Ο Μάκης Παπαδημητρίου και ο Γιώργος Χρυσοστόμου, από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς τους (γεννημένοι το 1975 στην Καρδίτσα και το 1980 στη Ρόδο, αντιστοίχως), έκαστος με το δικό του βραβείο «Δημήτρης Χορν» (2009 και 2014), απόφοιτοι των σχολών του Εθνικού και του ΚΘΒΕ, με ενδιαφέρουσα τηλεοπτική παρουσία και αξιοσημείωτη θεατρική εμπειρία, θα βρεθούν για πρώτη φορά αντιμέτωποι επί σκηνής, αν και έχουν ξαναμοιραστεί μια παράσταση («Λυσιστράτη», 2010), δεν έχουν συναντηθεί ουσιαστικά.
Με τις «Πέτρες στις τσέπες του» της Μαρί Τζόουνς όχι μόνο παίζουν μαζί τους 15 ρόλους του έργου, αλλά συνσκηνοθετούν κιόλας στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.
Το έργο, μια «κωμικοτραγωδία» που εκτυλίσσεται σε μια επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας όπου κινηματογραφείται μια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή, φέρνει τον Τσάρλι και τον Τζέικ σε ρόλους κομπάρσων. Μαζί τους ήταν κι ένας τρίτος, ο Σον, που όμως αυτοκτόνησε βάζοντας «πέτρες στις τσέπες του». Κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην ψευδαίσθηση αρχίζουν και τελειώνουν όλα.
Οι δύο ηθοποιοί μιλούν από κοινού στο «Βήμα» για όσα τους ενώνουν και τους χωρίζουν, για αυτά που σκέφτονται και για εκείνα που φοβούνται, για την πολιτική, το θέατρο αλλά και για τον θαυμασμό που τρέφει ο ένας για τον άλλον.


Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Μάκης Παπαδημητρίου: «Είχαμε ξαναβρεθεί μαζί πριν από χρόνια και θέλαμε να το επαναλάβουμε».
Γιώργος Χρυσοστόμου: «Ηταν στη «Λυσιστράτη», όπου δεν είχαμε παίξει μαζί αλλά ήμασταν στην ίδια παράσταση. Εγώ μετά από αυτό δήλωσα στον Μάκη ότι τον ζηλεύω πολύ. Μετά ήρθε κι εκείνος και μου είπε το ίδιο. Κι είπαμε κάποια στιγμή να ενώσουμε αυτόν τον ανταγωνισμό».
Το έργο ποιος το πρότεινε;
Γ.Χ.: «Η ιδέα για τις «Πέτρες» ήταν του Μάκη. Στην αρχή μάς προβλημάτισε λίγο η ιδέα για το αν θα έρθει κάποιος τρίτος να μας σκηνοθετήσει. Εγώ είπα του Μάκη ότι δεν ξέρω να το κάνω αυτό. Εκείνος μου είπε «μη φοβάσαι, θα το κάνουμε» και όντως δεν είναι κάτι τρομερό. Δεν το βλέπουμε σαν σκηνοθέτες. Απλώς λέμε μια ιστορία».
Μ.Π.: «Για μένα, όπως εξελίχθηκε με το «Τάβλι» (μαζί με τον Νίκο Κουρή), ήταν πράγματι μια ωραία συνεργασία και ήθελα να το επαναλάβω. Ηθελα πάλι να συνεργαστώ με έναν άνθρωπο που εκτιμάω και θαυμάζω. Χωρίς να υπάρχει αυτή η «σκηνοθετίτιδα» και η διάθεση να βγει προς τα έξω ότι είμαστε και σκηνοθέτες. Εμάς μας ενδιαφέρει να κάνουμε μια καλή, δουλεμένη παράσταση. Πράγματι μας πέρασε από το μυαλό να καλέσουμε σκηνοθέτη αλλά καταλήξαμε να το ξεκινήσουμε μόνοι μας. Είπαμε να το δοκιμάσουμε και βλέπουμε. Οχι ως ρίσκο. Είμαστε και οι δύο άνθρωποι με μια αίσθηση του χιούμορ και κινούμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Η ιδέα που είχαμε για την παράσταση ήταν πάνω-κάτω η ίδια. Ηταν καθαρό».
Σας διευκόλυνε το θέμα με τους δύο κομπάρσους;
Γ.Χ.: «Εγώ είμαι πολύ δραματικός ηθοποιός, υπερβολικός εννοώ –όλα τα βλέπω ή τεράστια ή χάλια. Και οι παραστάσεις με βρίσκουν συνήθως σε μια περίοδο εσωτερικής αναζήτησης παράλληλης με το έργο. Οι δύο ήρωες ασχολούνται με κάτι που έχει να κάνει με την ψευδαίσθηση και τη βίαιη επαφή με την πραγματικότητα, δηλαδή με τον θάνατο, κι αυτό ήταν που με κέντρισε περισσότερο. Η πραγματικότητα του χωριού και η ψευδαίσθηση του Χόλιγουντ. Αυτά τα δύο παλεύουν μεταξύ τους, όπως κι εμείς στη ζωή μας. Αυτός που δεν το παλεύει ήταν ο Σον, που έβαλε πέτρες στις τσέπες του».
Μ.Π.: «Συμφωνώ με τον Γιώργο. Αυτό που βρήκα πολύ ενδιαφέρον, μετά τις πρώτες αναγνώσεις που κάναμε, είναι ότι βρέθηκε μια ιδέα η οποία και θα μπορούσε να είναι η σκηνοθετική μας προσέγγιση. Οτι όλο αυτό είναι το story board μιας κινηματογραφικής ταινίας. Είναι άνθρωποι που με κάποιον τρόπο προσπαθούν να ξεφύγουν, γιατί είναι εγκλωβισμένοι και ονειρεύονται. Από εκεί μπορεί να το πιάσει κανείς και να πει ότι εμείς, ως Γιώργος και Μάκης, προσπαθούμε να κάνουμε ένα προχώρημα, μια πρόοδο, μπας και καλυτερέψουν τα πράγματα».


