«Παρότι υπήρχε μια σχετική φημολογία, που οπωσδήποτε με ανάγκασε να σκεφτώ το ενδεχόμενο αυτό, η πρόταση ήρθε και έπρεπε να την αποδεχτώ ή να την απορρίψω, όπως είχα ήδη κάνει δύο φορές στο παρελθόν…».

Σχολιάζοντας την πρόταση της υπουργού Πολιτισμού Λυδίας Κονιόρδου να αναλάβει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο Γιώργος Κουμεντάκης έκρινε πως ήρθε πλέον «το πλήρωμα του χρόνου». Σε λιγότερο από έναν μήνα, στις 3 Φεβρουαρίου, αναλαμβάνει το «τιμόνι» του μοναδικού λυρικού θεάτρου της χώρας στην πλέον κομβική στιγμή της πολύχρονης ιστορίας του, εν όψει της μεταστέγασής του στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος στο Φάληρο.


Η ανακοίνωση του ονόματος του συνθέτη –και καλλιτεχνικού υπευθύνου ως τώρα της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ –παραμονές Πρωτοχρονιάς προκάλεσε ενθουσιασμό και γέννησε μεγάλες προσδοκίες. Πώς αντιμετωπίζει ο ίδιος την πρόκληση; Ποιες είναι οι προτεραιότητες και οι βασικές επιδιώξεις του; Για αυτά και για άλλα πολλά ακόμα μιλάει στο «Βήμα της Κυριακής». Περισσότερα τον προσεχή Μάρτιο, οπότε και σχεδιάζει να ανακοινώσει τον πλήρη προγραμματισμό της σεζόν 2017-2018 έχοντας στο μεταξύ νωρίτερα γνωστοποιήσει τις εκδηλώσεις της Εναλλακτικής Σκηνής.


Tι σημαίνει άραγε για εσάς το ότι αναλαμβάνετε τη Λυρική στην πιο κομβική ίσως στιγμή της ιστορίας της;
«Η ΕΛΣ είναι ένας οργανισμός με σπουδαία ιστορία, με παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η συγκυρία της μετάβασης στις υπέροχες εγκαταστάσεις της στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος σηματοδοτεί μια νέα αρχή, που είναι ευκαιρία να γίνει σε όλα τα επίπεδα: καλλιτεχνικό, οργανωτικό, στη σχέση με το κοινό, στο ρεπερτόριο. Στην τέχνη το να ξεκινάς από την αρχή είναι η προϋπόθεση της δημιουργίας. Ετσι έκανα με τη μουσική μου, έτσι σκοπεύω να προσεγγίσω και την πρόκληση της διεύθυνσης της ΕΛΣ».
Με δεδομένο το ότι η όπερα είναι ακριβό είδος, θεωρείτε πως μέσα σε συνθήκες τόσο βαθιάς κρίσης μπορεί να συντηρηθεί με αξιώσεις και, ακόμη περισσότερο, να παίξει έναν δυναμικό κοινωνικό ρόλο;
«Το μουσικό θέατρο είναι όντως είδος ακριβό, το οποίο μόνο με γενναία κρατική χρηματοδότηση μπορεί να επιβιώσει. Αυτό ισχύει ακόμα και στις πιο οικονομικά φιλελεύθερες οικονομίες. Ωστόσο η οικονομική παράμετρος δεν είναι η μόνη καθοριστική. Η Ελλάδα είχε πλούσια μουσικοθεατρική ζωή για δεκαετίες, σε δύσκολες εποχές, χωρίς καμία επιχορήγηση. Εκατοντάδες παραστάσεις όπερας και οπερέτας ανέβαιναν και παρακολουθούνταν από χιλιάδες θεατές, γιατί υπήρχε μια ανάγκη που τους οδηγούσε εκεί. Αυτή την ανάγκη για την όπερα και το μουσικό θέατρο θέλουμε να βρούμε και πάλι. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Οπερες σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες είναι τα εμβληματικότερα κτίρια των μεγάλων πόλεων. Η Οπερα είναι η κιβωτός της ταυτότητας κάθε χώρας. Εκεί καλλιεργούνται οι ελπίδες της κάθε κοινωνίας. Η μετάβαση στο ΚΠΙΣΝ είναι μετάβαση σε μια τέτοια κιβωτό. Ας δούμε την ελπίδα της κιβωτού κι όχι τον κατακλυσμό».
Ωστόσο η δύσκολη οικονομική συγκυρία είναι αναμφισβήτητη. Πώς σκέφτεστε να την αντιμετωπίσετε;
«Μπαίνουμε πια στον ένατο χρόνο της κρίσης. Το βρίσκω λίγο περίεργο να μιλάμε σαν η ζωή μας να άλλαξε χθες. Φοβάμαι πως δεν πρέπει να συζητάμε πλέον για συγκυρία, αλλά για μια κατάσταση που θα καθορίσει τη ζωή μας για καιρό. Κι έτσι, πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε βιώσιμες και ρεαλιστικές λύσεις μέσα στο πλαίσιο που έχουμε. Ενα πρώτο πεδίο που πρέπει να καλλιεργήσουμε είναι αυτό της εξεύρεσης πόρων. Τα μεγάλα λυρικά θέατρα του κόσμου έχουν αναπτύξει εξαιρετικές πρακτικές προς την κατεύθυνση αυτή και είναι καιρός, γιατί είμαστε πολύ πίσω, να υιοθετήσουμε κι εμείς τη λογική αυτή. Βεβαίως, δεν μιλάμε μόνο για την κλασική έννοια της χορηγίας, αλλά για ένα πλέγμα δράσεων, το οποίο σκοπεύω άμεσα με την ανάληψη των καθηκόντων μου να προωθήσω».
Το ζήτημα του λειτουργικού κόστους του ΚΠΙΣΝ πάντως έχει απασχολήσει αρκετά την κοινή γνώμη…
«Πράγματι, και εν μέρει δικαιολογημένα. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό τόσο για τους φίλους της ΕΛΣ όσο και για τον κρατικό μηχανισμό να μην ξεχνούν πως με τη μετάβαση της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ γίνεται μια επένδυση που έχει συνολικά ευεργετικές επιδράσεις στην οικονομία: μια ολόκληρη πλευρά της πόλης που ήταν εντελώς παραμελημένη παίρνει ζωή, ανεβαίνουν οι αξίες γης, ο τουρισμός, ανοίγουν επιχειρήσεις, κάτι που έχει συνέπεια τη μεγάλη αύξηση των κρατικών εσόδων».


