Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος
Η Μιμή Ντενίση βρίσκεται από την ημέρα των Χριστουγέννων στη Θεσσαλονίκη, όπου πρωταγωνιστεί στο έργο «Σμύρνη μου αγαπημένη» σε ένα κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής. Είναι η μεγαλύτερη θεατρική επιτυχία των τελευταίων δεκαετιών, που μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη έπειτα από δυόμισι σεζόν στην Αθήνα, στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Η κυρία Ντενίση δεν πρωταγωνιστεί απλώς, αλλά έγραψε και σκηνοθέτησε το έργο. Το καλοκαίρι του 2017 το έργο αυτό θα γίνει αγγλόφωνη ταινία, στην οποία, εκτός από την ίδια τη Μιμή Ντενίση, θα πρωταγωνιστούν ο Ιαν Μακ Κέλεν, η Βανέσα Ρεντγκρέιβ και η Ολυμπία Δουκάκη. Γιατί, όμως, άλλη μια συνέντευξη με τη Μιμή Ντενίση για τη «Σμύρνη», μετά μάλιστα και το εξώφυλλο στο BHMAgazino των Χριστουγέννων του 2015; Διότι το έργο αυτό, πέρα από ένα θεατρικό φαινόμενο, είναι παράλληλα μια απροσδόκητη κατάθεση στην εθνική αυτογνωσία. Ξεχάστε τη μεγάλη σταρ, τη λάμψη, τα κοστούμια, τα σκηνικά και την υπερπαραγωγή που οργάνωσε η συγγραφέας και πρωταγωνίστρια μαζί με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του «Ελληνικού Κόσμου» Θρασύβουλο Γιάτσιο. Οσοι είδαν ή θα δουν τη «Σμύρνη» θα τα απολαύσουν και θα τα χορτάσουν όλα αυτά και μάλιστα με το παραπάνω. Αλλά η δύναμη και η απήχηση της «Σμύρνης» προέρχεται από τις ομοιότητες, τις αντιστοιχίες, τις παραλληλίες εκείνης της εποχής με τη σημερινή, οι οποίες αποκαλύπτονται μέσα από μια εμπνευσμένη και γρήγορη πλοκή. Η «Σμύρνη» ταράζει τον έλληνα θεατή γιατί, πέρα απ’ όλα, είναι μια προειδοποίηση ότι η Ελλάδα και ο ελληνισμός βρίσκονται και σήμερα εγκλωβισμένοι στην επανάληψη των ίδιων ψευδαισθήσεων, των ίδιων διχασμών και των ίδιων λαθών. Στο πλαίσιο αυτό, μια συζήτηση με τη Μιμή Ντενίση για τη Σμύρνη (και όχι με αφορμή τη «Σμύρνη»), μια συνέντευξη με στόχο την εξήγηση αυτών των παράξενων συναισθημάτων που προκαλεί αυτό το έργο-φαινόμενο, θεωρήσαμε ότι είναι όχι μόνο μια εύστοχη δημοσιογραφική επιλογή, αλλά ταυτόχρονα μια υποχρέωση του BHMAgazino προς τους αναγνώστες του.
Κυρία Ντενίση, παρακολούθησα τρεις φορές το έργο σας «Σμύρνη μου αγαπημένη» για έναν και μόνο λόγο: Πέρα από μια σπουδαία θεατρική παραγωγή, το έργο αυτό με έχει ανησυχήσει και προβληματίσει πολύ. «Σας ευχαριστώ που δείχνετε τέτοιο ενδιαφέρον για το έργο. Αλλά τι εννοείτε ακριβώς όταν λέτε ότι σας έχει ανησυχήσει;».
Βλέποντας την αναβίωση της Σμύρνης, την ακμή και την καταστροφή της μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας, το μυαλό μου βρισκόταν συνεχώς στο σήμερα. Αρχισα να συνειδητοποιώ ότι οι πρώτες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα και οι πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα έχουν αντιστοιχίες και ομοιότητες. Τότε, όπως και τώρα, υπάρχει μια Μεγάλη Ιδέα. Τότε ήταν η μεγέθυνση του ελληνικού κράτους. Σήμερα ήταν και είναι η εδραίωση του ελληνικού κράτους στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης. «Δεν ήταν η πρόθεσή μου να αναδείξω τις όποιες ομοιότητες. Θα σας πω, όμως, ότι κι εγώ αλλά και πολλοί θεατές διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται το έργο με τη σημερινή εποχή. Η ρευστότητα και η αβεβαιότητα των διεθνών μεταβολών, η κρίση και ο διχασμός αλλά και το κλίμα του εφησυχασμού ότι «τίποτα δεν θα γίνει τελικά» είναι ανησυχητικά όμοιο. Μάλιστα, αυτή η διαπίστωση γίνεται όλο και πιο έντονη όσο προχωρούν τα χρόνια. Ηταν ασθενέστερη το 2014, όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε το έργο, και εντονότερη σήμερα».
Στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως και τώρα, διαπιστώνουμε την αποτυχία όλων των πολιτικών δυνάμεων να διαχειριστούν τη «Μεγάλη Ιδέα» της εποχής τους. Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση συνθηκών διχασμού και η πρόκληση ρήξης στις σχέσεις με τους Συμμάχους και εταίρους. Η ρήξη με τους Συμμάχους οδήγησε τότε στη Μικρασιατική Καταστροφή. «Συμφωνώ με την παρατήρησή σας. Πράγματι, η ρήξη με τους Συμμάχους έφερε την Καταστροφή. Η πορεία προς την Καταστροφή, όμως, είχε οριοθετηθεί και προσδιοριστεί από συγκεκριμένες νοοτροπίες και από αποφάσεις που χαρακτήρισαν όλη την προηγούμενη περίοδο. Δεν ήταν ακριβώς κεραυνός εν αιθρία».
Ορίστε, λοιπόν, άλλη μια ομοιότητα. Και σήμερα βλέπουμε νοοτροπίες και αποφάσεις που μας σπρώχνουν διαρκώς κοντά στη ρήξη. Αν τελικώς προκαλέσουμε με τις αποφάσεις μας μια νέα ρήξη με τη Δύση, τότε η οικονομική κρίση μπορεί να οξυνθεί, να μετεξελιχθεί και να ξεσπάσει σε μια νέα εθνική καταστροφή. Γιατί δεν μαθαίνουμε από την Ιστορία μας; «Δεν μαθαίνουμε από την Ιστορία μας γιατί δεν την ξέρουμε. Και δεν την ξέρουμε γιατί προσπαθούν πολλοί για να μην τη μάθουμε. Γι’ αυτό εκδηλώνεται το φαινόμενο να μαθαίνουμε για ένα ιστορικό γεγονός και να αντιδρούμε με απορία: «Μα, συνέβη τέτοιο πράγμα;». Εγώ που είμαι πτυχιούχος του Ιστορικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν αποφάσισα να γράψω το έργο «Σμύρνη μου αγαπημένη», συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα τίποτα για την πραγματική Ιστορία της Σμύρνης, για τις αποφάσεις και τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταστροφή της. Επρεπε να προχωρήσω σε ιστορική έρευνα και να συνδέσω πολλές και διαφορετικές μελέτες και μαρτυρίες για να σχηματίσω μια ολοκληρωμένη εικόνα».
