσινά και της Μαρίας («βαριέμαι!») Ηλιάκη, και στο «Επιτέλους Σαββατοκύριακο» με μια απεγνωσμένη Ναταλία Γερμανού τόσο έντονα – αφύσικα σοβαντισμένη και μπογιαντισμένη που αντί να μοιάζει νεότερη (αυτό δεν είναι το ζητούμενο;) μοιάζει βαλσαμωμένη.
Εκτός αν αυτή δεν ανακάλυψε ακόμα την πόσιμη αλόη ή το θαυματουργό κολλαγόνο που οι περισσότερες συναγωνίστριές της στον στίβο της αιώνιας νεότητας καταναλώνουν με τα λίτρα, όπως μας διαβεβαιώνουν από τις (καθόλου διαφημιστικές) εκπομπές τους. Την αιώνια νεότητά της περιφέρει και η Βίκυ Χατζηβασιλείου, αγέραστη Καρυάτιδα της κοινωνικής τηλεπροσφοράς (μαζί με την Τατιάνα Στεφανίδου), εξακολουθώντας να κλαίει χωρίς δάκρυα, με ανεπαίσθητες, αριστοκρατικές συσπάσεις του προσώπου, την ώρα που οι καλεσμένοι της καταρρέουν.
Οχι, δεν είναι ριάλιτι, είναι φιλανθρωπία!
Κάπως έτσι, τα σόου με τις κριτικές επιτροπές των επωνύμων δεν είναι ακριβώς ριάλιτι αλλά… τι είναι; Βαρετά, χιλιοπαιγμένα, κακόγουστα, ανούσια. Είναι η εύκολη λύση. Το ίδιο ισχύει για τα φτηνά παιχνίδια που παρουσιάζουν ο Μάρκος Σεφερλής και πιο πρόσφατα ο Γιώργος Λιάγκας, αλλά και για εκπομπές όπως το «World party» (η αποθέωση της καφρίλας), το «Η μαμά μου μαγειρεύει καλύτερα από τη δική σου» (όπου μαγειρική και ζεϊμπέκικο ή τσιφτετέλι συνυπάρχουν) ή οι συνεντεύξεις του Γρηγόρη Αρναούτογλου, ο οποίος μπροστά σε κάθε νέο καλεσμένο επιβεβαιώνει την καθολική άγνοιά του. Κακή και παρωχημένη τηλεόραση.
Mυθοπλασία που μυρίζει ερασιτεχνισμό
Οσο για τα σίριαλ, επειδή και εδώ το θέμα των άδειων ταμείων έχει χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι, ερωτώ: αν οι σεναριογράφοι του «άρτζι μπούρτζι και λουλάς» «Στο καλό γλυκιά μου συμπεθέρα», των αδιάφορων «Αστέρας Ραχούλας» και «Ελα στη θέση μου» και του όλο και πιο αμήχανου «Οι συμμαθητές» πληρώνονταν περισσότερο θα έγραφαν καλύτερα; Θα δημιουργούσαν ήρωες με ολοκληρωμένες προσωπικότητες και όχι καρικατούρες; Θα έστηναν πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες ιστορίες και θα σταματούσαν το φτηνό χιούμορ;
Η έλλειψη χρημάτων φταίει που το «Μπρούσκο» (τι ατυχής… καινοτομία το πάντρεμα της επαρχιώτικης αισθητικής μας με τα εξίσου επαρχιώτικης αισθητικής σίριαλ της κυπριακής τηλεόρασης!) και τα «Δίδυμα φεγγάρια» αναπαράγουν τα πιο μπαγιάτικα κοινωνικά μοντέλα; Ή που το «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα» έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και έχει μετατρέψει τους χαριτωμένους κάποτε ήρωές του σε σπαστικά ανδρείκελα;
Παρακολουθώντας παλαιότερες επιτυχίες όπως τα «Εγκλήματα» και την «Dolce vita» επιβεβαιώνουμε πως τίποτε δεν έχει αλλάξει: η μυθοπλασία εξακολουθεί να μυρίζει ερασιτεχνισμό, μόνο που οι παλιές σειρές κερδίζουν τις νέες στα σημεία: είναι πιο χαριτωμένες, πιο κεφάτες, πιο έξυπνες –γι’ αυτό το Mega με τις επαναλήψεις του κάνει ακόμα υψηλά νούμερα. Εχουν, επιπλέον, το άλλοθι της τηλεόρασης που έκανε τα πρώτα βήματά της.
Μοναδική παραγωγή που σήμερα έχει λόγο ύπαρξης, το «Ταμάμ», το οποίο ξεχώριζε από το πρώτο κιόλας επεισόδιό του: μπορεί να είναι βασισμένο σε μια ξένη ιδέα, η προσαρμογή του όμως στη σύγχρονη αθηναϊκή πραγματικότητα είναι επιτυχημένη και οι ερμηνείες (θαυμάσια και η ένταξη της Μυρτώς Αλικάκη που αντικατέστησε στον ρόλο της μαμάς τη Μαρία Λεκάκη) απολαυστικές.
Κατά τα άλλα, θλίψη, πλήξη και ευτέλεια. Σαν να είμαστε, και εμείς οι θεατές, εγκλωβισμένοι σε εκείνο το ανεκδιήγητο πλάνο του «Στο καλό γλυκιά μου συμπεθέρα»: Εκείνος: «Θέλεις να κάνουμε τρελίτσες;». Εκείνη: «Πτώμα είμαι». Εκείνος: «Δεν πειράζει, είμαι νεκρόφιλος». Κάπως έτσι, νεκροφιλικά λειτουργεί η ελληνική τηλεόραση στον τομέα της ψυχαγωγίας: ερωτευμένη-εξαρτημένη από τον παλιό, ταριχευμένο, εαυτό της επιχειρεί με δάνεια από το παρελθόν να επιβιώσει στο παρόν και στο μέλλον. Πώς όμως να πας μπροστά όταν επενδύεις σε αυτό που έχει ξεπεραστεί, που έχει πεθάνει;
ΥΓ.: «Η λέξη που δεν λες» δεν είναι σε καμία περίπτωση κακή σειρά. Ομως στερείται του ρυθμού και της δύναμης που θα συνεπάρει τον θεατή. Γιατί, όχι, το αξιοπρεπές όσο και να είναι ευπρόσδεκτο (αξιοπρεπές είναι και το «Daddy cool») δεν είναι αρκετό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