Περιορισμένες, κατά ορισμένους δε ελάχιστες, είναι πλέον οι ελπίδες να υπάρξει οριστική συμφωνία στο Κυπριακό κατά τη Διάσκεψη της Γενεύης. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες από το τρίγωνο Αθήνα – Λευκωσία – Αγκυρα, η προοπτική είναι ότι οι συνομιλίες που θα ξεκινήσουν σε ελβετικό έδαφος στις 9 Ιανουαρίου με τη συμμετοχή των Νίκου Αναστασιάδη και Μουσταφά Ακιντζί και στη συνέχεια στις 12 Ιανουαρίου με την παρουσία και των εγγυητριών δυνάμεων (και πιθανότατα της ΕΕ) δεν πρόκειται να καταλήξουν. Αντίθετα, πηγές κοντά στον στενό πυρήνα των διαπραγματεύσεων μιλούν ακόμη και για συνέχιση της διαδικασίας ως τον Ιούνιο του 2017.
Ο βασικός λόγος που οδηγεί τις ίδιες πηγές στο συμπέρασμα αυτό είναι οι εσωτερικές προτεραιότητες που έχει θέσει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αν και στην παρούσα φάση η τουρκική πλευρά δεν ομιλεί δημοσίως για το Κυπριακό, αφήνοντας τον τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί να το πράττει, έχει αρχίσει και διαμορφώνεται η άποψη ότι ώσπου να ξεκαθαρίσει ο κ. Ερντογάν το πεδίο με την πολιτειακή αλλαγή που επιδιώκει (δηλαδή τη μετατροπή της Τουρκίας σε Προεδρική Δημοκρατία) δεν προτίθεται να προβεί σε μείζονες κινήσεις στο Κυπριακό.
Σύμφωνα με την ίδια επιχειρηματολογία, η «ανίερη συμμαχία» του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί έχει ως αποτέλεσμα ο κ. Ερντογάν να μην επιθυμεί να διακινδυνεύσει τις «εθνικιστικές ψήφους» που κρίνονται απαραίτητες ώστε το πακέτο συνταγματικών μεταρρυθμίσεων να εγκριθεί με δημοψήφισμα. Η προσφυγή στις κάλπες τοποθετείται εντός της άνοιξης, με ορισμένους να ομιλούν για διεξαγωγή του δημοψηφίσματος τον προσεχή Απρίλιο ή και Μάιο. Εγκυροι αναλυτές σημειώνουν μάλιστα ότι ο πρόεδρος Ερντογάν γνωρίζει ότι η προσωπική του δημοτικότητα είναι μεν υψηλή (περί το 60%), αλλά οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό υπέρ των συνταγματικών αλλαγών κινείται ελαφρώς πάνω από το κρίσιμο όριο του 50%. Υπό αυτή την έννοια, ο τούρκος ηγέτης δεν θέλει να διακινδυνεύσει με κινήσεις που θα αποξένωναν σκληρούς δεξιούς ψηφοφόρους.
Οι προθέσεις Ερντογάν


Η ακριβής διάγνωση των προθέσεων Ερντογάν όμως είναι δύσκολη. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», απεσταλμένος του Λονδίνου είχε τις προηγούμενες ημέρες επαφές με τούρκους αξιωματούχους στην Αγκυρα σε μια προσπάθεια να τις διερευνήσει. Ο βρετανός αξιωματούχος συνάντησε στελέχη από το υπουργείο Εξωτερικών και το γραφείο του πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ, όχι όμως και του κ. Ερντογάν. Η εκτίμηση που μετέφερε σε συνομιλητές του ήταν ότι ο τούρκος πρόεδρος θα μεταβεί στη Γενεύη αποφασισμένος για λύση –χωρίς όμως να τους πείσει. Ο ίδιος αξιωματούχος είχε επαφές και στην Αθήνα, όπου το βασικό συμπέρασμα ήταν η νευρικότητα για το τι θα συμβεί στη Γενεύη. Στην Αθήνα, η επιφυλακτικότητα για τις τουρκικές προθέσεις είναι έκδηλη σε όλα τα επίπεδα. Την περασμένη Τετάρτη πραγματοποιήθηκε στην Αγκυρα συνάντηση εμπειρογνωμόνων των δύο υπουργείων Εξωτερικών με συμμετοχή, από ελληνικής πλευράς, του γενικού γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβη Δημήτρη Παρασκευόπουλου. Η κυβέρνηση τηρεί «σιγήν ιχθύος» και η αποτίμηση των συνομιλιών του κ. Παρασκευόπουλου επρόκειτο να γίνει κατά τη συνάντηση που θα είχαν το πρωί της Παρασκευής στο Μέγαρο Μαξίμου ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης. Παρόντες στη συνάντηση επρόκειτο να είναι οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδος και Κύπρου, Νίκος Κοτζιάς και Ιωάννης Κασουλίδης αντιστοίχως.
Η ανησυχία της Αθήνας