Τι θα μπορούσε να αποτρέψει τη Μικρασιατική Καταστροφή; «Το σχέδιο. Το εθνικό σχέδιο για τη Μικρασιατική Εκστρατεία είναι αυτό που θα μπορούσε να αποτρέψει τη Μικρασιατική Καταστροφή. Αντίθετα, όλα έγιναν παρορμητικά, χωρίς εθνική συνεννόηση και χωρίς ρεαλιστική αξιολόγηση των σχέσεών μας με τους Συμμάχους. Πράττουμε χωρίς τις απαραίτητες πειθαρχίες, χωρίς τον επιβεβλημένο σχεδιασμό, αλλά και χωρίς να απαιτούμε τα αντίστοιχα ανταλλάγματα για τη δράση και τη συμβολή μας σε κοινούς σκοπούς. Ορίστε άλλη μια ομοιότητα. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα σε ό,τι αφορά την προσπάθεια για τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, του κράτους και της Δημοκρατίας μέσα στο σύγχρονο δυτικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο, κάτι που όπως είπατε είναι η «Μεγάλη Ιδέα τού σήμερα». Δεν έχουμε σχέδιο. Δεν έχουμε θέσεις. Δεν έχουμε πειθαρχία. Δεν έχουμε συνεννόηση. Πώς πιστεύουμε, λοιπόν, ότι θα πετύχουμε και θα αποτρέψουμε πιθανές δυσάρεστες εξελίξεις;».
Συγκεκριμένα τι έπρεπε να είχε γίνει τότε; «Οι Σύμμαχοι ικέτευαν την Ελλάδα να συμμετάσχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συμμετοχή της Ελλάδας ήταν κρίσιμη γιατί ενέτασσε τη Θεσσαλονίκη μέσα στους συμμαχικούς σχεδιασμούς. Η Ελλάδα αποφάσισε να συμμετάσχει, βλέποντας στο βάθος το «αντάλλαγμα» της εξασφάλισης των εδαφών από τους Βαλκανικούς Πολέμους και της επέκτασης στη Θράκη, στο Αιγαίο και στη Μικρά Ασία. Αλλά δεν ζήτησε ρητό αντάλλαγμα, γραπτές δεσμεύσεις, συγκεκριμένη στρατιωτική βοήθεια. Προχωρήσαμε παρορμητικά. Ηρθαν τα πρώτα οφέλη. Η Ελλάδα διπλασίασε το έδαφός της. Αποφάσισε να συνεχίσει να προχωρά και να διεκδικεί εδάφη με τον ίδιο παρορμητισμό. Χωρίς εξασφαλίσεις, χωρίς δεδομένη βοήθεια. Οι νίκες του στρατού διαδέχονταν η μία την άλλη. Ομως γίναμε θύματα της επιτυχίας μας».
Τι εννοείτε; «Το κάθε βήμα επέβαλλε ένα επόμενο βήμα. Και κάναμε το κάθε επόμενο βήμα, χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις της επιτυχίας του. Κάποια στιγμή φτάσαμε σε ένα κρίσιμο βήμα, την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Το βήμα αυτό ενεργοποίησε δυνάμεις ανεξέλεγκτες που εν πολλοίς προσδιόρισαν τις εξελίξεις οι οποίες οδήγησαν στο 1922. Βρισκόμαστε στην άνοιξη του 1919. Οι Ιταλοί ήταν έτοιμοι να καταλάβουν εκείνοι τη Μικρά Ασία. Είχαν μάλιστα αποβιβαστεί πολύ κοντά στη Σμύρνη. Οι Αγγλοι ζήτησαν από τον Βενιζέλο να στείλει πρώτος τον ελληνικό στρατό στη Σμύρνη για να προλάβει τους Ιταλούς. Ο Βενιζέλος το έκανε και ο ελληνικός στρατός έφτασε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου 1919. Αλλά δεν ζήτησε σαφή στρατιωτικά ανταλλάγματα και εγγυήσεις από τους Συμμάχους προτού το κάνει. Ισως δεν είχε χρόνο γιατί έπρεπε να αρπάξει την ευκαιρία. Ομως η παρουσία του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και σε ακτίνα 300 χιλιομέτρων γύρω από τη Σμύρνη άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, ενεργοποίησε όλες τις δυνάμεις του τουρκικού εθνικισμού, οι οποίες στη συνέχεια δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπιστούν χωρίς τη μεγάλη και σταθερή βοήθεια των Συμμάχων».
Γιατί ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές για τον Νοέμβριο του 1920; Η Φιλιώ Μπαλτατζή, η ευκατάστατη οικοδέσποινα της Σμύρνης την οποία υποδύεστε εσείς στο έργο, εκφράζει την υποψία της ότι ο Βενιζέλος προκήρυξε τις εκλογές γιατί «κάτι ήξερε», εννοώντας ότι γνώριζε ή διαισθανόταν ότι η έκβαση της εκστρατείας δεν θα ήταν αίσια. «Πολλοί μού είπαν ότι ήταν τολμηρό που έβαλα αυτή την υποψία στο έργο. Πρόκειται, όμως, για ένα ιστορικό ερώτημα. Αυτό το ερώτημα έχει απαντηθεί με πολλούς τρόπους. Κανένας, όμως, δεν είναι σίγουρος και οριστικός. Για να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα με σοβαρότητα και νηφαλιότητα πρέπει να γνωρίζουμε ποιος ήταν πραγματικά ο Βενιζέλος, αλλά και ποιο ήταν το κλίμα και οι εξελίξεις της εποχής. Ο Βενιζέλος ήταν ένας ιδιοφυής πολιτικός και πολύ τολμηρός. Πίστευε πολύ στη Μεγάλη Ιδέα, όσο πίστευε και στην ικανότητά του να πείθει τους άλλους. Το έχουν παραδεχθεί ξένοι ηγέτες, το πώς τους μάγευε και τους έπειθε. Το παραδέχθηκε ακόμη και ο μεγάλος αντίπαλός του, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’. Είχε πει ότι ετοιμαζόταν να συναντήσει τον Βενιζέλο για ένα ζήτημα και να του πει «όχι», αλλά μόλις τον συναντούσε μεταπείθονταν και του έλεγε «ναι» γιατί τα επιχειρήματα του Βενιζέλου και η φλόγα με την οποία τα υποστήριζε ήταν ακατανίκητα».
