Οι χιλιάδες Αθηναίοι που περιδιαβαίνουν καθημερινά την οδό Πανεπιστημίου μπορεί να βλέπουν την πανύψηλη βαριά σιδερένια πόρτα που εμφανίζεται μπροστά τους στον αριθμό 37, αλλά δεν φαντάζονται ότι πίσω της παίζεται το σύγχρονο ελληνικό δράμα.
Στεγάζεται εκεί από το 1935 το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, το «κέντρο» δηλαδή που διαχειρίζεται τα προβληματικά οικονομικά του νεοελληνικού κράτους. Στα μικρά, αυστηρά και ανήλιαγα, με την μπαρόκ επίπλωση, γραφεία του δίνεται εδώ και χρόνια μια άνιση μάχη με το τέρας του δημοσίου χρέους και των ελλειμμάτων.
Πλήθος εκλεκτών δημοσίων λειτουργών έφαγε τα νιάτα του στους τέσσερις τοίχους του νεοκλασικού κτιρίου της οδού Πανεπιστημίου παλεύοντας με όλες τις παθογένειες και αδυναμίες της ελληνικής διοίκησης και πολιτικής. Και μαζί τους ξεχωριστές πολιτικές προσωπικότητες έζησαν για καιρό την αγωνία της υπερχρέωσης και τελευταία της χρεοκοπίας.
Οι παθογένειες που παραμένουν
Ο σημερινός ένοικος του ιστορικού και συνάμα τραγικού κτιρίου Γιώργος Χουλιαράκης είναι ένα πρόσωπο ευγενικό, με αγγλοσαξονική παιδεία και βαθιές επεξεργασίες και γνώσεις επί των δημοσίων οικονομικών, που παλεύει ακριβώς με τις ίδιες παθογένειες, όπως και οι προκάτοχοί του.
Ο μέχρι πρότινος καθηγητής Οικονομικών στη Βρετανία είναι αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών της πρώτης αριστερής κυβέρνησης στον κύκλο της ευρωζώνης, με κύρια ευθύνη τον έλεγχο των δαπανών και την επαύξηση των κρατικών εσόδων υπήρξε «σύνδεσμος», από την εποχή Βαρουφάκη ακόμη, του κ. Τσίπρα με τους σκληρούς του Εurogroup και έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη «βίαιη ωρίμαση» του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις συγκρούσεις του πρώτου εξαμήνου με τους Ευρωπαίους και τη μεγάλη στροφή έπειτα από το ατυχές δημοψήφισμα.
Είχε συγκρουστεί εξαρχής με τις απλοϊκές προσεγγίσεις των συντρόφων του για το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας και επιμένει καθώς θεωρεί κεφαλαιώδους σημασίας για την πορεία της χώρας την εξασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας.
Σήμερα, μετά τις εμπειρίες που απέκτησε λειτουργώντας σε πραγματικές κυβερνητικές συνθήκες, αγωνιά για την εξέλιξη των δημοσίων οικονομικών. Γνωρίζει από πρώτο χέρι την αξία σταθεροποίησής τους, είναι σε θέση όχι μόνο να αντιληφθεί τη σημασία τους για τη μετέπειτα πορεία της χώρας, αλλά και να προπαγανδίσει τόσο στο εσωτερικό της κυβέρνησης όσο και στην κοινή γνώμη τα οφέλη από την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών.
Εχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι αξιολογεί τις δυστυχείς εμπειρίες που είχαν οι προκάτοχοί του από αντίστοιχες απόπειρες διόρθωσης των δημοσίων οικονομικών και δεν κρύβει ότι προηγούμενες απόπειρες απέτυχαν λόγω της έλλειψης θεσμών στη δημοσιονομική διαχείριση.
Για τον λόγο αυτόν αποδίδει εξαιρετική σημασία στην καθιέρωση μηχανισμών αυτοελέγχου και έγκαιρης διόρθωσης των δημοσίων οικονομικών. Δεν είναι τυχαίο ότι αξιώνει από τους συναδέλφους του πιστή εφαρμογή των επιμέρους προϋπολογισμών τόσο στο κράτος όσο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Είναι ακριβές ότι υπουργεία και δημόσιοι οργανισμοί έχουν εγκαίρως προειδοποιηθεί για τις διαγραφόμενες υπερβάσεις δαπανών και επιπλέον ότι οι διοικήσεις τους αντιμετωπίζουν δημόσια διαπόμπευση στην περίπτωση που δεν συμμορφωθούν. Γεγονός που έχει ήδη προκαλέσει εντάσεις στις σχέσεις του κ. Χουλιαράκη ακόμη και με ισχυρούς κομματικά συναδέλφους του, οι οποίοι δεν μπορούν να κατανοήσουν πολιτικές σιδηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας που απαιτούν οι περιστάσεις.
Η ανάγκη δημοσιονομικής πειθαρχίας
Οσο και αν ακούγεται παράδοξο ότι ο κ. Χουλιαράκης επιχειρεί να μεταλαμπαδεύσει στην «Αριστερά των δρόμων» που σήμερα κυβερνά αρχές δημοσιονομικής πειθαρχίας. Υπερασπίζεται με πάθος θεσμούς όπως το Δημοσιονομικό Συμβούλιο και την Ανεξάρτητη Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και επιμένει στην ανάγκη αυτόματων σταθεροποιητών στα υπουργεία και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, υιοθετώντας τα πρότυπα του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών.
