Χρωστώ χάρη στις Νέες Εποχές του «Βήματος» για τη φιλοξενία του «επετειακού» ποιήματός μου, σε επετειακούς καιρούς, καθώς και για την ευρυχωρία της στοιχειοθεσίας του, μέρες που είναι. Χρωστάω όμως και μια απάντηση όταν με ρωτούν γιατί δεν γράφω τις ιστορίες μου ευανάγνωστα και ευπώλητα. Η απάντηση είναι γιατί δεν μου το επιτρέπει η ποίηση. Τίποτα δεν μοιάζει με την ποίηση. Δεν υπάρχει δίκαιη τιμή. Δεν υπάρχει κάτι που να δείχνει, με κάποια εσωτερική ιδιότητα, την ποσότητα του νομίσματος με το οποίο θα έπρεπε να την κοστολογήσουμε. Δεν αντέχει το ποίημα άλλα βάρη. Δεν υπάρχει απαλλαγή, εξόφληση, δόσεις. Η διατραπεζική συναλλαγή γίνεται προς όφελος μόνο των τραπεζών: τράπεζα του μυαλού και τραπέζι του ποιητή. Αλλά και το σώμα δεν αντέχει αυτή τη στάση του σώματος. Δεν αντέχει το μυαλό αυτή τη στάση του μυαλού. Τίποτα δεν μοιάζει λιγότερο με άνθρωπο από τον συναλλασσόμενο με την ποίηση. Δεν υπάρχει δίκαιο αντίτιμο. Δεν υπάρχει κάτι που να δείχνει την ποσότητα της θλίψης με την οποία θα έπρεπε να κοστολογηθεί το ποίημα.
Κι ο ποιητής, ενώ κερδοσκοπεί, χάνει. Κι ενώ χάνει, γίνεται πλουσιότερος. Αλλά από κάτι που δεν είναι κέρδος. Υπάρχει βέβαια και η ψευδαίσθηση της αθανασίας.
Ιδού η διαφορά από τους τραπεζίτες και τους πολιτικούς: ο ποιητής γράφει παίρνοντας τις αποστάσεις του από το τραπέζι. Αναδιπλασιάζεται διανύοντας αυτή την ελάχιστη απόσταση. Ξέροντας ότι το ποίημα είναι πάνω στο τραπέζι αλλά και χάμω. Πιο χθαμαλό κι από το χρήμα, οπότε, τραπεζίτης ναι, αλλά μιας τράπεζας μοναστικής που την ιστόρησε ο Θεοφάνης.
Η ποίηση είναι σύστημα διατραπεζικό αλλά χωρίς εχέγγυο. Το ποίημα δεν είναι εχέγγυο, ούτε εξασφαλίζει προσόδους. Ούτε μπορεί να ξαναφέρει στα χέρια του ποιητή ό,τι ανταλλάχθηκε. Ούτε μπορεί να του φέρει πίσω τη ζωή του. Ούτε μπορεί να ξαναφέρει, όπως ένα σημείο, την παράσταση στη σκέψη του. Το ποίημα δεν είναι σημείο. Δεν αναπαριστά τίποτα. Συνεπώς, δεν υπάρχει δίκαιη τιμή.
Διαβάζω το «Νυχτολόγιο» του Τάκη Σινόπουλου. Παλεύει, όπως γράφει, να ξεκαθαρίσει «τι αξίζει τούτο ή εκείνο, που το μισόγραψ[ε] στα ενδιάμεσα της καθημερινής δουλειάς». Δεν είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, δεν πουλήθηκε με τον εορταστικό Ελύτη τα Χριστούγεννα, δεν τον ανέφερε κανείς στα βιβλιοδρόμια.
Απευθύνεται στον εαυτό του (και σε εμένα) και λέει: «Ετσι λοιπόν ανύποπτος, χωρίς να το ξέρεις, συμβιβασμένος, μπήκες στην «τάξη». Εγινες «ταχτικός», «ταξικός», «ταξινομήθηκες». Υποτάχτηκες στον κώδικα. Τι θα πει τώρα «κώδικας», τι θα πει «τάξη» μέσα στον απέραντο χώρο της γλώσσας, μέσα στις άπειρες δυνατότητες της γλώσσας; Γιατί θα πρέπει να γράφεις αυτή τη γλώσσα, τη γλώσσα των άλλων; Γιατί θα πρέπει να θρέψεις, να φωτίσεις, να συγκινήσεις τον κάθε κερατά που περιμένει να σ’ ακούσει, να σε «κατατάξει»; Γιατί θα πρέπει να συνεχίσεις έτσι –τάχα παλεύοντας για την προσωπική σου γλώσσα –να διαιωνίσεις την υποταγή σου σ’ αυτή την «τάξη». Τι περιμένεις; Τάχα δεν έλαβες το μήνυμα;».
Το έλαβα. Και ευτυχώς για μένα, η ποίηση με αφήνει συνεχώς στην ίδια τάξη.
Δεν έχω πίστωση. Πληκτρολογώ και δεν γίνεται στην τράπεζα η συναλλαγή μου δεκτή.
Ομως η δική μου πίστωση είναι νοητή κι όχι όπως των ανθρώπων που δουλεύουν στην εφημερίδα και έχουν από το καλοκαίρι να δουν στην τράπεζα την πραγματική ανταμοιβή των κόπων τους.
Οπότε, ποια ποίηση σε χαλεπούς καιρούς; Ποια ήθη; Σε ποιον χρόνο;
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