Πώς αντιμετώπιζε ο Βενιζέλος τις σχέσεις με τους Συμμάχους; «Ο Βενιζέλος πίστευε ότι μια χώρα μικρή σαν την Ελλάδα δεν έχει τον χρόνο και το εκτόπισμα να απαιτεί σαφή ανταλλάγματα εκ των προτέρων για κάθε επόμενη κίνησή της μέσα στη συμμαχική σκακιέρα. Οτι αρκούσε μια γενική δέσμευση για να σπεύδει και να δρα. Οτι πρέπει να εκμεταλλεύεται αμέσως τις ευκαιρίες, να προβαίνει σε πρωτοβουλίες και μετά να εξασφαλίζει το αντάλλαγμα. Να βρίσκεται σε διαρκή κινητικότητα. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε το πρώτο κομμάτι της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Κι έτσι έστειλε αμέσως τον ελληνικό στρατό στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου 1919. Το μεγάλο αυτό βήμα επικυρώθηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών. Η Ελλάδα, υπό την αιγίδα των μεγάλων δυνάμεων, ανέλαβε τη διοίκηση της Σμύρνης και ολόκληρης της περιοχής σε ακτίνα 300 χλμ. από τη Σμύρνη. Στη συνέχεια, όμως, ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε ούτε να αποχωρήσει από τη Σμύρνη ούτε να μείνει ακίνητος».
Δηλαδή ο ελληνικός στρατός, ανεπαισθήτως, παρά την υπεροχή και τις νίκες του, ουσιαστικά εγκλωβίστηκε στη Μικρά Ασία σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει; Οπως π.χ. εγκλωβίστηκαν οι Αμερικανοί στο Ιράκ; «Σκεφτείτε ποια ήταν η πραγματικότητα στη Μικρά Ασία. Ο ελληνικός στρατός έπρεπε να πολεμά στα όρια της περιοχής που ήλεγχε για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις. Αναπόφευκτα, όμως, έπρεπε διαρκώς να προχωρά πιο πέρα. Επρεπε να προχωρά έστω και αργά για να υπερασπίσει τα διάσπαρτα, έξω από την ακτίνα των 300 χιλιομέτρων, ελληνικά χωριά. Διότι μετά την απόβαση στη Σμύρνη σημειώνονταν όλο και περισσότερες αντάρτικες επιθέσεις Τούρκων στα ελληνικά χωριά που εκτείνονταν στην τουρκική ενδοχώρα. Ο ελληνικός στρατός αναγκαζόταν να προχωράει και να υπερασπίζει τα χωριά».
Αυτή, όμως, η αναγκαστική προέλαση προκαλούσε απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό ενώ απαιτούσε διαρκή ανεφοδιασμό. «Ακριβώς. Ο πόλεμος μπορεί να ήταν σε χαμηλή ένταση, αλλά βρισκόταν σε εξέλιξη. Τα ελληνικά στρατεύματα δεν φυλούσαν σκοπιά. Πολεμούσαν διαρκώς. Το μέτωπο κρατιόταν στην αρχή. Οι Ελληνες νικούσαν παντού. Και προχωρούσαν. Οσο προχωρούσαν, όμως, τόσο εμφανής ήταν η ανάγκη όλο και πιο στέρεων σχέσεων με τους Συμμάχους, τόσο κρίσιμος ήταν ο ρόλος των γραμμών ανεφοδιασμού, τόσο πιο καθοριστική ήταν η οργάνωση του στρατεύματος, η στρατηγική και πάνω απ’ όλα η ενότητα του λαού στην Ελλάδα».
Ομως η ενότητα του ελληνικού λαού δεν υπήρχε. «Ναι, γιατί η Μικρασιατική Εκστρατεία χτίστηκε αναγκαστικά επάνω στο ρήγμα του εθνικού διχασμού που ξεκίνησε το 1915 με τη σύγκρουση του Κωνσταντίνου με τον Βενιζέλο για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1917, για να οδηγήσει τελικά την Ελλάδα στον Μεγάλο Πόλεμο, ο Βενιζέλος σχημάτισε δεύτερη κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη παράλληλα με την κυβέρνηση του βασιλιά στην Αθήνα. Στο τέλος της δεκαετίας του ’10, το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα ήταν εκρηκτικό, παρά την επιτυχία του Βενιζέλου και τα εδαφικά κέρδη της Ελλάδας που ήρθαν με το τέλος του πολέμου».
Αξίζει να σταθούμε στην ατμόσφαιρα της εποχής. «Ο βασιλιάς, έντονα λαοφιλής, είχε εκδιωχθεί. Και παρά τη Συνθήκη των Σεβρών που προσδιόριζε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, εκδηλώθηκε δύο ημέρες μετά δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου στον σταθμό της Λυών. Λίγο αργότερα, τα αντίποινα των βενιζελικών ήταν τέτοια που οδήγησαν στη δολοφονία του Ιωνα Δραγούμη στην Αθήνα. Για κάποιους ιστορικούς δεν ήταν «εθνικός διχασμός», ουσιαστικά ήταν ένας εμφύλιος που μαινόταν. Η Ελλάδα ξεκίνησε τη Μικρασιατική Εκστρατεία την ώρα που βρισκόταν ήδη σε έναν ακήρυχτο εμφύλιο. Και φυσικά όχι μόνο η κοινωνία, αλλά και το ελληνικό στράτευμα ήταν βαθιά διαιρεμένο. Οπως αναφέρεται και στο έργο, οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί από τη μία πολεμούσαν τους Τούρκους στο μέτωπο κι από την άλλη βρίσκονταν διαρκώς σε διένεξη μεταξύ τους, γιατί οι μισοί ήταν βενιζελικοί και οι άλλοι μισοί βασιλικοί».
Κάπως έτσι, όμως, εξηγείται και η απόφαση για εκλογές τον Νοέμβριο του 1920. Προφανώς ο Βενιζέλος ήθελε να τερματίσει τον διχασμό και να ενώσει την ελληνική κοινωνία για να συνεχίσει με επιτυχία τη δύσκολη αυτή εκστρατεία. «Κάποιοι ιστορικοί, όπως ο Βλάσης Αγτζίδης, λένε ότι μετά την απόπειρα εναντίον του ο Βενιζέλος αισθανόταν ευάλωτος και επιδίωκε μια ψυχολογική αναβάπτιση μέσα από μια καθαρή λαϊκή εντολή. Αλλοι επιμένουν πως ήταν σίγουρος ότι θα νικούσε και έτσι ήθελε να τερματίσει τον εθνικό διχασμό με μια δική του νίκη. Και ότι έτσι θα κινητοποιούσε τους πάντες για την υπεράσπιση και την τελική επιτυχία της Μεγάλης Ιδέας. Αλλοι λένε πως διέκρινε ότι οι Σύμμαχοι σταδιακά γίνονταν επιφυλακτικοί και απομακρύνονταν από την υποστήριξη στην Ελλάδα».
