Anne Applebaum
Σιδηρούν παραπέτασμα. Συνθλίβοντας την Ανατολική Ευρώπη, 1944-1956

Μτφρ. Κώστας Κουρεμένος
εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2015
σελ. 572, τιμή 26,50 ευρώ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Μαξ Λίνγκνερ, γερμανός κομμουνιστής ζωγράφος που είχε διαφύγει στη Γαλλία επί ναζισμού και επιστρέψει στην Ανατολική Γερμανία το 1949, έλαβε την παραγγελία να φιλοτεχνήσει μια μεγάλη τοιχογραφία στο Βερολίνο, στην πλαϊνή όψη του υπουργείου Αεροπορίας του Χέρμαν Γκέρινγκ το οποίο πλέον προοριζόταν στον δεύτερο βίο του να στεγάσει κυβερνητικές υπηρεσίες υπό το όνομα «Σπίτι των Υπουργείων». H «Aufbau der Republik» («Η οικοδόμηση της Δημοκρατίας») είχε μήκος 24 μέτρων, επιφάνεια από πορσελάνινα πλακάκια Meissen, απεικόνιζε ένα πανόραμα σοσιαλιστικού ρεαλισμού με ενθουσιώδεις οικογένειες, εργατικούς μηχανικούς, χαμογελαστούς αστυνομικούς και σοφούς γηραιούς κομματικούς ηγέτες και παραδόθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1953. Το ενδιαφέρον δεν έγκειται στη σύλληψη ή την εκτέλεση, αλλά στη διαδικασία διαμόρφωσης του εικαστικού περιεχομένου. Ο Λίνγκνερ βαρυνόταν με κάποια μικροαποτυχία στον διάκοσμο του εορτασμού της εργατικής Πρωτομαγιάς, με αποτέλεσμα η ανάθεση της τοιχογραφίας να γίνει υπό «την προϋπόθεση ότι θα τη σχεδίαζε σε στενή συνεργασία με τον Οτο Γκρότεβολ, τον τότε πρωθυπουργό της Ανατολικής Γερμανίας». Επικριτικά τα πρωθυπουργικά σχόλια στα προσχέδια του έργου, τόνιζαν ότι «ο ζωγράφος δεν έχει καταλάβει τη σημασία της βιομηχανίας στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού», αντιτίθονταν στην τοποθέτηση ενός διανοούμενου στο κέντρο της σύνθεσης γιατί «ο πραγματικός γενεσιουργός και δραστικός παράγοντας αυτής της συμμαχίας είναι η εργατική τάξη», έβρισκαν ότι «τα χρώματα δεν ήταν ισορροπημένα», κάποιες από τις μορφές ήταν «πολύ στατικές» και «δεν εξέφραζαν τη μεγάλη πορεία της κοινωνίας προς τα εμπρός». Η Αν Απλμπαουμ έχει να αφηγηθεί πολύ πιο επώδυνες στιγμές στο «Σιδηρούν παραπέτασμα», την ιστορία της ποδηγέτησης της Ανατολικής Ευρώπης από τη Σοβιετική Ενωση μεταξύ 1944 και 1956. Ομως το επεισόδιο είναι ενδεικτικό νοοτροπιών και μηχανισμών ελέγχου δια των οποίων το κομμουνιστικό κόμμα, αφού άλωσε την κοινωνία των πολιτών, ταυτίστηκε με το κράτος και άσκησε δικτατορικά την εξουσία.