Αν γυρνούσατε στο δικό σας ξεκίνημα, βλέπετε ομοιότητες με τους ήρωές σας;
Μ.Π.: «Οταν αποφασίσεις να γίνεις ηθοποιός, προφανώς κι έχεις όνειρα. Για μένα όλο αυτό έχει να κάνει πρωτίστως με τους συνεργάτες με τους οποίους θα δουλέψεις παρά με τους ρόλους. Είναι μια δουλειά που δεν σου δίνει καμία σιγουριά, καμία εξασφάλιση. Τίποτα. Αν τα πράγματα στραβώσουν, θα κάνω κάτι άλλο. Δεν θα πεθάνω. Εννοείται. Θέλω να βιοπορίζομαι από το επάγγελμά μου».
Γ.Χ.: «Αν αυτοί οι δύο τύποι, ασχέτως ηλικίας, είναι στην ψυχική τους εφηβεία, μπορούμε να ταυτιστούμε με δύο ηθοποιούς που μόλις έχουν βγει από τη σχολή. Υπάρχει και ματαιοδοξία και έπαρση. Στο θέατρο ο χρόνος σε φέρνει σε επαφή με την πραγματικότητα. Μόλις βγήκα από τη σχολή έπαιξα πρωταγωνιστικό ρόλο και μετά έμεινα επτά χρόνια άνεργος. Εφαγα το χαστούκι μου κι έτσι κατάλαβα την πραγματικότητα. Απ’ έξω φαίνεται λαμπρό, αλλά από μέσα δεν είναι τόσο».
Μ.Π.: «Οι δύο τύποι του έργου θέλουν να πιάσουν την καλή».
Γ.Χ.: «Θέλουν να πετύχουν γρήγορα, δεν κάνουν υπομονή. Δεν είναι μόνο θετικοί ήρωες. Εχουν κάνει και πολλά λάθη».
Πρόκειται για μια κωμωδία με δραματικά στοιχεία. Πού ρίξατε το βάρος σας;
Γ.Χ.: «Ευτυχώς από νωρίς συμφωνήσαμε για το πώς βλέπουμε την παράσταση. Δώσαμε βάση στο δραματικό, όχι μόνο στο κωμικό. Είπαμε ότι τα πράγματα είναι και λίγο σοβαρά».
Είχατε δει την παράσταση με τον Μαρκουλάκη και τον Λιγνάδη το 2003; Σας επηρέασε η επιτυχία της;
Μ.Π.: «Εγώ την είχα δει δύο φορές».
Γ.Χ.: «Κι εγώ την είχα δει στη Θεσσαλονίκη. Αλλά δεν μας επηρέασε η επιτυχία της».
Μ.Π.: «Από τη δεύτερη ανάγνωση διαπιστώσαμε ότι θέλαμε να βγάλουμε από το έργο και κάτι πιο δραματικό, όχι μόνο το διασκεδαστικό. Γιατί ένας άνθρωπος αυτοκτόνησε».
Γ.Χ.: «Και μέσα από αυτό το πρίσμα γίνεται και πιο κωμική η παράσταση. Γιατί χρειάζεται ένα μαύρο φόντο για να φανεί το άσπρο».