Ισως ο Βενιζέλος να έκανε τις εκλογές για όλους αυτούς τους λόγους μαζί. Ισως να θεώρησε ότι η οριστική νίκη στο μέτωπο και η τελική διευθέτηση της Μικράς Ασίας με τους Συμμάχους προϋπέθετε τον τερματισμό του εθνικού διχασμού και την εθνική ενότητα κάτω από την αναβαπτισμένη δική του ηγεσία. Και ότι χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε ο ίδιος να εγγυηθεί την επιτυχία. Δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Αρα δεν μπορούσε παρά να προκηρύξει εκλογές. Οπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Γιώργος Μαυρογορδάτος στο βιβλίο του «1915: Ο εθνικός διχασμός», ο Βενιζέλος ήδη κυβερνούσε πολλά χρόνια χωρίς εκλογές… «Το σίγουρο είναι ότι οι Ιταλοί είχαν κάνει απόβαση στη Μικρά Ασία και ετοιμάζονταν να πάνε στη Σμύρνη. Οι Σύμμαχοι μεταξύ τους είχαν πολλές διαφορές. Ηθελαν να κάνουν έναν πόλεμο με πληρεξούσιο. Και ο Τσόρτσιλ το είπε: «Κάναμε έναν πόλεμο με πληρεξούσιο». Ο πληρεξούσιος ήταν η Ελλάδα σε έναν πόλεμο της Δύσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία».
Η υπόθεση των «πολέμων με πληρεξούσιο» είναι όλη η Ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους. Το κράτος ιδρύθηκε γιατί οι μεγάλες δυνάμεις των αρχών του 19ου αιώνα, η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία, ήθελαν να πάψει να είναι ισχυρή η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κι αυτό εν πολλοίς ισχύει μέχρι σήμερα. «Τι θέλετε να πείτε;».
Θέλω να πω ότι οι Ελληνες αντί να εκμεταλλευόμαστε σταθερά αυτή την πάγια γεωπολιτική δυναμική και να βρισκόμαστε σε σχέση συνεννόησης και εμπιστοσύνης με τη Δύση για να χτίσουμε ένα ισχυρό κράτος-υπόδειγμα, συχνά παρασυρόμαστε σε έναν αυτοκαταστροφικό αντιδυτικισμό που οδηγεί σε εθνικές υποχωρήσεις και καταστροφές… «Δεν θα διαφωνήσω με τη μακροϊστορική σας διαπίστωση και μάλιστα θα συμφωνήσω με μία ακόμη ευθεία αντιστοιχία με τη σημερινή εποχή την οποία υπονοείτε. Αλλωστε, όπως θυμάστε, έχουμε συζητήσει πολλές φορές αυτόν τον προβληματισμό όταν συναντιόμαστε –ανεξάρτητα από αυτή τη συνέντευξη. Συμφωνούμε σε πολλά για το πώς σκέφτεται και λειτουργεί η ελληνική κοινωνία, για τις διαχρονικές σταθερές που προσδιορίζουν τις εξελίξεις και για τους σημερινούς κινδύνους που μοιάζουν πολύ με τους κινδύνους άλλων εποχών. Αισθάνεται κανείς πράγματι ότι είναι σαν να βρισκόμαστε στο ίδιο επικίνδυνο σημείο ενός γνωστού και επαναλαμβανόμενου ελληνικού ιστορικού κύκλου. Αλλά θα επιστρέψω στο συγκεκριμένο θέμα των εκλογών του 1920. Ενας μεγάλος πολιτικός όπως ο Βενιζέλος, εκείνος που παρακίνησε τους Συμμάχους να εκδιώξουν τον βασιλιά από την Αθήνα το 1917, που έσπρωξε την Ελλάδα στον πόλεμο και οδήγησε τον στρατό στη Μικρά Ασία χωρίς να ρωτήσει τον λαό, έπρεπε να θεωρήσει ότι ο Νοέμβριος του 1920 ήταν η κατάλληλη στιγμή για να προκηρύξει εκλογές;».
Κάποιος θα έλεγε ανεπιφύλακτα «ναι». Ηταν η στιγμή του θριάμβου. Χρειαζόταν η επαναβεβαίωση της Μεγάλης Ιδέας αν επρόκειτο να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί… «Με συγχωρείτε. Δεν ήταν η στιγμή του θριάμβου. Ηταν πάνω από έναν χρόνο μετά τη στιγμή του θριάμβου. Οι Ελληνες βρίσκονταν και πολεμούσαν ήδη πάνω από έναν χρόνο στη Μικρά Ασία. Τι να ρωτήσεις τον λαό έναν χρόνο μετά; Αν θέλει τον στρατό στη Μικρά Ασία; Μα ήταν ήδη εκεί ο στρατός και δεν μπορούσε να επιστρέψει. Οι εκλογές ήταν ένα δημοψήφισμα που δεν έπρεπε να γίνει γιατί η επιλογή της «επιστροφής» ήταν άτοπη εκείνη τη στιγμή και απλά δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί».
Κάτι μας θυμίζει αυτό για δημοψηφίσματα που είναι άτοπα και επικίνδυνα όταν μια πιθανή απάντησή τους δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να προκληθεί εθνική καταστροφή. «Διαρκώς εντοπίζετε ομοιότητες…».
Γιατί, όμως, η ευθύνη του 1920 δεν ανήκει στους βασιλικούς που συμμετείχαν στις εκλογές με το σύνθημα «Οίκαδε», δηλαδή ότι έπρεπε ο ελληνικός στρατός να επιστρέψει; Εκείνοι δεν ήξεραν ότι δεν γινόταν να επιστρέψει ο στρατός; «Πράγματι, οι βασιλικοί κορόιδεψαν τον λαό. Και συνέχισαν την εκστρατεία για πολλούς λόγους, αλλά και γιατί δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη Μικρά Ασία με δεδομένη την τουρκική επιθετικότητα απέναντι στο ελληνικό στοιχείο».
Αρα δεν μπορεί να φορτωθεί ο Βενιζέλος την ευθύνη για τη συμπεριφορά των βασιλικών. Επρεπε δηλαδή να μην κάνει εκλογές για να προστατεύσει τους βασιλικούς από τον εαυτό τους και την Ελλάδα από τους βασιλικούς; «Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά. Και θα σας θυμίσω ένα απόσπασμα επιστολής που έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης, που ήταν συνεργάτης του Βενιζέλου: «Ανθρωπος που μ’ επανάστασιν κατέλαβε την αρχή και δικτατορικώς κυβέρνησε τόσα χρόνια πώς και γιατί θυμήθηκε το Σύνταγμα και ενήργησε εκλογές αφού τόξερε πως θα χάσει ή μη και δεν τόξερε; Αμ τότε ίνταδιάλο υπεράνθρωπος έτονε;». Κοιτάξτε, εγώ πιστεύω ότι ισχύουν αυτά που αναφέρατε παραπάνω. Πράγματι ο Βενιζέλος, κλονισμένος μετά την απόπειρα εναντίον του, αλλά και μετά τη δολοφονία του Δραγούμη, αντιλαμβανόμενος τις δυσκολίες της εκστρατείας, μπορεί να κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νίκη στη Μικρά Ασία είχε ως προϋπόθεση τον τερματισμό του εθνικού διχασμού. Μόνο που όταν ήδη έχεις πάρει τόσο μεγάλες αποφάσεις χωρίς να έχεις ρωτήσει τον λαό, όταν έχεις οδηγήσει τον ελληνικό στρατό έως εκεί, δεν είναι η ώρα να θέσεις μετά την ερώτηση. Δεν είναι η ώρα γιατί δεν μπορείς να διακινδυνεύσεις να πάρεις οποιαδήποτε άλλη απάντηση».