Ωρα μηδέν
Το προοίμιο των εξελίξεων βρίσκεται στη «Stunde Null», τη λεγόμενη «ώρα μηδέν» αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Μάιο του 1945, όταν η παρουσία του Κόκκινου Στρατού στην ανατολική Ευρώπη μετέτρεψε τις πολιτικές συνθήκες από αυτές της απελευθέρωσης σε εκείνες μιας de facto κατοχής. Εστιάζοντας σε τρεις χώρες (Πολωνία, Ουγγαρία, Ανατολική Γερμανία), η Απλμπαουμ εντοπίζει κοινά στάδια στην κατάληψη του κράτους. «Σταλινίσκοι» όπως ο Μπόλεσλαβ Μπιέρουτ στην Πολωνία, ο Μάτιας Ράκοζι στην Ουγγαρία, ο Βάλτερ Ούλμπριχτ στην Ανατολική Γερμανία ανήλθαν στα κομματικά αξιώματα με τις ευλογίες της Μόσχας. Αναμείχθηκαν στις απελάσεις συνολικά 12 εκατ. Γερμανών και γερμανόφωνων από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες κερδίζοντας ένα ποσοστό αποδοχής για τα γενικά μη δημοφιλή κόμματά τους, διατήρησαν στις πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις τα πρωτεία στις υπηρεσίες ασφαλείας και τα υπουργεία Εσωτερικών και με αυτά ως εφαλτήρια έλεγξαν ή κατήργησαν, νομότυπα ή δια της βίας, θεσμούς της πολιτικής κοινωνίας από προσκοπικές οργανώσεις ως πολιτικά κόμματα. Μονοπωλώντας το ραδιόφωνο και τον Τύπο δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την κατίσχυση στις κάλπες μεταξύ 1945 και 1946.

Το μοντέλο λειτούργησε στις ημιελεύθερες εκλογές της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας, απέτυχε όμως, για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 1945 στην Ουγγαρία, όπου το κομμουνιστικό κόμμα ήρθε τρίτο με ποσοστό μόλις 16,9%. Χρειάστηκε ένας συνδυασμός εκστρατείας εκφοβισμού, σπίλωσης προσώπων, εσωτερικής υπονόμευσης ή συλλήψεων πολιτικών αντιπάλων με κατασκευασμένες κατηγορίες και αφαίρεση με διάφορα προσχήματα του εκλογικού δικαιώματος από 500.000 πολίτες προκειμένου να επικρατήσει στις νοθευμένες εκλογές του 1947.

Οταν η εξουσία στερεώθηκε, μετά το 1948, το απόγειο του σταλινισμού είδε την εθνικοποίηση της οικονομίας, την καταστολή της καθολικής και προτεσταντικής εκκλησίας και τη δήμευση των γαιών τους, την αναζήτηση «αντιδραστικών» και εσωτερικών εχθρών προκειμένου να σταλούν στα στρατόπεδα εργασίας και να επαναληφθούν οι θεατρικές δίκες «προδοτών» με τις οποίες εκκαθαρίστηκε το ΚΚΣΕ από τους αντιπολιτευόμενους τον Στάλιν μεταξύ 1936 και 1939. Εισαγόμενη τεχνογνωσία διευθέτησε το ζήτημα των καταναγκαστικών έργων: δεκάδες χιλιάδες πολωνοί κρατούμενοι στάλθηκαν απευθείας στα σοβιετικά γκουλάγκ στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Αιτίες και αφορμές δεν ήταν πάντα πολιτικές –στην Ουγγαρία κάποιος βρέθηκε στο περιβόητο στρατόπεδο του Ρετσκ «επειδή του αυτοκίνητό του είχε τρακάρει με το αυτοκίνητο του Ράκοζι», του ούγγρου σταλινίσκου. Ο Ράκοζι, όπως και ο Μπιέρουτ, ενεργοποίησαν υπό σοβιετική επίνευση το σχέδιο της διεξαγωγής θεατρικών δικών. Πολιτική κάλυψη μιας αποτυχημένης οικονομικής πολιτικής, επιχείρηση απαλλαγής από εσωκομματικούς αντιπάλους και συνωμοσιολογική εξήγηση της υστέρησης του καθεστώτος ως προς την καπιταλιστική Ευρώπη ή την υπόσχεσή του για αλματώδη άνοδο του βιοτικού επιπέδου, οι δίκες απέληξαν στις εκτελέσεις προβεβλημένων στελεχών. Δεκάδες άτομα στην Ανατολική Γερμανία, την Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία ομολόγησαν έπειτα από βασανιστήρια μια ποικιλία εγκλημάτων: κατασκοπεία, τιτοϊσμό, σιωνισμό, εσχάτη προδοσία. Ακολούθησε σειρά εκτελέσεων με σημαντικότερες εκείνες του υπουργού Εξωτερικών της Ουγγαρίας, Λάζλο Ράικ, το 1949, και του γενικού γραμματέα του τσεχοσλοβακικού κομμουνιστικού κόμματος, Ρούντολφ Σλάνσκι, το 1952.
