Για τον κορυφαίο βρετανό μαρξιστή ιστορικό, το αυτοβιογραφικό ανέκδοτο με το οποίο επέλεξε να ξεκινήσει τον τελευταίο τόμο της τριλογίας του για τον «μακρό 19ο αιώνα» από το 1789 ως το 1914 («Η Εποχή των Επαναστάσεων, 1789-1848», «Η Εποχή του Κεφαλαίου, 1848-1875», «Η Εποχή των Αυτοκρατοριών», 1875-1914, όλα στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΜΙΕΤ) απέδιδε μια ειδοποιό διαφορά του νεωτερικού κόσμου από τον προκάτοχό του –την κινητικότητα του κεφαλαίου, των ανθρώπων, των ιδεολογιών.
Τουλάχιστον στην περίπτωση του Χόμπσμπαουμ, αυτό είχε ως συνέπεια τη συγκρότηση μιας προσέγγισης όπου η κοινωνική ιστορία βάθαινε το φόντο των πολιτικών γεγονότων, η οικονομία λογιζόταν ως κινητήρια δύναμη αλλά όχι ως απόλυτη αιτιοκρατική αρχή των πάντων και το πολιτισμικό στοιχείο δεν ερμηνευόταν μηχανιστικά ως εποικοδόμημα, συνιστούσε ισότιμο παράγοντα της εξήγησης: ένας από τους εντυπωσιακότερους χάρτες που παραθέτει ο Χόμπσμπαουμ στην «Εποχή του κεφαλαίου» (εκδ. ΜΙΕΤ) υπογραμμίζει τη διασύνδεση κουλτούρας και αστικής τάξης παραθέτοντας τη διασπορά παραστάσεων όπερας στην ευρωπαϊκή και στην αμερικανική ήπειρο τον 19ο αιώνα.
Η αποχή από τη δογματική προσαρμογή των δεδομένων στις επιταγές της ιδεολογίας του έδωσε τη δυνατότητα να παραγάγει εννοιολογικά εργαλεία ιδιαίτερης αναλυτικής αξίας για τους ιστορικούς που συχνά υπερέβαιναν τα επιστημονικά τους όρια καθώς τα έργα του διακρίνονταν από μεγάλη απήχηση στο ευρύ κοινό. Εννοιες όπως αυτές της «κοινωνικής ληστείας», της «διπλής επανάστασης», του «μακρού 19ου αιώνα», του συμπληρωματικού του «σύντομου 20ού αιώνα» πολιτογραφήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στον δημόσιο λόγο.
Ο υπέρμαχος της σοσιαλδημοκρατίας Τόνι Τζαντ από την πλευρά του, σημειώνει πως η επιλογή του Χόμπσμπαουμ να παραμείνει στο κομμουνιστικό κόμμα μετά την εξέγερση της Ουγγαρίας το 1956 και την εισβολή της Σοβιετικής Ενωσης στην Τσεχοσλοβακία το 1968 «άμβλυνε το ιστορικό του ένστικτο». Κατά συνέπεια, σε ακανθώδη ζητήματα αναφορικά με την εγκαθίδρυση και την πορεία του υπαρκτού σοσιαλισμού καταφεύγει στην «ξύλινη γλώσσα» γράφοντας «στη σκιά ενός αόρατου λογοκριτή». Δέσμιος ενός αθεράπευτου ρομαντισμού για την ιδέα της επανάστασης (η κριτική του Τζαντ στη «New York Review of Books» για την αυτοβιογραφία του Χόμπσμπαουμ επιγραφόταν χαρακτηριστικά «Ο τελευταίος των ρομαντικών»), «ο πιο προικισμένος ιστορικός της εποχής μας» είχε ως ελάττωμα τη λείανση των ανεπιθύμητων αιχμών ενός πολιτικού προγράμματος με το οποίο αισθανόταν ταυτισμένος από τη νεανική του ηλικία. Ωστόσο, ο Ερικ Χόμπσμπαουμ ήταν ένας άνθρωπος του πρώιμου 20ού αιώνα.
Ο ίδιος ο Χόμπσμπαουμ το αναγνώριζε, ελλειπτικά και διστακτικά, αλλά το αναγνώριζε: «Ημουν πιστό μέλος του κόμματος επί 20 χρόνια πριν από το 1956 και, επομένως, παρέμεινα σιωπηλός για πράγματα που είναι λογικό να μη σιωπά κανείς» έλεγε το 2002 σε συνέντευξή του στον «Guardian».
Η εξήγησή του, ρομαντική και ιδεαλιστική, εξέφραζε τη συναισθηματική στάση ανθρώπων για τους οποίους το παρελθόν δεν κατέστη ποτέ ξένη χώρα: «Ανήκα σε εκείνη τη γενιά που ήταν δεμένη με έναν αδιάρρηκτο ομφάλιο λώρο με την ελπίδα της παγκόσμιας επανάστασης και την αρχική πατρίδας της, την Οκτωβριανή Επανάσταση, όσο σκεπτικιστές ή επικριτικοί κι αν σταθήκαμε ενάντια στη Σοβιετική Ενωση» έγραφε στα «Συναρπαστικά χρόνια» (εκδ. Θεμέλιο), την αυτοβιογραφία του. Γι’ αυτό άλλωστε και δεν έπαψε ποτέ να μεταφράζει τον νέο αιώνα με τη ματιά του παλιού: «Ο σοσιαλισμός απέτυχε, ο καπιταλισμός χρεοκόπησε» σημείωνε τον Απρίλιο του 2009 σε άρθρο του για την οικονομική κρίση στον «Guardian». Η προοδευτική πολιτική «απαιτείται να επιστρέψει στην πεποίθηση ότι η οικονομική ανάπτυξη και η αφθονία που επιφέρει είναι μέσο και όχι σκοπός». Ομως στον 21ο αιώνα το αίτημα του 20ού έχει μεταπέσει σε ευχή.
«Kοινωνική ληστεία»: Ο συνδυασμός μορφών αντίστασης και παράνομων πρακτικών στις προβιομηχανικές αγροτικές κοινωνίες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