Κι εδώ, όμως, αρχίζουν οι σοβαρές ευθύνες του Κωνσταντίνου Α’. Διότι η Καταστροφή συνέβη σχεδόν δύο χρόνια μετά τις εκλογές του 1920… «Ο Κωνσταντίνος είχε πάρα πολύ μεγάλη αντιπαλότητα με τον Βενιζέλο. Οταν επέστρεψε στον θρόνο, μεταξύ των βασιλικών επικράτησε η έπαρση. Οτι ο βασιλιάς τους ήταν καλύτερος από τον Βενιζέλο. Οτι ο Κωνσταντίνος ήταν αυτός που θα μπει στην Πόλη».
Πίστευε ότι θα γινόταν ο νέος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου μετά τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, ότι θα ήταν ο επόμενος Κωνσταντίνος που θα έμπαινε στην Πόλη μετά τον Παλαιολόγο; «Ηταν ένας καλός στρατιωτικός και μάλιστα πολύ λαοφιλής. Και προφανώς πολλοί οπαδοί του δεν περίμεναν από αυτόν τίποτα λιγότερο από την κατάληψη της Πόλης».
Γιατί ο Κωνσταντίνος δεν είχε τη διορατικότητα να αντιληφθεί πού οδηγούνταν η Μικρασιατική Εκστρατεία; Και γιατί δεν πραγματοποίησε την εκλογική δέσμευση των βασιλικών για τον τερματισμό της; «Ο Κωνσταντίνος ήταν ο ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων. Αισθάνθηκε ότι ο τερματισμός της εκστρατείας θα ήταν μια προδοσία απέναντι στη Μεγάλη Ιδέα. Αλλά έκανε το τραγικό λάθος να αλλάξει την ηγεσία του στρατεύματος. Η μισή καταστροφή οφείλεται σε αυτή την απόφαση. Ο Βενιζέλος είχε τοποθετήσει πολύ καλούς στρατιωτικούς».
Ο Κωνσταντίνος δεν είχε εξίσου καλούς στρατιωτικούς; «Οι βασιλικοί αξιωματικοί βρίσκονταν μακριά από το στράτευμα για πολλά χρόνια. Είχαν χάσει την επαφή. Ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος που ήταν επικεφαλής επί Βενιζέλου ήταν Μικρασιάτης και γνώριζε κάθε λόφο και πεδιάδα της περιοχής. Τον αντικατέστησαν τον Νοέμβριο του 1920 με τον Αναστάσιο Παπούλα. Προσέξτε. Ηταν κι αυτός ένας καλός στρατιωτικός. Ισως γι’ αυτό, όμως, παραιτήθηκε πριν από τον Μάιο του 1922, προειδοποιώντας ότι το ελληνικό στράτευμα όδευε προς την Καταστροφή. Τότε τοποθέτησαν στη θέση του τον Γεώργιο Χατζηανέστη. Ομως ο Χατζηανέστης ήταν ήδη μεγάλης
ηλικίας, είχε χρόνια να πολεμήσει. Δεν πήγε καν στο μέτωπο, έμεινε στη Σμύρνη. Αυτό που προέβλεψε ο Παπούλας δυστυχώς επιβεβαιώθηκε».
Εχουμε γραπτές πηγές για να δούμε τι του απάντησε ο Κωνσταντίνος όταν το είπε; «Τα κρίσιμα αρχεία του 1922 δεν έχουν ανοίξει. Παραμένουν απόρρητα. Υποτίθεται ότι θα ανοίξουν σε 100 χρόνια, δηλαδή το 2022. Ασφαλώς, το ΥΠΕΞ, που φυλάσσει τα αρχεία, γνωρίζει όλη την αλήθεια. Οπως γνωρίζει και η βασιλική οικογένεια. Εγώ πιστεύω ότι η ευθύνη για την Καταστροφή εντοπίζεται σε πράξεις και των δύο κυβερνήσεων, και των δύο παρατάξεων. Γι’ αυτό και η Μικρασιατική Καταστροφή παραμένει μέχρι σήμερα μια παράγραφος στην Ιστορία. Σχεδόν αποσιωπάται. Υπάρχει ένα μεγάλο συλλογικό εθνικό τραύμα που έχει κουκουλωθεί, που δεν έχει αντιμετωπιστεί. Η πραγματική Ιστορία με τις ευθύνες των πρωταγωνιστών έχει αποσιωπηθεί. Πολλοί που βλέπουν τη «Σμύρνη» έρχονται και μου λένε «Ανοίξατε το τραύμα της Μικράς Ασίας». Για πολλούς το τραύμα αυτό δεν έχει επουλωθεί. Δεν έχει υπάρξει κάθαρση».
Πιστεύετε, λοιπόν, ότι η Ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι γεμάτη από «γιατί» και ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα ακόμη και σήμερα. «Ακριβώς. Και ένα μεγάλο ερωτηματικό είναι και η θέση και ο ρόλος του Αριστείδη Στεργιάδη, του ύπατου αρμοστή της Σμύρνης που τοποθέτησε ο Βενιζέλος το 1919 και διατήρησε ο Κωνσταντίνος. Οταν έφτασε η Καταστροφή, μπήκε σε ένα αγγλικό πλοίο και έφυγε. Δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Εζησε στη Μασσαλία έως το 1949 που πέθανε. Εγινε η «δίκη των έξι». Δεν τον κάλεσε κανείς για να απολογηθεί. Κι όμως ήταν υπεύθυνος για την πόλη. Ηταν σαν πρωθυπουργός για τη Σμύρνη. Κανείς δεν τον εξέτασε για τα αίτια της Καταστροφής. Πιθανώς γιατί είχε εντολές να συγκρατήσει τους κατοίκους εκεί, να μην τους επιτρέψει να φύγουν. Το αρχείο Στεργιάδη βρίσκεται στην Κρήτη και δεν έχει ανοίξει».
Γιατί πιστεύετε ότι ο Στεργιάδης είχε εντολές να συγκρατήσει τους κατοίκους στη Σμύρνη; «Τον Ιούλιο του 1922, έναν μήνα πριν από την Καταστροφή, η ελληνική Βουλή ψήφισε διακομματικά έναν νόμο που απαγόρευε την έλευση στους ελληνικούς λιμένες ατόμων χωρίς ελληνικό διαβατήριο. Ο νόμος είχε αποσιωπηθεί, τον ανακάλυψα κατά τη διάρκεια της ιστορικής έρευνας για το έργο και τον δημοσίευσα στο βιβλίο με το θεατρικό κείμενο. Ηταν ένας νόμος φτιαγμένος για να αποτρέψει τη μετακίνηση των πληθυσμών της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, ως οθωμανοί πολίτες, είχαν οθωμανικά διαβατήρια. Διέβλεπαν τους αυξημένους κινδύνους, προέβλεπαν ότι πολλοί μπορεί να ήθελαν να φύγουν για να προστατευτούν και ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να τους κρατήσουν εκεί».
