Απομακρύνθηκε από την πολυκοσμία για να μάθει την τέχνη του υποδηματοποιού στην Ιρλανδία και στην Τοσκάνη, απολαμβάνοντας συγχρόνως την οικογενειακή θαλπωρή με την πρώτη γυναίκα του, τη Ρεμπέκα Μίλερ, κόρη του θεατρικού συγγραφέα Αρθουρ Μίλερ, στο πλάι της οποίας παραμένει σήμερα. Αρνήθηκε ρόλους που αποδείχθηκαν σημαντικοί: τον δράκουλα Λέσταντ της «Συνέντευξης με έναν βρικόλακα» (τον ενσάρκωσε ο Τομ Κρουζ), τον πάσχοντα από AIDS ήρωα που έπαιξε τελικά ο Τομ Χανκς στη «Φιλαδέλφεια», ακόμα και τον ηρωικό μαχητή Αραγκορν της τριλογίας του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών» που τελικά χάρισε στον Βίγκο Μόρτενσεν τη διεθνή αναγνώριση που ποτέ ως τότε δεν είχε καταφέρει να κερδίσει.
«Αν είναι κανείς τόσο καλός ηθοποιός όσο ο Ντέι-Λούις, ισοδυναμεί με πλατιά θεατρική χειρονομία, σε ένα είδος εκπεφρασμένης αποδοκιμασίας, το ότι έχει να παίξει πέντε ολόκληρα χρόνια». Να όμως που οι σποραδικές εμφανίσεις του στο σινεμά δικαιώνονται με Οσκαρ, έχει πάρει άλλα δύο Α’ ρόλου για το «Θα χυθεί αίμα» και τον «Λίνκολν», οπότε το όνομά του εξακολουθεί να εμπνέει κύρος και κάθε νέα του δουλειά αποτελεί γεγονός. Πώς θα μπορούσε να μη συμβεί αυτό άλλωστε εφόσον ο «Λίνκολν», η τελευταία μέχρι σήμερα ταινία του, είναι του 2012!