Βασικές διαφωνίες είχατε μεταξύ σας;
Μ.Π.: «Δεν μπορείς να διαφωνήσεις σε πράγματα αν δεν τα δοκιμάσεις. Νομίζω πως σε ένα μεγάλο ποσοστό ό,τι απορρίψαμε έγινε κατόπιν δοκιμής. Πρόσφατα αναθεωρήσαμε την έναρξη».
Γ.Χ.: «Στην πορεία των προβών προστέθηκαν οι συνεργάτες μας, η Σύρμω Κεκέ, η βοηθός μας στη σκηνοθεσία, και η Σεσίλ Μικρούτσικου στη χορογραφία, κι έτσι αποκτήσαμε την απ’ έξω ματιά. Δεν την κάνουμε οι δυο μας την παράσταση, την κάνουμε τέσσερις».
Μ.Π.: «Είναι πολύ κουρδισμένο όλο αυτό που φτιάχνουμε. Η ελευθερία που έχουμε είναι στο χτίσιμο. Πρέπει και οι δύο να είμαστε αυστηροί και πειθαρχημένοι. Πρέπει να είναι συμπαγές στο αποτέλεσμά του».


Το μοίρασμα των δύο ρόλων έγινε αυτονόητα;
Γ.Χ.: «Κοίτα, εκ του αποτελέσματος προέκυψαν. Γιατί για να κάνω εγώ τη στάρλετ του Χόλιγουντ και ο Μάκης αυτόν που τη φλερτάρει, έπρεπε να μοιραστούν οι ρόλοι όπως μοιράστηκαν».
Στην παράσταση, πού είναι πιο χρήσιμος ο ένας και πού ο άλλος;
Γ.Χ.: «Τρέλα εγώ, όπα ο Μάκης. Down εγώ, up ο Μάκης. Κάπως έτσι ισορροπούμε. Εμένα με απελευθερώνει ο Μάκης, με ησυχάζει. Στα οργανωτικά, έχω αναλάβει το κομμάτι της μουσικής επιμέλειας, ο Μάκης περισσότερο της σκηνικής».
Μ.Π.: «Μας βοηθούν πολύ οι συνεργάτες μας. Και κρατάμε την ισορροπία».


Νιώθετε απογοήτευση;
Γ.Χ.: «Πιστεύω ότι είμαστε σε μια μετεκπαιδευτική φάση. Σαν να είναι όλοι στην εφηβεία, όπου τα βλέπουν όλα τεράστια και είναι ανυπόμονοι. Εγώ λοιπόν λέω ότι αυτή η φάση με μετεκπαιδεύει για το καλύτερο. Και μιλάμε εκ του ασφαλούς γιατί δεν ζούμε ότι ούτε στον πόλεμο ούτε στη χούντα».
Μ.Π.: «Υποτίθεται ότι όλα αυτά τα χρόνια έχουμε δεινοπαθήσει. Κι όμως βγάλαμε μια κυβέρνηση –συγκυβέρνηση, τότε το ’12, με εκείνους που μας έφεραν ως εδώ».