Επιστρέφοντας στο τέλος του 1920, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι η επιστροφή του Κωνσταντίνου οδήγησε τους Συμμάχους να σταματήσουν να εφοδιάζουν τον ελληνικό στρατό… «Δεν έδωσαν το δάνειο. Η Ελλάδα χρειαζόταν το λεγόμενο δάνειο των Συμμάχων για να ενδυναμώσει την εκστρατεία και να σταθεί η ίδια καλύτερα στα πόδια της. Οι Σύμμαχοι είχαν προειδοποιήσει ότι αν εκλεγεί η βασιλική παράταξη και επιστρέψει ο βασιλιάς που δεν είχε βοηθήσει τους Συμμάχους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν θα έδιναν το δάνειο. Παρ’ όλα αυτά, ο λαός ψήφισε υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου. Και οι Σύμμαχοι είπαν ότι η Ελλάδα τούς έδωσε έναν καλό λόγο για να πάψουν να τη στηρίζουν. Η νέα ελληνική κυβέρνηση παρακάλεσε για το δάνειο. Αλλά δεν το πήρε».
Θα έπρεπε, λοιπόν, αμέσως να παγώσει την εκστρατεία. «Μέχρι το 1921 ο στρατός νικούσε. Ο Κεμάλ τότε οργανώθηκε, το 1921, ο στρατός του απέκτησε στολές και όπλα. Μέχρι τότε ήταν άτακτοι. Ο ελληνικός στρατός, όπως σας είπα, ήταν αναγκασμένος να εισχωρεί στα βάθη της ενδοχώρας, παρά τους αυξανόμενους κινδύνους, για να υπερασπίσει τους ελληνικούς πληθυσμούς που βάλλονταν. Αλλά και ο Κεμάλ τούς άφησε επίτηδες να προχωρούν όλο και πιο βαθιά μέσα στην ηπειρωτική χώρα. Φυσικά αυτό καθιστούσε τον ανεφοδιασμό όλο και δυσκολότερο. Δεν μπορούσαν οι Αγγλοι να τους στείλουν τρόφιμα και όπλα. Το πιο κοντινό λιμάνι ήταν στα Μουδανιά, που ήταν πολύ μακριά. Ετσι, σταδιακά, ο ελληνικός στρατός έμεινε χωρίς τροφή, χωρίς εφόδια, χωρίς Συμμάχους, χωρίς κανέναν».
Κι έτσι οδηγήθηκε στην ήττα. «Ο ελληνικός στρατός πέρασε και τον Σαγγάριο. Εφτασε στο Αφιόν Καραχισάρ. Εκεί το μέτωπο εκτεινόταν σε εύρος 700 χιλιομέτρων. Απλώθηκε τόσο πολύ για να αντιμετωπίσει τις σποραδικές επιθέσεις του Κεμάλ, πότε σε ένα σημείο, πότε σε άλλο. Κι έτσι, λόγω της μεγάλης απόστασης μεταξύ των τμημάτων, δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους οι αξιωματικοί και οι στρατηγοί. Σταδιακά οι επιθέσεις γίνονταν όλο και περισσότερες. Πριν από τον Δεκαπενταύγουστο ο Κεμάλ πύκνωσε τις επιθέσεις του σε διάφορα σημεία. Ο Νικόλαος Τρικούπης και ο Νικόλαος Πλαστήρας δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Οι στρατιώτες, χωρίς οδηγίες και χωρίς ηγεσία, επαναστάτησαν. «Μας έχετε εδώ για εκτέλεση» έλεγαν κι έφευγαν».
Ηταν δραματικές ώρες για τις οποίες ελάχιστα έχουμε διδαχθεί. Ο παππούς μου, Κωνσταντίνος, ήταν 22 ετών το 1922, πέρασε τον Σαγγάριο και πολέμησε στο Αφιόν Καραχισάρ. Εχω φωτογραφίες του από το μέτωπο. «Ο δικός μου παππούς από την πλευρά της μητέρας μου, ο στρατηγός Δημήτρης Γαρδίκης, ήταν τότε συνταγματάρχης. Εχω στο καμαρίνι μου μια φωτογραφία του από το Αφιόν Καραχισάρ. Εχω τη φωτογραφία του για να τον βλέπω προτού βγω στη σκηνή για να πω την Ιστορία της Σμύρνης και της εκστρατείας. Οταν στην Αθήνα κατάλαβαν ότι το μέτωπο κατέρρευσε έστειλαν εσπευσμένη εντολή και αντικατέστησαν τον Χατζηανέστη με τον στρατηγό Νικόλαο Τρικούπη, του διοικητή του Α’ Σώματος Στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ. Δεν γνώριζαν, όμως, ότι ο Τρικούπης είχε μόλις αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι τού φέρθηκαν άψογα. Εστειλαν μήνυμα στην οικογένειά του στην Αθήνα ότι είναι καλά. Η ελληνική κυβέρνηση το έμαθε εκ των υστέρων. Τα γεγονότα επιταχύνθηκαν».
Πώς αντέδρασαν οι Ελληνες στη Σμύρνη; «Στη Σμύρνη δεν είχαν καταλάβει τίποτε. Αρχισαν να συνειδητοποιούν τι είχε συμβεί όταν άρχισαν να επιτίθενται οι Τσέτες στα γύρω χωριά και να πλησιάζουν στη Σμύρνη. Οι Τσέτες κινούνταν βάσει μυστικού σχεδίου. Ηταν οργανωμένα τάγματα, ήταν σκληροί χωρικοί, αντάρτες από τα βάθη της ηπειρωτικής Τουρκίας. Δεν είχαν δει ποτέ Ελληνες, ούτε Λεβαντίνους, και γι’ αυτό εξάντλησαν επάνω τους όλη τη σκληρότητά τους. Στη Σμύρνη, όμως, όλοι εφησύχαζαν. Είκοσι έξι συμμαχικά πλοία βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Γι’ αυτό ακόμη και οι πιο επιφανείς Σμυρνιοί δεν έφυγαν από τη Σμύρνη, παρά τα νέα για την κατάρρευση του μετώπου. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν πίστευαν ότι οι Τσέτες θα έμπαιναν στη Σμύρνη. Ομως υπήρχε σχέδιο. Και οι Σύμμαχοι, αφού τα είχαν βρει με τον Κεμάλ και σιγά σιγά είχαν εξοπλίσει τον στρατό του, είχαν αποφασίσει να μην επέμβουν και να μην αποτρέψουν ούτε την καταστροφή της Σμύρνης».
