Μπορεί η Γενεύη να είναι μία από τις πιο ήρεμες και ασφαλείς πόλεις του κόσμου, ειδικά ενός κόσμου που κάθε μέρα που περνάει γίνεται πιο επικίνδυνος όπως στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όμως, όσον αφορά στο Κυπριακό, η μαγευτική κοσμοπολιτική μητρόπολη στις όχθες της λίμνης Λεμάν μπορεί πολύ σύντομα να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη όχι για τους ανέμελους τουρίστες και τους κατοίκους τους, αλλά τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ελλαδα.
Ο λόγος γι αυτό είναι ότι αν τελικά, σε λίγες ημέρες από σήμερα, ξεκινήσουν οι πολυμερείς διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό χωρίς τις στοιχειώδεις απαραίτητες προυποθέσεις που όμως μέχρι στιγμής δεν έχουν επιτευχθεί, θα είναι πολύ πικρές τόσο για τη Λευκωσία όσο και για την Αθήνα.
Η περίφημη πολυμερής δεν είναι νοητό να αρχίσει χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί τα minima, τουλάχιστον ως προς τις εγγυήσεις, την αποχώρηση του τουρκικού στρατού, το εδαφικό και τη διεθνή προσωπικότητα που θα έχει η Λευκωσία πριν την έναρξη τέτοιων συνομιλιών.
Ο δρόμος που μας χωρίζει ακόμα από όλα αυτά, είναι τεράστιος και το χάσμα, μέχρι στιγμής, αγεφύρωτο. Αν πάμε λοιπόν έτσι, στην ουσία η, κατά τα λοιπά όλο και πιο επιθετική Τουρκία, θα πετύχει την έμμεση νομιμοποίηση όλων των θέσεών της στα πιο πάνω ζητήματα – και όχι μόνον.
Αυτό σημαίνει ότι όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα στη Γενεύη στα μέσα Ιανουαρίου, αυτό θα είναι εξαιρετικά εις βάρος της Κύπρου και της Ελλάδας: αν μεν οι πιέσεις είναι τέτοιες που επιβάλλουν «λύση» σε αυτές τις βάσεις, η «λύση» αυτή θα είναι καταστροφή, χειρότερη από εκείνη που θα έφερνε το Σχέδιο Ανάν – από την απόρριψη του οποίου η Κύπρος δεν έπαθε τίποτα παρά τα όσα καταστροφικά έλεγαν τότε οι υποστηρικτές της ντε και καλά υπογραφής του.
Αν πάλι δεν βγει «λύση», η Τουρκία θα έχει ήδη de facto νομιμοποιήσει ένα νέο, πολύ δυσμενέστερο για την Κύπρο πλαίσιο συζήτησης, από το οποίο ουδέποτε πια θα μπορεί να ξεφύγει κάθε συζήτηση ή απόπειρα λύσης για το Κυπριακό.
Γι αυτούς τους λόγους, η διάσκεψη στη Γενεύη δεν πρέπει να γίνει, καθώς η Αγκυρα και η πλήρως ελεγχόμενη από αυτήν τουρκοκυπριακή «κυβέρνηση», δεν πρόκειται να κάνει ούτε βήμα πίσω. Αντίθετα, θα πιέζει με όλους τους τρόπους και την Ελλάδα και την Κύπρο.
Σε αυτές τις πιέσεις, δεν πρέπει να υποκύψουν οι δύο χώρες. Πρέπει να κρατήσουν σθεναρή στάση και να περιμένουν. Πρέπει να ενισχύσουν την προσέγγισή τους με το Λονδίνο, καθώς και, κυρίως, να αναμένουν την ανάληψη των καθηκόντων της νέας Αμερικανικής κυβέρνησης, με την οποία πρέπει – και μπορούμε – να δούμε το Κυπριακό από την αρχή. Είναι αδιανόητο, αληθινά καταστροφικό, να βιαστούμε τώρα για μία «λύση».