Είχατε, έχετε, προσδοκίες από την Αριστερά;
Γ.Χ.: «Εγώ με τον ερχομό της Αριστεράς πίστευα ότι θα ανθήσει το θέατρο. Και απογοητεύθηκα τόσο πολύ. Εσπασα τα μούτρα μου. Γιατί τελικά είναι όπως ήταν και πριν, και χειρότερα. Ασχέτως αν παράλληλα πιστεύω ότι η κρίση μάς έκανε πιο δημιουργικούς».
Μ.Π.: «Δεν μπορώ να πω ότι απογοητεύθηκα, ώστε να πω ότι όλα είναι μαύρα. Εγιναν πολλά θετικά βήματα κι εδώ είμαστε να γίνουν κι άλλα. Θα ήθελα όμως να συνεχίσει αυτή η Αριστερά, η μπασταρδεμένη έστω, γιατί θεωρώ ότι είναι καλύτερα από το να είχαμε Νέα Δημοκρατία ή ΠαΣοΚ. Ελπίζεις σε κάτι καλύτερο».
Γ.Χ.: «Δεν φτάνουν άλλωστε τέσσερα χρόνια. Δεν προλαβαίνεις για να αλλάξεις βασικές πεποιθήσεις και τρόπο ζωής. Θέλει και λίγο υπομονή. Το μεγαλύτερο όπλο είναι ο φόβος…».
Μ.Π.: «Η επιλογή προσώπων είχε σημασία και στον χώρο του πολιτισμού. Επέλεξαν κάποια πρόσωπα που είχαν ένα ενδιαφέρον για τα πράγματα. Κι ας έγιναν και λάθη. Για μένα ο Φίλης ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, για τη θέση που ανέλαβε και τα πράγματα που είπε».
Φοβάστε;
Γ.Χ.: «Εγώ τρομάζω με την ιδέα αν χρειαστεί να νοσηλευτώ. Η χώρα δεν μου εξασφαλίζει καμία ασφάλεια. Είναι σαν να σε παρατάει η μάνα σου σ’ ένα ποτάμι. Ετσι νιώθω. Αν μου συμβεί κάτι κακό, τι γίνεται; Γι’ αυτό προσέχω».
Μ.Π.: «Φυσικά και υπάρχει ανασφάλεια».


Κλείνοντας, πείτε μου πώς χαρακτηρίζει ο ένας τον άλλον;
Μ.Π.: «Ο Γιώργος είναι ένας εξαιρετικά ταλαντούχος κωμικός ζεν πρεμιέ της χώρας. Είμαι πολύ υπερήφανος που παίζουμε μαζί. Εχει μια ικανότητα να πηγαίνει από τον έναν ρόλο στον άλλο, έχει εξαιρετική κίνηση και αίσθηση του μέτρου, έχει χιούμορ. Φεύγω από το σπίτι για πρόβα με μεγάλη χαρά. Περνάμε καλά όχι γιατί κάνουμε πλάκα, αλλά γιατί δουλεύουμε μαζί».
Γ.Χ.: «Οταν ο Μάκης ξεκινούσε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου τον είχα δει και ένιωσα φθόνο. Γιατί τραβούσε όλα τα βλέμματα πάνω του, σάρωνε… Και κάπως ήταν εκνευριστική η ευκολία. Αυτό το ζηλευτό πράγμα ήθελα να το κυκλώσω και για να το πετύχω έγινα… φιλενάδα του (γέλια), στη «Λυσιστράτη». Ο Μάκης είναι λαμπερός και έχει πάντα κόσμο γύρω του. Η ευφυΐα και η ησυχία του είναι πολύ σημαντικά».