Ποιο ήταν το «σχέδιο» που λέτε ότι υπήρχε; «Υπήρχε σχέδιο εξολόθρευσης του ελληνικού στοιχείου ήδη από το 1908. Εφαρμόστηκε πρώτη φορά στη Φώκαια το 1914, όταν δολοφονήθηκαν Ελληνες ύστερα από ξαφνική επίθεση οργανωμένων τούρκων χωρικών και ανταρτών. Οσοι σώθηκαν εγκατέλειψαν αμέσως την πόλη. Η επίθεση αυτή δεν έγινε τυχαία. Ηταν η δοκιμαστική εφαρμογή ενός γερμανικού σχεδίου. Υπάρχουν τα έγγραφα. Το ίδιο σχέδιο εφαρμόστηκε και για τη γενοκτονία των Αρμενίων. Θεωρείται «πρωτοναζιστικό σχέδιο», ένα manual για το πώς πραγματοποιείται μια εθνοκάθαρση».
Ποια ήταν η σκοπιμότητα αυτού του σχεδίου; «Η σκοπιμότητα και η αιτία ήταν ότι η Τουρκία δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει μεσαία αστική τάξη όσο θα υπήρχαν οι Ελληνες, οι Αρμένιοι, οι Ασσυροχαλδαίοι που κατείχαν τις πιο νευραλγικές θέσεις στο κράτος και στη διοίκηση. Το σχέδιο εκπονήθηκε στο πλαίσιο της συνεργασίας Γερμανών και Τούρκων που είχε ήδη αρχίσει πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σχέδιο εκπόνησε ο Οθων Λίμαν φον Σάντερς που συνεργαζόταν με τους Νεότουρκους και οργάνωσε τον τουρκικό στρατό. Κομμάτι του σχεδίου εθνοκάθαρσης ήταν να δημοσιεύονται στις εφημερίδες σκίτσα που απεικόνιζαν ότι οι Ελληνες βίαζαν τις γυναίκες των Τούρκων και σκότωναν παιδιά».
Αυτά που σήμερα αποκαλούμε «ψεύτικες ειδήσεις», οι οποίες έχουν αναβιώσει με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Ναι. Κι έτσι σιγά σιγά άρχισαν να ξεσηκώνουν τον τουρκικό πληθυσμό. Η Ελλάδα προχώρησε στην τελική φάση της Μεγάλης Ιδέας ενώ ήδη οι Τούρκοι οργάνωναν μια μυστική εσωτερική αντεπίθεση στην ηπειρωτική χώρα ενισχυμένοι και από τους Ρώσους του Λένιν, οι οποίοι, αφού είχαν διαμοιράσει με τους Τούρκους τις περιοχές των Αρμενίων, ενίσχυαν τον Κεμάλ με χρήματα και όπλα».
Παρ’ όλα αυτά, το έργο περιέχει σαφή αντιπολεμικά μηνύματα και είναι γεμάτο από λεπτομερείς αναφορές για την καλή σχέση ανάμεσα στους Ελληνες και στους Τούρκους μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο της Σμύρνης. «Αυτός ήταν ένας από τους πρώτους μου στόχους. Είναι δύσκολο να προσεγγίσεις τη Σμύρνη χωρίς να αποφύγεις αναφορές που μπορεί να ερμηνευτούν ως εθνικιστικές. Πιστεύω, όμως, ότι μπορείς να το καταφέρεις αν δεν φοβάσαι την αλήθεια. Ηθελα στο έργο αυτό να υπάρχουν και τα ελαττώματα των Ελλήνων, όπως και τα δίκαια των Τούρκων. Ηθελα να δείξουμε τον σεβασμό που πρέπει να έχουμε στους Τούρκους ως ανθρώπους. Υπήρξαν πολλοί Τούρκοι που βοήθησαν τους Ελληνες να γλιτώσουν από την Καταστροφή».
Ο χαρακτήρας που υποδύεστε, η Φιλιώ, λέει με νόημα για τη συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στο λιμάνι της Σμύρνης: «Δεν ήταν συνωστισμός. Ηταν η ίδια η Κόλαση», με αποτέλεσμα να προκαλείται μια θύελλα από χειροκροτήματα στο θέατρο. Το κοινό επικροτεί την αποδοκιμασία όσων μίλησαν για «συνωστισμό», μια αποδοκιμασία που έρχεται σαν δραματικός απόηχος από την ίδια αυτή προκυμαία της Καταστροφής. Δεν ήταν, λοιπόν, «συνωστισμός»; «Βεβαίως δεν ήταν. Εβαλα αυτή τη φράση στο έργο γιατί με ενόχλησε η φιλολογία περί «συνωστισμού». Σε πολλά αγγλικά κείμενα για την Καταστροφή υπήρχε η φράση «συνωστίζονταν στο λιμάνι της Σμύρνης». Η επιτροπή διαμόρφωσης του σχολικού βιβλίου άντλησε από τις αγγλικές πηγές, μετέτρεψε το ρήμα σε ουσιαστικό και ανέφερε απλά τη λέξη «συνωστισμός». Ομως δεν γίνεται να συνοψίζεις μια Καταστροφή σε αυτή τη λέξη όταν έχεις 5 εκατομμύρια πρόσφυγες. Ο συνωστισμός δεν συνέβη με την έννοια της πολυκοσμίας, όπως λέμε «συνωστισμός στον Πειραιά από τους εκδρομείς»».
Ο Αμερικανός Εϊσα Τζένινγκς διέσωσε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, ουσιαστικά ολόκληρη τη Σμύρνη, εξασφαλίζοντας τα πλοία για τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Πώς; «Ηταν Αμερικανός στη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων (ΧΑΝ). Βλέποντας την Καταστροφή να είναι σε εξέλιξη, πήγε στη Μυτιλήνη και έσπασε την αμηχανία και την αναποφασιστικότητα που επικρατούσε. Απαίτησε να στείλει πλοία η ελληνική κυβέρνηση. Είπε ψέματα ότι ήταν εκπρόσωπος της αμερικανικής κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα ήταν ο τελευταίος Αμερικανός της Σμύρνης. Ηταν ένας απλός άνθρωπος που είχε το ανάστημα να επέμβει. Μεσολάβησε και στις δύο πλευρές και έσωσε τους Ελληνες της Σμύρνης».
Θα επανέλθω στις ομοιότητες των γεγονότων του έργου με το σήμερα, οι οποίες είναι πάρα πολλές. Οι ψεύτικες ειδήσεις ως γενεσιουργός αιτία πολιτικών μεταβολών. Η απόκρυψη χρημάτων και χρυσού στους κήπους που γινόταν στη Σμύρνη του 1922, όσο γίνεται και τα τελευταία χρόνια σε όλη την Ελλάδα. Η αποστολή χρημάτων στο εξωτερικό, τότε και τώρα. Ολα αυτά τα βλέπουμε στο έργο και σκεφτόμαστε ότι βρίσκονται σε εξέλιξη και σήμερα. «Πράγματι. Εσείς έχετε παρακολουθήσει, αναλύσει και ερμηνεύσει το έργο υπό αυτό το πρίσμα. Ανακαλύπτετε διαρκώς ομοιότητες, αντιστοιχίες και παραλληλίες μέσα στις πτυχές της Ιστορίας που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Και δεν είστε ο μόνος».
