Οπως η πολιτική ζωή στα χρόνια πριν από την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ιδίως μάλιστα μετά τη δολοφονία από παρακρατικούς του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη (1963) και το βασιλικό πραξικόπημα (1965) κατά του εκλεγμένου πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, με αφορμή την πλήρωση της θέσεως του υπουργού Αμύνης, έτσι και ο χώρος της διοικούσας Εκκλησίας, του συνόλου δηλαδή των εν ενεργεία μητροπολιτών, βρισκόταν σε βαθιά κρίση.
Δηλωτική της καταστάσεως που επικρατούσε στη διοικούσα Εκκλησία υπήρξε η, κατ’ απαίτηση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, παραίτηση, τον Ιανουάριο 1962, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιακώβου [Βαβανάτσου], λίγες μόλις ημέρες μετά την ενθρόνισή του, ως ενεχόμενου σε ηθικώς ανάρμοστες πράξεις, για τις οποίες, πάντως, αθωώθηκε στη συνέχεια με βούλευμα.
Στη θέση του, τον Φεβρουάριο 1962, εκλέχθηκε ο Χρυσόστομος Β’ (Χατζησταύρου), ηλικίας τότε 82 ετών! Η μεγάλη ηλικία και οι περιπτώσεις ανήκεστης βλάβης της υγείας πολλών μητροπολιτών, καθώς δεν υπήρχαν τότε οι πρόνοιες της ισχύουσας σήμερα νομοθεσίας για να αντιμετωπισθούν τέτοιες καταστάσεις, αφενός, και οι διαγκωνισμοί για μετάθεσή τους σε συγκεκριμένες μεγάλες και πλούσιες μητροπόλεις, αφετέρου, ήταν οι δύο κύριες αιτίες της βαθιάς κρίσεως στην Εκκλησία της Ελλάδος.
Τούτο ανάγκασε την κυβέρνηση των λεγόμενων «Αποστατών» υπό τον Στ. Στεφανόπουλο να νομοθετήσει, παρά την οξύτατη αντίδραση της Ιεραρχίας, επί υπουργίας Στ. Αλλαμανή, τον Νοέμβριο 1966, όριο ηλικίας για απομάκρυνση από τον μητροπολιτικό θρόνο το 80ό έτος, εξαιρουμένου του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Η κυβέρνηση Ι. Παρασκευόπουλου που ακολούθησε, με υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων τον αείμνηστο καθηγητή και ακαδημαϊκό Ι. Θεοδωρακόπουλο, εξέδωσε, τον Ιανουάριο 1967, το διάταγμα με το οποίο απομακρύνονταν, ως εκ του θεσπισθέντος ορίου ηλικίας, έξι μητροπολίτες.
Η επέμβαση της δικτατορίας
Το στρατιωτικό πραξικόπημα που επιβλήθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής 21 Απριλίου 1967 δεν θα ήταν δυνατό να αφήσει άθικτο τον εκκλησιαστικό οργανισμό.

Ηδη ο τρίτος κατά σειρά αναγκαστικός νόμος της δικτατορίας, από 10 Μαΐου 1967, κατήργησε πλήρως τον πυρήνα των διατάξεων του έως τότε ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη και επέβαλε ένα όλως αυταρχικό και αντικανονικό σύστημα διοικήσεως στην Εκκλησία.
Κατήργησε δηλαδή τη Σύνοδο της Ιεραρχίας ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και επέβαλε στην Εκκλησία της Ελλάδος μια «Αριστίνδην Σύνοδο», από οκτώ μητροπολίτες που διορίσθηκαν ήδη την επομένη με βασιλικό διάταγμα και οι οποίοι ήταν εκείνοι, οι ελάχιστοι ιεράρχες, που δέχονταν να συνεργαστούν ανοικτά με τη δικτατορία.