Ποιες θα είναι οι πρώτες σας προτεραιότητες ως καλλιτεχνικού διευθυντή;
«Ο διορισμός ενός αναπληρωτή οικονομικού και διοικητικού διευθυντή, όπως άλλωστε επιτάσσει και ο πρόσφατος νόμος για τις κρατικές σκηνές, καθώς και ενός αναπληρωτή καλλιτεχνικού διευθυντή. Πιστεύω πως πρέπει να περάσουμε σε ένα διαφορετικό σύστημα διοίκησης. Ηδη υπάρχουν στην ΕΛΣ εξαιρετικά υψηλών προσόντων συνεργάτες, τους οποίους θα αξιοποιήσω δίνοντάς τους περισσότερες ευθύνες και εκτελεστικά καθήκοντα. Το ίδιο, θα αξιοποιήσω καθέναν και καθεμία εργαζόμενη που θέλει να δουλέψει για τη βελτίωση του οργανισμού. Πιστεύω στη δύναμη των ομάδων και έχω την εμπειρία των Ολυμπιακών, όπου ένα αδιανόητα μεγάλο έργο έγινε εφικτό μέσα από την ένωση δυνάμεων».


Εχοντας υπόψη σας τη διεθνή κλίμακα, πού θα τοποθετούσατε σήμερα τη Λυρική Σκηνή της Αθήνας;
«Η ζωντανή τέχνη, οι παραστατικές τέχνες είναι ένα κατ’ αρχήν τοπικό φαινόμενο. Οσο κι αν η όπερα είναι ένα διεθνές σύστημα, ολοένα και πιο στενά διασυνδεδεμένο, αυτό που στο τέλος μετράει είναι το ζωντανό γεγονός με το οποίο έρχεται σε επαφή ο θεατής. Το ζήτημα δεν είναι να κάνουμε τη Λυρική Σκηνή «εφάμιλλη» της Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης ή της Βασιλικής του Λονδίνου, αλλά εφάμιλλη των προσδοκιών και των αναγκών του κοινού της. Αλλωστε σήμερα όποιος θέλει μπορεί να παρακολουθήσει μια «ζωντανή» αναμετάδοση όπερας σε έναν κινηματογράφο. Θεωρητικά, αν αυτό αρκούσε στους θεατές τα μικρότερα θέατρα θα έπρεπε να είχαν κλείσει.
Στην ουσία της ερώτησής σας: Η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει αυτή τη στιγμή την κλίμακα ενός περιφερειακού ευρωπαϊκού θεάτρου. Με το πέρασμα στο ΚΠΙΣΝ, έχει τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε μεγάλο ευρωπαϊκό θέατρο, καθώς πλέον τα αρχιτεκτονικά και οργανωτικά δεδομένα μας αλλάζουν».


