Η ψήφος υπέρ του Brexit στη Βρετανία, η ήττα του ιταλού πρώην πρωθυπουργού
Ματέο Ρέντσι στο δημοψήφισμα, και η μετέπειτα παραίτησή του, και η εκλογή του
Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ προξένησαν τη δημιουργία ενός κενού εξουσίας στη Δύση και στην Ευρώπη.
Σε μια περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη καλείται να λάβει σημαντικές συλλογικές αποφάσεις σε οικονομικό επίπεδο αλλά και όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, εσωτερικά ζητήματα απασχολούν τα μεγαλύτερα μέλη της ΕΕ, όπως η Γαλλία, η Βρετανία, η Ισπανία και η Ιταλία. Κατά συνέπεια, ασκείται ολοένα περισσότερη πίεση στην Ανγκελα Μέρκελ και την κυβέρνησή της να ορθώσουν το ανάστημά τους και να ηγηθούν της Ευρώπης.
Αλλά την ώρα που η Γερμανία επιθυμεί να επιδείξει τις ηγετικές ικανότητές της, έχει ανάγκη από ευρωπαίους εταίρους πρόθυμους να δεσμευτούν και να συμβιβαστούν. Οι επικριτές της Γερμανίας έχουν δίκιο να δηλώνουν πως η χώρα θα μπορούσε να είναι πιο δεκτική στις προτάσεις τους αλλά πολλά από τα παράπονα όσον αφορά τη Γερμανία ήταν άδικα.
Για παράδειγμα, η γερμανική κυβέρνηση έχει κατηγορηθεί ότι απορρίπτει την αλληλεγγύη ως μέσο αντιμετώπισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Αλλά, ενώ τα γερμανικά μέτρα μερικές φορές εφαρμόζονται πολύ αργά, ή είναι κακοσχεδιασμένα – όπως η πρόταση για ένα «προσωρινό Grexit» -, η κυβέρνηση της Γερμανίας έχει καταλήξει σε συμφωνίες για πολλά προγράμματα διάσωσης, για τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και για την τραπεζική ένωση της ΕΕ. Επιπρόσθετα, η Γερμανία φέρει και το μεγαλύτερο βάρος όσον αφορά την οικονομική διαχείριση της κρίσης.
Αναμφίβολα, πολλοί Γερμανοί παρασύρθηκαν από την εμμονή τους με τη δημοσιονομική λιτότητα αλλά και από τις επικρίσεις τους όσον αφορά τη στάση της ΕΕ σχετικά με τη νομισματική πολιτική. Αλλά είναι δικαιολογημένα απογοητευμένοι από τον αργό ρυθμό με τον οποίο πραγματοποιούνται οι όποιες οικονομικές μεταρρυθμίσεις ανά την Ευρώπη. Σε γενικές γραμμές, οι Γερμανοί είναι βαθιά φιλοευρωπαίοι και η γερμανική κυβέρνηση έχει κάνει περισσότερα για την Ευρώπη από όσα της αναγνωρίζουν.
Τα λάθη της ηγεσίας είναι εύκολο να εντοπιστούν και να γίνουν αντικείμενο κριτικής κατόπιν εορτής. Είναι πιο αποτελεσματικό να κρίνονται οι όποιες αποφάσεις με σημείο αναφοράς τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες όταν ελήφθησαν και να λαμβάνονται υπόψη τα μαθήματα του παρελθόντος κατά τη λήψη μελλοντικών αποφάσεων.
Με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, η γερμανική κυβέρνηση – οποιαδήποτε κυβέρνηση – θα είχε ενεργήσει διαφορετικά όσον αφορά την ελληνική κρίση χρέους, τη δημοσιονομική πολιτική και το δημοψήφισμα για το Brexit.
Κατ’ επέκταση, ένα πιο δίκαιο σημείο αναφοράς για τα πεπραγμένα της γερμανικής ηγεσίας είναι τα πεπραγμένα άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Θα βρισκόταν σε καλύτερη θέση σήμερα η Ευρώπη εάν η γερμανική κυβέρνηση ακολουθούσε την πορεία που πήραν οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας;
Ακόμη και αν η Μέρκελ αργοπόρησε για την αντιμετώπιση των κρίσεων στην Ιταλία και στην Ελλάδα, έχει επίσης επιδείξει εξαιρετική ανεκτικότητα, ανοικτό πνεύμα, και προνοητικότητα. Σε δύο βασικούς τομείς – την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης και τη διαχείριση της ρωσικής επιθετικότητας – η κυβέρνησή της έχει επιδείξει περισσότερη αλληλεγγύη από ό,τι τα περισσότερα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Επιπλέον, η κυρία Μέρκελ επέδειξε εξαιρετικές ηγετικές ικανότητες και όσον αφορά τον τρόπο που απάντησε στην επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ. Τον συνεχάρη και τάχθηκε υπέρ μιας στενής συνεργασίας μεταξύ των δύο πλευρών στη βάση «κοινών αξιών» όπως «η δημοκρατία, η ελευθερία καθώς επίσης το κράτος δικαίου και η αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου». Η γερμανίδα καγκελάριος είναι επίσης η πιο σημαντική και με τη μεγαλύτερη κατανόηση εταίρος της κυβέρνησης της Βρετανίας στις επικείμενες διαπραγματεύσεις για το Brexit.
Τα ποσοστά αποδοχής της κυρίας Μέρκελ εξακολουθούν να προκαλούν τον φθόνο των υπόλοιπων ευρωπαίων ηγετών ενώ ενδέχεται να είναι η τελευταία ισχυρή και μη λαϊκίστρια επικεφαλής κυβέρνησης στις μεγάλες χώρες της Δύσης. Το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου στην Ιταλία είναι πιθανό να ήταν το τελευταίο μήνυμα αφύπνισης για την Ευρώπη ώστε να δράσει συλλογικά με στόχο τη διαχείριση του κοινωνικού διχασμού, του πολιτικού εξτρεμισμού και της εντεινόμενης οικονομικής και πολιτικής κρίσης.
Η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος της την ώρα που ορθώνεται για να αναλάβει την ηγεσία της Ευρώπης. Αλλά δεν μπορεί να το πράξει μόνη της. Οι κυβερνήσεις της Ευρώπης πρέπει να σταματήσουν να επικρίνουν τη Γερμανία με στόχο να αποσπάσουν την προσοχή από τις δικές τους αποτυχίες. Η Γερμανία έχει ανάγκη από τους εταίρους της για την εξεύρεση συγκεκριμένων λύσεων στην εντεινόμενη κρίση της Ευρώπης.
Ο κ. Marcel Fratzscher, πρώην ανώτερος σύμβουλος στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι καθηγητής Μακροοικονομίας και Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου.
HeliosPlus