Η εκλογή του
Μέλημα του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να αναδείξει και νέο Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος θα ήταν και ο πρόεδρος της «αριστίνδην συνόδου». Ο Θρόνος των Αθηνών όμως δεν χήρευε. Ασκήθηκαν, λοιπόν, ισχυρές πιέσεις προς τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο να παραιτηθεί, δύο μάλιστα σχέδια παραιτήσεως τού υποβλήθηκαν μέσα σε φάκελο των Ανακτόρων προς υπογραφή! Εκείνος, όμως, σε επιστολή του προς τον βασιλέα (9.5.1967), αρνήθηκε «διαρρήδην να γίνει… ρίψασπις και προδότης και επίορκος» παραιτούμενος.
Η κατάσταση της υγείας του Αρχιεπισκόπου και το γεγονός ότι ήγε ήδη το 87ο έτος της ηλικίας του έδωσαν πάντως, την επομένη ήδη της αρνήσεως παραιτήσεώς του, τη λύση, με την επέκταση και στον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο του ορίου ηλικίας που, όπως ήδη αναφέρθηκε, ίσχυε, από το 1966, για τους λοιπούς αρχιερείς.
Εν όψει λοιπόν της χηρείας του Θρόνου, η «αριστίνδην Σύνοδος», σε εφαρμογή των νεοπαγών διατάξεων του ΑΝ 3/1967, κατήρτισε, σε ειδική συνεδρία στις 13 Μαΐου 1967, το «τριπρόσωπο δελτίο» για την πλήρωση του αρχιεπισκοπικού θρόνου, το οποίο αποτελούσαν κατά σειρά ο Αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης, πρωθιερέας των Ανακτόρων και καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Μητροπολίτης Πατρών Κωνσταντίνος [Πλατής] και ο Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος [Χαραλάμπους].
Μεταξύ των τριών ο βασιλέας, με πρόταση του «υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων» αρεοπαγίτη Κ. Καλαμποκιά, επέλεξε τον Ιερώνυμο Κοτσώνη ως Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Η παρουσία των πραξικοπηματιών Γ. Παπαδόπουλου και Στ. Παττακού κατά την ημέρα της εκλογής στη Σύνοδο μαρτυρεί ασφαλώς το ενεργό ενδιαφέρον της δικτατορίας για την εκλογή, όχι όμως και για το πρόσωπο.
Νεότερες μαρτυρίες και ιδίως οι πληροφορίες που μου έδωσε σε συνάντησή μας στις 24.9.1993 (εν όψει προετοιμαζόμενης την εποχή εκείνη μονογραφίας μου) ο τότε γενικός διευθυντής Θρησκευμάτων και βασιλικός επίτροπος στην Ι. Σύνοδο, αείμνηστος ήδη καθηγητής και ακαδημαϊκός Μ. Σιώτης, στοιχειοθετούν την άποψη ότι οι πραξικοπηματίες είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τον τότε Μητροπολίτη Καστορίας (και μετέπειτα Αττικής) Δωρόθεο (Γιανναρόπουλο).
Την ισχυρή πιθανότητα η επιλογή να οφείλεται σε βασιλική επιθυμία ενισχύει πάντως το γεγονός ότι κατά τη χειροτονία του Ιερωνύμου σε επίσκοπο, επειδή ήταν αρχιμανδρίτης, πριν από την ενθρόνισή του, παρακολούθησαν, πλην των μελών της «Εθνικής Κυβερνήσεως», τόσο ο βασιλιάς όσο και η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη, και μάλιστα όλοι γονυπετείς κατά τη διάρκεια του μυστηρίου της χειροτονίας…
Τα επακολου-θήσαντα
Η επιλεγμένη από τη δικτατορία «αριστίνδην σύνοδος» υπό τον νέο Αρχιεπίσκοπο υλοποίησε σειρά πολιτειακών παρεμβάσεων με σκοπό την εξυγίανση της Ιεραρχίας από τα «σεσηπότα» μέλη της. Σε αυτά καταλέγονταν η επιβολή ενός όλως αντικανονικού και ανελεύθερου συστήματος απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, η καθιέρωση ιδιώνυμου αδικήματος, άγνωστου στους ιερούς κανόνες, εκείνου της «απώλειας της έξωθεν καλής μαρτυρίας» και η υποχρεωτική αποχώρηση όσων ιεραρχών είχαν συμπληρώσει ορισμένο χρόνο «υπηρεσίας» (!).
Η θέσπιση, εξάλλου, το 1969 νέου «Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος» αναθεωρούσε πλήρως τη σύνθεση της Διαρκούς Ι. Συνόδου, δημιουργώντας ευθεία σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως εκ της παραβιάσεως του θεμελιώδους Ορου της ισότιμης εκπροσωπήσεως των μητροπόλεών του στα όργανα διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πέραν όλων αυτών, καταληκτικώς, θα ήταν άδικο πάντως να μη σημειωθεί ότι οι υπέρ τους τριάντα αρχιερείς που εξελέγησαν επί των ημερών Ιερωνύμου Κοτσώνη έως της παραιτήσεώς του, στις 15 Δεκεμβρίου 1973, ήταν επιλογές αξιοκρατικές, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η δικαίωση παραγκωνισμένων άξιων κληρικών. Διά του λόγου το ασφαλές ας αναφερθούν ονομαστικώς, μεταξύ των ζώντων, οι περιπτώσεις των Δημητρίου [Τρακατέλλη] και Αναστασίου [Γιαννουλάτου], οι οποίοι εξελέγησαν αντιστοίχως επίσκοποι Βρεσθένης (1967) και Ανδρούσης (1972). Και στους δύο, το διαδεχθέν τον Ιερώνυμο Κοτσώνη καθεστώς και ο εκλεκτός τής δεύτερης φάσεως της δικτατορίας Αρχιεπίσκοπος, δεν εμπιστεύθηκαν εν ενεργεία Μητρόπολη στην Εκκλησία της Ελλάδος, έως ότου το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προτάσει του Πατριάρχου Βαρθολομαίου, τον μεν πρώτον εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο Αμερικής (1999), τον δε δεύτερο ανέδειξε Αρχιεπίσκοπο Τιράνων (1992), επικεφαλής της εμπερίστατης τότε Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας…
Οι σταθμοί της ζωής του

