Το Ifo ανακινεί θέμα εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ

Από τον Χανς-Βέρνερ Σιν τα περίμενε κανείς όλα. Η καχυποψία του επί 17 συναπτά έτη προέδρου του ανεξάρτητου γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου Ifo απέναντι στον ευρωπαϊκό Νότο - καχυποψία που μερικές φορές άγγιζε τα όρια της προκατάληψης - θα δικαιολογούσε την αμφισβήτηση του status της Ιταλίας στην οικογένεια του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.

Από τον Χανς-Βέρνερ Σιν τα περίμενε κανείς όλα. Η καχυποψία του επί 17 συναπτά έτη προέδρου του ανεξάρτητου γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου Ifo απέναντι στον ευρωπαϊκό Νότο –καχυποψία που μερικές φορές άγγιζε τα όρια της προκατάληψης –θα δικαιολογούσε την αμφισβήτηση του status της Ιταλίας στην οικογένεια του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.

Τι σημαίνει, όμως, η ανακίνηση ζητήματος εξόδου της Ιταλίας από την Ευρωζώνη από το διάδοχο του Σιν, Κλέμενς Φούεστ; Μήπως είναι εν τέλει οι θεσμοί που καθορίζουν τα πρόσωπα;


«Το επίπεδο ζωής στην Ιταλία βρίσκεται σήμερα στο σημείο που βρισκόταν το έτος 2000. Αν αυτό δεν αλλάξει, οι Ιταλοί θα φθάσουν να πουν ‘δεν θέλουμε πια να συμμετέχουμε στη ζώνη του ευρώ’»
. Αυτή ήταν η αποστροφή του νέου επικεφαλής του Ifo στην ημερήσια γερμανική εφημερίδα «Tagesspiegel» που άναψε φωτιές στη Ρώμη αλλά και στις Βρυξέλλες και σε πρωτεύουσες του ευρωπαϊκού Νότου, ενδεχομένως και στις διεθνείς αγορές ομολόγων και συναλλάγματος, αφού η εγκατάλειψη του ευρώ από την Ιταλία θα σημάνει και την κατάρρευση του κοινού νομίσματος.
Το ερώτημα λοιπόν που ευλόγως ανακύπτει είναι γιατί ο επικεφαλής του έγκυρου ανεξάρτητου ινστιτούτου που απηχεί τις απόψεις του γερμανικού οικονομικού και επιχειρηματικού κατεστημένου ανακίνησε ζήτημα κατάργησης του σπουδαιότερου επιτεύγματος της Ενωμένης Ευρώπης στην αρχή της χρονιάς που αυτή θα γιορτάσει τα 60 χρόνια της –στις 25 Μαρτίου 1957 υπεγράφη, ως γνωστόν, η Συνθήκη της Ρώμης και ξεκίνησε ουσιαστικά η κοινή οικονομικήκ αλλά και πολιτική πορεία των ευρωπαϊκών λαών, διότι όπως είχε πει κάποτε ο Αβραάμ Λίνκολν, «σύνορα που δεν τα περνούν εμπορεύματα, τα διασχίζουν στρατεύματα».
Είναι αλήθεια ότι μετά το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου και την παραίτηση του πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, που ακολούθησε, η ιταλική οικονομία μοιάζει ακόμα πιο εύθραυστη. Την αίσθηση αυτή δίνουν οι περιπέτειες των ιταλικών τραπεζών, που παραπαίουν υπό το βάρος κόκκινων δανείων που ξεπερνούν τα 360 δισ. ευρώ, η κατά την ΕΚΤ ανεπαρκής προσπάθεια διάσωσης της πλέον επικίνδυνης για να καταρρεύσει τράπεζας Monte dei Paschi di Siena, η αμφισβητούμενη προσπάθεια ενίσχυσης της μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας UniCredit, η εκτίναξη του δημοσίου χρέους στο 133% του ιταλικού ΑΕΠ, αλλά και η αναθεώρηση από την στατιστική αρχή (Istat) των προβλέψεων για την ανάπτυξη στο 0,8% το 2016 (από 1,1%) και στο εξίσου αναιμικό 0,9% για τη νέα χρονιά.
Είναι σαφές ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με την Ελλάδα και τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες, η ΕΕ δεν είναι σε θέση να προστρέξει προς αρωγή και διάσωση της Ιταλίας. Τα μεγέθη της μοιάζουν απαγορευτικά –πρόκειται για την τρίτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης μετά τη γερμανική και τη γαλλική. Εδώ οι Γερμανοί βουλευτές επαναστατούν στην προοπτική νέων εκταμιεύσεων προς την Ελλάδα και απαιτούν τη συμμετοχή του ΔΝΤ στα μνημόνια διάσωσης, θα εγκρίνουν πολλαπλάσιες εκταμιεύσεις για τη διάσωση της Ιταλίας;