Απρόθυμοi συνεργάτες
Αν οι καταδίκες αμαύρωσαν τη φήμη του κομμουνισμού στη Δύση, η κατάπνιξη των εξεγέρσεων στο ανατολικό Βερολίνο το 1953 και στην Ουγγαρία το 1956, με θύματα περίπου 50 άτομα στην πρώτη περίπτωση και κάπου 2.500 στη δεύτερη, οδήγησε σε μαζικές αποχωρήσεις από τα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα. Το ερώτημα γιατί αυτές οι πράξεις αντίστασης δεν διευρύνθηκαν συναρτάται από την Απλμπαουμ με «το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα του σοβιετικού κομμουνισμού»: το σταλινικό σύστημα «ήταν άριστο στο να δημιουργεί μεγάλες ομάδες ανθρώπων που δεν τους άρεσε το καθεστώς και που γνώριζαν πως η προπαγάνδα έλεγε ψέματα, αλλά που παρ’ όλα αυτά ένιωθαν πως ήταν αναγκασμένοι από τις συνθήκες να δουλέψουν μαζί του». Η κατασκευή της παθητικής συναίνεσης δημιούργησε «απρόθυμους συνεργάτες» των καθεστώτων, πολίτες άνευ ελευθεριών αναγκασμένους σε μια διπλή ζωή – εγκρίνοντας επιφανειακά τις βουλές της εξουσίας και τραγουδώντας «το κόμμα, το κόμμα, αυτό έχει πάντα δίκιο», όπως στον ύμνο του «Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος» της Ανατολικής Γερμανίας, κρατώντας τις αμφιβολίες, τις αντιρρήσεις και τις διαφωνίες για τον εαυτό τους.
Τέτοιοι πολίτες εμφανίζονται πολλοί στο βιβλίο της Απλμπαουμ. Περιπτώσεις όπως της Γιούλια Κολάρ, εργάτριας κατασκευής τούβλων σε εργοτάξιο χαλυβουργείου στην ουγγρική πόλη Στάλινβαρος που θυμάται με νοσταλγία τη δουλειά της στην πρώτη αποκλειστικά γυναικεία οικοδομική ταξιαρχία, ή της ανατολικογερμανίδας δημοσιογράφου Ελφρίντε Μπρίνινγκ, ενθουσιώδους υπέρμαχου του συστήματος αρχικά, κριτικής των μεθόδων του αργότερα, είναι οι λιγότερο συχνές. Στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι ιστορίες των προσώπων του «Σιδηρού παραπετάσματος» ταυτίζονται με αυτή του ούγγρου ποιητή Γκεόργκι Φάλουντι, τρόφιμου στρατοπέδου εργασίας, της συμπατριώτισσάς του ψυχαναλύτριας Λίλι Χόιντου-Γκίμες που αυτοκτόνησε το 1960, τέσσερα χρόνια μετά την εκτέλεση του γιου της για τη συμμετοχή του στην επανάσταση του 1956. Αυτό το ανθρώπινο πρόσωπο του υπαρκτού σοσιαλισμού δίνει στην καίρια και δυναμική ανάλυση της Αν Απλμπαουμ την τραγική διάσταση μιας ολόκληρης πεντηκονταετίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