1905 Γέννηση στα Υστέρνια της Τήνου.

1924 Εγγραφή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
1928 Πτυχίο Θεολογίας με βαθμό «Αριστα».
1934 κ.εξ. Ευρύτερες σπουδές, ως υπότροφος του Μανουσείου Κληροδοτήματος, σε Γερμανία (Μόναχο, Βερολίνο και Βόννη) και Αγγλία (Κολέγια του Mirfield και του Lincoln).
1939 Διδάκτωρ Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με τον βαθμό «Αριστα».
1939 Μοναχός στην Ι. Μονή Πετράκη – Χειροτονία σε Διάκονο.
1940 Χειροτονία σε Πρεσβύτερο – Προχείριση σε Αρχιμανδρίτη.
1949 κ.εξ. Πρωθιερέας των Βασιλικών Ανακτόρων.
1954 κ.εξ. Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.
1959 κ. εξ. Τακτικός καθηγητής του Κανονικού Δικαίου και της Ποιμαντικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
1967 Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (εκλογή: 13.5.1967) – χειροτονία σε Επίσκοπο: 14.5.1967 – εγκατάσταση και αναγνώριση ως Αρχιεπισκόπου: Β.Δ. της 15.5.1967.
1969 Παραίτηση (8 Μαρτίου) ενώπιον της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας – Μη αποδοχή της με ψήφους 65 έναντι 1 – Ανάκλησή της.
1973 Παραίτηση (15 Δεκεμβρίου) – Αποδοχή της με το Π.Δ. 442/1973.
1988 Εκδημία (13 Νοεμβρίου) – Ενταφιασμός στα Υστέρνια της Τήνου.


Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