Η σοβαρότερη ανησυχία της Αθήνας είναι να μην εγκλωβιστεί στη Γενεύη και κυρίως να μην επωμιστεί το βάρος μιας αποτυχίας. Το «προηγούμενο του Μπούργκενστοκ» φαίνεται ότι βαραίνει στο ελληνικό «διπλωματικό υποσυνείδητο». Αυτός ήταν ο λόγος που η κυβέρνηση επεδίωκε και επιδιώκει μια συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν πριν από τη Διάσκεψη επί ελβετικού εδάφους, με τα χρονικά περιθώρια για την πραγματοποίησή της να στενεύουν. Επιθυμεί την καταγραφή μιας προσέγγισης, έστω επί της αρχής, στο θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας, όπου προς το παρόν οι θέσεις απέχουν παρασάγγας. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει ίσως να ενταχθεί η απόφαση του Νίκου Κοτζιά να μεταβεί εσπευσμένα στη Νέα Υόρκη στις 5 και 6 Ιανουαρίου για να συναντηθεί με τον νέο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες.
Κατά ορισμένες πηγές, η Αθήνα ανησυχεί τόσο για τη σύνθεση της διεθνούς Διάσκεψης (υπάρχει το ενδεχόμενο να μη σταλούν επίσημες προσκλήσεις από τον ΟΗΕ) όσο και για τη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί περί της συμμετοχής ή μη της Κυπριακής Δημοκρατίας στη διπλωματική τράπεζα της Γενεύης –ζήτημα που έχει «ανεβάσει πολιτικά» το ΔΗΚΟ στο νησί. Η ελληνική πλευρά φέρεται να έχει ζητήσει γνωματεύσεις τουλάχιστον δύο νομικών επί του θέματος (ενός έλληνα καθηγητή και ενός βρετανού). Συζήτηση και επί αυτού θα γινόταν στη συνάντηση της Παρασκευής μεταξύ των κ.κ. Τσίπρα και Αναστασιάδη.
Με ανοιχτά θέματα η Αγκυρα


Καθίσταται εμφανές πάντως ότι η τουρκική πλευρά επιδιώκει να μεταβεί στη Γενεύη με όσο πιο πολλά ανοιχτά θέματα είναι δυνατόν. Ο πρόεδρος Αναστασιάδης δεν αγνοεί ότι υπάρχουν εκκρεμότητες σε σχεδόν όλα τα κεφάλαια, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες οι Τουρκοκύπριοι έχουν οπισθοχωρήσει από παλαιότερες θέσεις τους κατά τη διάρκεια των συνομιλιών των διαπραγματευτών που ξεκίνησαν μετά τη Συμφωνία του Δείπνου. Ο ίδιος ο κ. Ακιντζί χαμήλωσε τον πήχη των προσδοκιών για τις συνομιλίες της Γενεύης, μιλώντας για λεπτομέρειες που ίσως δεν προλαβαίνουν να διευθετηθούν. Αναφέρθηκε δε στην πιθανότητα δημιουργίας ενός πλαισίου λύσης που δεν θα επικεντρώνει την προσοχή στο Εδαφικό και θα καθησυχάζει τις τουρκοκυπριακές ανησυχίες, άρα οι εγγυήσεις και τα τουρκικά στρατεύματα πρέπει για ένα διάστημα να διατηρηθούν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