Ο κοινός αγώνας και η αγωνία όλων μας για την αντιμετώπιση της κρίσης και ο διχασμός και η διχόνοια για τα πολιτικά είναι στοιχεία ίδια, τότε και τώρα. Οι μεταβολές στις σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων, τότε και τώρα, και πώς μεταβολίζονται και μετατρέπονται σε πολιτικές εξελίξεις και συγκρούσεις στην Ελλάδα, σε κάθε εργασιακό χώρο, σε κάθε παρέα, σε κάθε οικογένεια. Και παράλληλα, ο ίδιος εφησυχασμός, τότε και τώρα, ότι «η καταστροφή δεν θα συμβεί σε εμάς». Η σημερινή βεβαιότητα ότι «η Ευρώπη δεν θα μας αφήσει να καταστραφούμε» είναι ίδια με τη βεβαιότητα των Σμυρνιών ότι «με τα πλοία των Συμμάχων στο λιμάνι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα». «Δεν θα διαφωνήσω μαζί σας. Οι ομοιότητες της εποχής μας με εκείνη την εποχή μπορεί να προκαλούν ανησυχία».
Εσείς τι σκέφτεστε όταν παίζετε κάθε βράδυ ένα έργο που αφορά τη Μικρασιατική Καταστροφή αλλά μοιάζει με αλληγορία για τη σημερινή εθνική δοκιμασία; Δεν αισθάνεστε σαν η Σμύρνη να μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου; Δεν μοιάζει η Σμύρνη σαν φάρος σε τρικυμία που αναβοσβήνει και προειδοποιεί το ζαλισμένο καράβι που είναι έτοιμο να συγκρουστεί με τα βράχια; «Οσο περνούν τα χρόνια που παίζω τη «Σμύρνη» –και τώρα στη Θεσσαλονίκη βρισκόμαστε στον τρίτο χρόνο –το έργο βαραίνει περισσότερο. Ο συγκλονισμός μεγαλώνει, ίσως γιατί η σημερινή κρίση εντείνεται και ο κόσμος συλλαμβάνει τις δραματικές αντιστοιχίες. Ο κόσμος δεν έχει θεατρική αντίδραση στο έργο, έχει αντίδραση σπαρακτική. Στην Ιστορία της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπως αυτή αποδίδεται μέσα από την ιστορία μιας ευκατάστατης οικογένειας που ξεριζώνεται, ξεκληρίζεται και χάνει τα πάντα, βρίσκονται όλα τα «γιατί» της Ελλάδας. Θα σας αναφέρω και μια άλλη αντιστοιχία. Μετά την Καταστροφή της Σμύρνης, 14.000 Σμυρνιοί, κυρίως Αρμένιοι, αλλά και Ελληνες, έφυγαν και βρήκαν καταφύγιο στο Χαλέπι της Συρίας. Πολλοί στέριωσαν κι έζησαν εκεί. Και σήμερα, τα ίδια αυτά νησιά του Αιγαίου που δέχονταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη το 1922, δέχτηκαν πρόσφυγες από το Χαλέπι».
Στο έργο υπενθυμίζετε ότι ο ελληνικός στρατός πολεμούσε από το 1912, από τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, και είχε φτάσει το 1922. Πολεμούσαν δέκα χρόνια, ήταν κουρασμένοι, δεν άντεχαν άλλο. Και ο ελληνικός λαός σήμερα πολεμάει δέκα χρόνια την κρίση και μοιάζει έτοιμος να σταματήσει, να οπισθοχωρήσει. Το στράτευμα σήμερα είναι οι πολίτες. «Ναι, το στράτευμα στον σημερινό πόλεμο για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι οι πολίτες. Και η κόπωση φαίνεται από το γεγονός ότι συμβαίνουν τόσα τρελά πράγματα που σε άλλη εποχή ο κόσμος θα αγανακτούσε και θα έβγαινε στους δρόμους. Αλλά σήμερα ο κόσμος μοιάζει να έχει παραδοθεί και να εύχεται απλώς να καταλήξουμε κάπου. Βέβαια, οι Ελληνες δεν αδιαφορούμε ακριβώς. Εχουμε συναίσθηση. Αλλά πέρα από την κόπωση κυριαρχεί ένα κλίμα έλλειψης προσανατολισμού. Και σε αυτές τις συνθήκες γίνονται τα μεγαλύτερα λάθη».
Μετά το 1922, το μεγάλο προσφυγικό κύμα προκάλεσε πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές. Ενα τμήμα του πληθυσμού των προσφύγων ριζοσπαστικοποιήθηκε και αποτέλεσε κύρια αιτία της ενίσχυσης του ΚΚΕ, το οποίο στη συνέχεια ήταν ο οργανωτικός βραχίονας της μίας πλευράς του Εμφυλίου Πολέμου. Δεν είναι συνταρακτικό πως ο εθνικός διχασμός και η Καταστροφή που προκάλεσε αποτέλεσαν τον καταλύτη για έναν νέο εθνικό διχασμό και μια εμφύλια διαμάχη μόλις είκοσι χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή; «Συμφωνώ με αυτή την αλληλουχία που περιγράφετε. Πιστεύω ότι όποιος δεν έχει μελετήσει τον πρώτο διχασμό, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν μπορεί να κατανοήσει τον Εμφύλιο Πόλεμο».
Και αν δεν μπορεί να κατανοήσει τον Εμφύλιο Πόλεμο, δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε τη σημερινή κοινωνική και πολιτική δυναμική που εγκλωβίζει την Ελλάδα στην οικονομική κρίση και σε μια νέα αδυναμία συνεννόησης με τους Συμμάχους της. «Ολο είναι μία αλυσίδα. Ο πρώτος διχασμός είναι καθοριστικός. Πράγματι, ο Εμφύλιος δεν θα γινόταν αν δεν είχε συμβεί ο πρώτος διχασμός και η Καταστροφή που ακολούθησε».
Η καμένη και κατεστραμμένη Σμύρνη μοιάζει σαν φάντασμα που ακολουθεί τον ελληνισμό. Πληρώνουμε ακόμη το έγκλημα της Σμύρνης; «Αν δεν το αποδεχθούμε πλήρως, θα μας κυνηγάει πάντα. Είναι έγκλημα προς τους ανθρώπους της Σμύρνης και της Μικράς Ασίας. Και είναι αυτές οι ψυχές που ευλογούν το δικό μου έργο. Αυτό το έργο έχει προστασία. Ενα παιδάκι 12 χρόνων, ένας νεαρός με σκουλαρίκι, μια γιαγιά με μαντίλι και μια κοσμική κυρία έρχονται στο θέατρο και έχουν όλοι την ίδια αντίδραση. Αισθάνονται ότι τους μίλησε στην ψυχή τους».
Ευχαριστούμε το Κτίριο «Κωστής Παλαμάς» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών για τη φιλοξενία του.
«Σμύρνη μου αγαπημένη»: Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, έως τις 22 Ιανουαρίου. * Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