Η υιοθέτηση αρχών δημοσιονομικής πειθαρχίας από τον κ. Χουλιαράκη δεν είναι δογματική. Πηγάζει από την αδήριτη ανάγκη της χώρας να ελέγξει τη δημοσιονομική της θέση και κατ’ επέκταση να προστατεύσει την υπόστασή της στον κόσμο. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών εκτιμά ότι το πολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη μπορεί να μετατοπισθεί προς τα δεξιά το 2017.
Ενδεχόμενη νίκη του Φιγιόν στη Γαλλία, σε συνδυασμό με ακόμη μια νίκη της κυρίας Μέρκελ στη Γερμανία, θα οδηγήσει πιθανότατα σε μια αναγέννηση του γαλλογερμανικού άξονα προς καθαρά συντηρητική κατεύθυνση. Δεν αποκλείεται να συγκροτηθεί στην ευρωζώνη ένας συντηρητικός άξονας Βερολίνου, Παρισιού, Μαδρίτης στον οποίο κατά φαινόμενα η αριστερή κυβέρνηση των Αθηνών δεν θα έχει σχεδόν κανένα έρεισμα.
Οπότε για τον κ. Χουλιαράκη είναι κεφαλαιώδους σημασίας η ορθή εκτέλεση του προϋπολογισμού και κατ’ επέκταση η δημοσιονομική σταθερότητα της Ελλάδας. Υπό αυτήν την έννοια ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών θεωρεί πως οφείλει να επιβάλει πειθαρχία στα δημόσια οικονομικά της χώρας και επιπλέον να συμβάλει τα μέγιστα ώστε να κλείσει εντός του πρώτου τριμήνου του νέου έτους η δεύτερη αξιολόγηση.
Αν επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο και διαπιστωθεί ότι δεν εκτρέπεται ο προϋπολογισμός του 2017, η κυβέρνηση μπορεί να έχει βάσιμες ελπίδες ότι θα σταθεροποιηθούν τα επιτόκια των δεκαετών ελληνικών τίτλων κοντά στο 6,5% στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Πράγμα που κατ’ αυτόν θα επιτρέψει δοκιμαστικές απόπειρες εξόδου του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές. Ο κ. Χουλιαράκης πιστεύει ότι αν όλα κυλήσουν ομαλά η χώρα θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί τα απελευθερωθέντα μετά την κρίση του εφάπαξ δώρου των Χριστουγέννων στους χαμηλοσυνταξιούχους βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και να καταφέρει την περαιτέρω αποκλιμάκωση των επιτοκίων στο 3,5% την άνοιξη του 2018.
Στον βαθμό που επιβεβαιωθεί η προδιαγραφόμενη από τον κ. Χουλιαράκη πορεία των πραγμάτων, η χώρα θα μπορέσει να ολοκληρώσει το πρόγραμμα το 2018 και έτσι να επανενταχθεί επάξια στο διεθνές οικονομικό σύστημα.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών αποκρούει κάθε συζήτηση για εκλογές την επόμενη χρονιά. Τυχόν πρόωρη προσφυγή στις κάλπες θα κλόνιζε την εφαρμογή του προγράμματος και θα έθετε σε κίνδυνο την πορεία της χώρας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οι εκλογές θα οδηγούσαν σε παρατεταμένη πολιτική κρίση γιατί πιθανώς δεν θα επέτρεπαν στον νικητή, όποιος και να ήταν αυτός, να σχηματίσει αυτοδύναμη ή έστω ισχυρή κυβέρνηση και ίσως επέβαλαν μια δεύτερη, ακόμη πιο καταστρεπτική για το πρόγραμμα, εκλογική αναμέτρηση.
Οι κίνδυνοι από προσφυγή στις κάλπες
Ο αναπληρωτής υπουργός δεν κρύβει στους συνομιλητές του ότι ενδεχόμενη εγκατάλειψη του προγράμματος θα οδηγούσε τη χώρα στα Τάρταρα. Τονίζει χαρακτηριστικά ότι στην περίπτωση αυτή «η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε υπαρξιακά διλήμματα».
Εχει μάλιστα εξαιρετική σημασία το γεγονός ότι στη βάση αυτών των σκέψεων απευθύνει σχεδόν έκκληση στον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη να πάψει να διεκδικεί τις εκλογές γιατί όπως σημειώνει «σκοτώνουν το πρόγραμμα». Στην ίδια λογική καλεί τη Νέα Δημοκρατία να στηρίξει επιπλέον τη θεσμική θωράκιση σταθεροποίησης των δημοσίων οικονομικών.
Πριν από μερικούς μήνες όλα τα παραπάνω θα ακούγονταν στην καλύτερη περίπτωση ξένα προς τη ρητορική του κυβερνώντος κόμματος και θα απορρίπτονταν μετά βδελυγμίας από τους υπερασπιστές του κ. Τσίπρα. Ωστόσο ο κ. Χουλιαράκης φαίνεται να αποδίδει πλήρως τη συντελεσθείσα στροφή προς τον ρεαλισμό και προς έναν ορθολογισμό που η Αριστερά απόδιωχνε επειδή δεν είχε εμπειρίες διαχείρισης των υποθέσεων της χώρας, παρά μόνο ασκούνταν σε μια διαρκή και άμετρη διεκδίκηση.
Αν υπάρχει ένα όφελος από τη συμμετοχή της στη διακυβέρνηση είναι ακριβώς ότι τα στελέχη της αποδέχονται ότι η χώρα δεν κυβερνάται εκτός πλαισίου και χωρίς ανάληψη της απόλυτης ευθύνης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