O ιδιωτικός επιχειρηματικός τομέας μετρά τις πληγές του τα τελευταία επτά χρόνια της κρίσης. Δεδομένου όμως ότι οι δημόσιες δαπάνες για την ανάπτυξη είναι μηδαμινές πέφτει σε αυτόν το βάρος για τη σταθεροποίηση και στη συνέχεια της ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας.
Η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν άντεξε την πτώση της κατανάλωσης, την υπερφορολόγηση και κυρίως την έλλειψη ρευστότητας και τα δυσθεώρητα σε σχέση με τους ξένους ανταγωνιστές χρηματοοικονομικά κόστη.
Από την ετήσια έρευνα της Grant Thornton προκύπτει τα τελευταία χρόνια ότι τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις της χώρας αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Το βασικότερο είναι η ρευστότητα αφού μία στις τέσσερις παρουσιάζει έλλειμμα στο κεφάλαιο κίνησης, ενώ επίσης μία στις τέσσερις αδυνατεί να αποπληρώσει τους τόκους των δανείων της καθώς τα κέρδη Ebitda (λειτουργική κερδοφορία) υπολείπονται των τόκων.
Παράλληλα, μία στις οκτώ επιχειρήσεις έχει δανεισμό μεγαλύτερο από τις πωλήσεις της. Eίναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα περιβάλλον αδυναμίας πρόσβασης σε δανειακά κεφάλαια οι ανάγκες χρηματοδότησης φθάνουν τα 25 δισ. ευρώ.
Πίεση στη ρευστότητα των επιχειρήσεων προκαλεί και η αύξηση των φορολογικών συντελεστών. Το 2009, σύμφωνα πάντα με την έρευνα της Grant Thornton, οι επιχειρήσεις πλήρωσαν φόρο εισοδήματος 3 δισ. και είχαν κέρδη προ φόρων 5,4 δισ. ευρώ. Το 2015 όμως με κέρδη προ φόρων 2,9 δισ. κλήθηκαν να πληρώσουν φόρο εισοδήματος 2 δισ. ευρώ.
Η θετική εικόνα
Υπάρχει όμως και η θετική εικόνα. Μέσα στην κρίση υπήρξαν εταιρείες που επέδειξαν αντοχή και προσαρμόστηκαν στις νέες απαιτήσεις. Πρόκειται για μία στις τέσσερις επιχειρήσεις σε δείγμα 8.000 εταιρειών που τα τελευταία έτη εμφανίζουν προοπτικές ανάπτυξης επάνω σε ισχυρές χρηματοοικονομικές βάσεις.
Ο αφρός αυτός της ελληνικής επιχειρηματικότητας καλείται να συμβάλλει στην αναπτυξιακή προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας.
Αυτές οι επιχειρήσεις που δεν κατέθεσαν τα όπλα μέσα στην κρίση αποτελούν το φωτεινό παράδειγμα και δίνουν έναν τόνο αισιοδοξίας για το μέλλον.
Από τις εταιρείες αυτές μέσα από τον διαγωνισμό Growth Awards που διοργάνωσαν η Eurobank και η Grant Thornton βραβεύθηκαν οι 20 καλύτερες.
Πρόκειται για σχήματα που εφαρμόζουν αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης, δημιουργούν σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, σέβονται τα εργασιακά δικαιώματα και αναπτύσσουν δράσεις κοινωνικής ευθύνης και προσφοράς.
Είναι ενδεικτικό ότι κατά την περίοδο 2009-2015 οι 20 ισάξιες επιχειρήσεις που επιλέχθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης ως οι πιο δυναμικές ελληνικές επιχειρήσεις κατέγραψαν βάσει των σταθμισμένων μέσων όρων αύξηση τζίρου 35%, αύξηση απασχόλησης κατά 4.300 άτομα, βελτίωση των κερδών Ebidta κατά 30% και αυξημένα κέρδη προ φόρων 399 εκατ. ευρώ το 2015 έναντι 313 εκατ. ευρώ το 2009.
«Το Βήμα της Κυριακής» φιλοξενεί σήμερα στο πρωτοχρονιάτικο αφιέρωμά του για την επιχειρηματικότητα ορισμένες από τις παραπάνω εταιρείες. Μελετώντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, αναγνωρίζουμε δράσεις που ανέπτυξαν και τις κάνουν να ξεχωρίζουν, οι οποίες σχετίζονται με την υιοθέτηση διαδικασιών Λειτουργικής – Επιχειρησιακής Βελτίωσης, με την ανάπτυξη προϊόντων και αγορών, με το ανθρώπινο δυναμικό και την εταιρική κουλτούρα, καθώς και την επενδυτική δραστηριότητα.
Επένδυσαν σε έρευνα και ανάπτυξη, δημιουργώντας ανταγωνιστικά προϊόντα, επέδειξαν εξωστρέφεια και επεκτάθηκαν σε αγορές που δεν είχαν παρουσία, κατορθώνοντας να διευρύνουν την πελατειακή τους βάση και τις εξαγωγές τους.
Αυτές οι επιχειρήσεις θα αποτελέσουν τη βάση και την ατμομηχανή της ανάπτυξης. Θα πρέπει βεβαίως να συνδράμουν και οι λοιπές δυνάμεις που επιδρούν σε αυτές. Να τεθούν σε εφαρμογή σχέδια εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα το επενδυτικό περιβάλλον να γίνει ελκυστικότερο, τόσο μέσα από τον εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών και του φορολογικού συστήματος όσο και μέσω της παροχής επενδυτικών κινήτρων.
Ιδιαίτερα στον τομέα της βιομηχανίας και της παραγωγής, αν επιθυμούμε πράγματι να έχουμεμεταποίηση στη χώρα, οφείλουμε πρώτον να μειώσουμε την υπερβολικά υψηλή φορολογία και δεύτερον να εφαρμόσουμε μια πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας που θα φέρει με τη σειρά της περισσότερο ανταγωνισμό και καλύτερες τιμές στο κόστος παραγωγής, των διεθνώς εμπορεύσιμων βιομηχανικών προϊόντων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