Εχετε πρότυπα;
Μ.Π.: «Για να είμαι ειλικρινής, όχι».
Γ.Χ.: «Ούτε εγώ. Εχω όμως μελετήσει ξένους ηθοποιούς stand-up comedy της βρετανικής σκηνής, κυρίως story tellers. Bλέπω όμως και ξαναβλέπω τις ελληνικές ταινίες, γιατί βρίσκω γοητεία. Αν ήμουν γυναίκα πάντως, θα ήμουν η Βλαχοπούλου».
Μ.Π.: «Εγώ αν ήμουν γυναίκα, θα ήμουν μια νοικοκυρά…».
«Η ψευδαίσθηση είναι πιο απολαυστική»

Πραγματικότητα και ψευδαίσθηση: Πώς το αντιμετωπίζετε στη ζωή;
Γ.Χ.: «Ο,τι έχει να κάνει με το τι συνέβη πριν από πέντε λεπτά και το τι θα συμβεί στα επόμενα πέντε με απασχολεί πιο πολύ ως ψευδαίσθηση. Η πραγματικότητα είναι το τώρα. Καμιά φορά δεν αντέχω την αναμονή και δεν ξέρω πώς να αντιμετωπίσω την πληκτική πραγματικότητα. Η ψευδαίσθηση είναι πιο απολαυστική. Στα προσωπικά μου, ενώ είμαι πολύ καλά μαζί σου και νιώθω ασφάλεια, σκέφτομαι ότι κάπου γίνεται ένα πάρτι κι εγώ το χάνω. Αυτό το «κάπου γίνεται ένα πάρτι κι εγώ το χάνω» παίζει σε πολλά θέματα του ψυχισμού και του μυαλού μου. Πάντα σκέφτομαι το άλλο που συμβαίνει. Εχω ένα θέμα, ας πούμε, με έναν φίλο μου που είναι διαρκώς χαρούμενος. Θέλω να δω και το σκοτεινό κομμάτι του άλλου. Το κάνω και με τον Μάκη αυτό: Θέλω να τον πιέζω για να σκοτεινιάσει και να δω και το άλλο του κομμάτι. Δεν είναι τίμιο, αλλά έτσι ενεργοποιώ και άλλα κομμάτια».
Μ.Π.: «Δύσκολα αντιμετωπίζεται. Εγώ είμαι αρκετά ήσυχος. Θεωρώ κάποια πράγματα δεδομένα. Οτι η πραγματικότητα είναι αυτή που είναι. Αυτός είναι ο τρόπος μου για να μην πελαγώνω».
Γ.Χ.: «Εγώ και την εκλογίκευση, ψευδαίσθηση τη βρίσκω. Κάπου στο ενδιάμεσο είναι η αλήθεια, και πάντα στο παρόν».

Τι σας εξοργίζει;
Γ.Χ.: «Το ότι υπάρχει σπατάλημα ενέργειας… Οτι τα πράγματα δεν είναι όπως τα θέλω. Στην Ελλάδα η πολιτική, η οικονομία είναι έτσι. Πρέπει πάνω σε αυτό να κάνεις κάτι. Η ψευδαίσθηση σήμερα είναι γιατί να μην ήταν ο Αντρέας πάλι εδώ. Κι αυτό είναι μνήμη. Ψευδαίσθηση είναι ότι χρειάζεσαι τρία αυτοκίνητα. Πούλα τα δύο. Υπάρχει ένα κομμάτι στην κοινωνία που ψάχνει για τον Αντρέα. Κι αυτό εμένα με θυμώνει. Δεν μπορώ να γκρινιάξω άλλο, βαρέθηκα. Γι’ αυτό κάνω καλύτερο τον τρόπο που ζω. Περπατάω περισσότερο, κάνω ανακύκλωση, έρχομαι στην πρόβα μου στην ώρα μου, δουλεύω, ακολουθώ κάποιους νόμους, ασφαλίζομαι. Αυτά μπορώ».
Μ.Π.: «Εμένα με εξοργίζουν τόσα πολλά. Αν έπρεπε να πω ένα, είναι η βλακεία. Θα ήθελα οι νέοι άνθρωποι να έχουν μέσα τους την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Λέμε ότι η πραγματικότητα είναι δεδομένη, γιατί εμείς τη δεχόμαστε έτσι. Τα πράγματα για να αλλάξουν πρέπει να τα πάρεις από την αρχή, ξεκινώντας από την παιδεία. Σε όλα τα θέματα αυτή είναι η βάση. Θα ήθελα ο καθένας μας να θέλει να αλλάξει τα πράγματα. Αλλά κι αυτό έχει να κάνει με τη βλακεία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