«Εγκρίνοντας ένα σχέδιο διάσωσης για την Ιταλία η Bundestag θα φόρτωνε στους Γερμανούς φορολογούμενους οικονομικά βάρη που δεν μπορεί ούτε να υπολογίσει ούτε να ελέγξει»
, επισήμανε στην «Tagesspiegel» ο Κλέμενς Φούεστ. Και… τόλμησε την πρόβλεψη ότι, ως εκ τούτου, οι βουλευτές θα αρνούνταν να υπογράψουν ένα τέτοιο σχέδιο.
Ο γερμανός οικονομολόγος, δηλαδή, δήλωσε δημοσίως ότι θεωρεί πως οι Ευρωπαίοι (και πάντως η χώρα του) δεν πρόκειται να συναινέσουν σε διάσωση της Ιταλίας, η οποία αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα οικονομικά προβλήματα που έχουν επηρεάσει το επίπεδο ζωής των πολιτών της σε σημείο που είναι ζήτημα χρόνου να πουν «ως εδώ και μη παρέκει» και να πετάξουν τον στενό κορσέ του ευρώ που με την ισχύ του εμποδίζει την οικονομία τους να γίνει ανταγωνιστική. Γιατί;
Θα ήταν αδιανόητο να χαρακτηρίσει κανείς τις δηλώσεις του επικεφαλής του Ifo σαν «wishful thinking». Σαν μια προφητεία, δηλαδή, που ενδομύχως ο ίδιος θα επιθυμούσε να εκπληρωθεί. Κι αυτό επειδή η ευρωπαϊκή χώρα που ευνοείται περισσότερο από το κοινό νόμισμα είναι η Γερμανία. Η εκδοχή οι δηλώσεις να έγιναν για να πληγεί η ισοτιμία του ευρώ επίσης δεν φαίνεται πολύ πειστική, διότι το ευρώ έχει ήδη εξασθενήσει τους τελευταίους μήνες έναντι του δολαρίου και άλλων νομισμάτων και εξάλλου οι εξαγωγές των γερμανικών προϊόντων δεν έχουν δείξει ότι επηρεάζονται ουσιαστικά στις διεθνείς αγορές από το ισχυρό ευρώ.
Πειστικότερη μοιάζει η εκδοχή της προσέλκυσης κεφαλαίων στη γερμανική αγορά ομολόγων, στο μέτρο που η κινδυνολογία στρέφει επενδυτές προς την ασφάλεια των εκδόσεων της κυβέρνησης του Βερολίνου. Και εσχάτως οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων έπαψαν να είναι αρνητικές –των 10ετών ήταν τη Δευτέρα, 2 Ιανουαρίου, οριακά πάνω από το μηδέν. Οι επενδυτές δηλαδή έπαψαν να… πληρώνουν για να δανείζουν τη Γερμανία, όπως συνέβαινε κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της χρονιάς που πέρασε. Αλλά να είναι άραγε τόσο ιταμά τα αίτια της κινδυνολογίας του γερμανού οικονομολόγου με την τόσο σημαντική, από άποψη διεθνούς επιρροής, θέση;

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.