Ποια είναι η σημαντικότερη επιδίωξή σας ως καλλιτεχνικού διευθυντή;
«Αν και βρίσκω κάπως παρακινδυνευμένο να κάνω κάτι τέτοιο τώρα, η επιδίωξή μου είναι να προσφέρουμε στην κοινωνία. Πρέπει όλοι όσοι εργαζόμαστε στον δημόσια επιχορηγούμενο πολιτισμό να έχουμε την αίσθηση της προσφοράς, όχι με όρους ευκολίας, να κάνουμε «αυτό που ζητάει ο κόσμος», αλλά με όρους ουσίας, να κάνουμε αυτό που χρειάζεται η κοινωνία. Και αυτή είναι τελικά και η ευθύνη που παίρνει ένας καλλιτεχνικός διευθυντής: να ορίσει το χρήσιμο, το επωφελές, κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό από το δημοφιλές και το ευπώλητο».
Τα τελευταία χρόνια ακούστηκε πολύ –από πλευράς όλων ή έστω των περισσότερων μεγάλων καλλιτεχνικών οργανισμών –η λέξη «εξωστρέφεια». Πώς την αντιλαμβάνεστε;
«Η εξωστρέφεια έχει γίνει κάτι σαν σλόγκαν. Οι λέξεις είναι πολύτιμες, γι’ αυτό και το ξόδεμά τους τις εξαντλεί. Θεωρώ πως από την ουσία της εξωστρέφειας των πολιτιστικών οργανισμών έχει μείνει το λιγότερο ευγενές περιεχόμενο της λέξης: αυτό που αναφέρεται στην κοινωνικότητα. Προσωπικά, με ενδιαφέρει αυτό που βρίσκεται στην ουσία της εξωστρέφειας: η επαφή με την κοινωνία και η λογοδοσία σε αυτήν. Η διαρκής, αλλά και αθόρυβη έγνοια για τις αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες, για τα άτομα με αναπηρίες, για τα παιδιά και τους νέους. Βεβαίως και πρέπει η Λυρική να συμμετέχει σε εκδηλώσεις κοινωνικής χαράς, όμως δεν πρέπει να σταματά εκεί, αλλά να μπαίνει και στα δύσκολα της επαφής με την κοινωνία».


Τις σχέσεις με το εξωτερικό πώς τις σκέπτεσθε;
«Ο Μύρων Μιχαηλίδης με την υποστήριξη της δωρεάς του ΙΣΝ έχει δρομολογήσει μια σειρά από διεθνείς συμπαραγωγές, στην ουσία διεθνείς μετακλήσεις παραστάσεων. Είναι πολύ ευχάριστο το ότι στα επόμενα χρόνια θα έχουμε την ευκαιρία να ανεβάσουμε στην ΕΛΣ κάποιες παραγωγές της Βασιλικής Οπερας του Λονδίνου. Ωστόσο η λογική των ενοικιάσεων δεν είναι αυτή που προσωπικά με εκφράζει κι ας είναι μια διεθνής πρακτική. Θα ήθελα οι συμπαραγωγές που θα αναπτύξουμε να είναι ουσιαστικές, υπό την έννοια της από κοινού ανάπτυξης του καλλιτεχνικού περιεχομένου και της δημιουργικής ομάδας. Αυτό βεβαίως θέλει χρόνο και, κυρίως, την ανεύρεση των θεάτρων εκείνων με τα οποία μοιραζόμαστε κοινή αισθητική, παρόμοια κλίμακα μεγέθους, κοινούς στόχους».


Πώς σχεδιάζετε να συνδυάσετε το συνθετικό σας έργο με τα νέα διοικητικά σας καθήκοντα;
«Η σύνθεση είναι μια πολύ ευαίσθητη, προσωπική διαδικασία, η οποία πάντα βρίσκει τρόπους να εκφραστεί. Στα τόσα χρόνια που εργάζομαι ως συνθέτης, έχω αναπτύξει έναν δημιουργικό μηχανισμό που είναι πλέον σχεδόν ανεξάρτητος από την καθημερινότητά μου. Τα δώδεκα χρόνια που έζησα στην Τήνο με έχουν θωρακίσει ως προς αυτό. Θα συνεχίσω να γράφω όπως και πριν, παρότι γνωρίζω ότι θα εργάζομαι εξαντλητικά για τις ανάγκες της ΕΛΣ. Ξέρω πώς να γεμίζω και το παραμικρό κενό χρόνου με δημιουργικότητα, είναι κάτι που το έχω κατακτήσει με αγώνα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