Οι «άνθρωποι του Ζεν» λένε: «Εκφράσου με τις ζωντανές λέξεις, όχι με τις νεκρές». Οι νεκρές λέξεις είναι εκείνες που δεν μεταδίδουν πια άμεσα και χειροπιαστά τα γεγονότα. Εχουν καταντήσει διανοητικές αφαιρέσεις. Και σε αυτή τη «νεκρή» κατηγορία ανήκουν μάλλον οι λέξεις «παρόν, παρελθόν, μέλλον» για τους φυσικούς. «Μια πεισματάρα αυταπάτη» χαρακτήρισε αυτήν ειδικά την τριχοτόμηση του χρόνου ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς φυσικούς που υπήρξαν ποτέ, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν, ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Και σε μια από τις πλέον συζητημένες εργασίες που παρουσιάστηκαν μόλις αυτή τη χρονιά αμφισβητείται ακόμη και η παλιά κλασική άποψη πως υπάρχει ένα «βέλος χρόνου» που δείχνει από το παρόν στο μέλλον. Από την άλλη πλευρά, για λόγους πρακτικούς έχουμε επινοήσει για τη φευγαλέα νοητική σύλληψη που είναι ο χρόνος πολυάριθμές διαιρέσεις, με μονάδες που τα ονόματά τους – όπως γιόκτο, φέμτο, γιότα, έξα – θυμίζουν πιο πολύ πόλεμο των άστρων. Στις επόμενες σελίδες μπορείτε να γνωρίσετε με συντομία τις πιο καινούργιες από αυτές αλλά και τις πιο ριζοσπαστικές και επιθετικές αντιλήψεις περί χρόνου.

Γεννιόμαστε και κανένας δεν μας μιλάει για αυτόν αλλά ξαφνικά εμφανιζόμαστε να προχωρούμε στη ζωή έχοντας αποκτήσει απόλυτη εξοικείωση μαζί του. Σου είπαν κάποτε οι μεγαλύτεροι: είναι ώρα για ύπνο, για φαγητό, για παιχνίδι και η συνεννόηση έγινε σχεδόν ακαριαία (το ίδιο στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο ακόμη). Από εκεί και πέρα είναι σαν να υπάρχει πάντα εκεί δίπλα, λίγο πίσω ή μπροστά. Αν και είναι άυλος, τον έχουμε κόψει σε πολυάριθμα και διαφορετικά κομμάτια, ανάλογα με το τι μας βολεύει, στην επιστήμη, στη θρησκεία, στο εμπόριο, στην καθημερινή ζωή, και έχουμε φτιάξει συσκευές που έχουμε την αίσθηση ότι τον μετρούν, και μάλιστα με σχεδόν απόλυτη ακρίβεια. Είναι κάπως σαν τον Αϊ-Βασίλη! Δεν υπάρχει, ισχυρίζονται μερικοί επιστήμονες, άλλοι λένε πως δεν παλιώνει αλλά βοηθάει τους ανθρώπους σε ορισμένες περιπτώσεις αν κάνουν σαν να υπάρχει.


«Ο Μικέλε άφησε τον παράξενο κόσμο μας λίγο πριν από εμένα. Αυτό δεν λέει κάτι. Ανθρωποι όπως εμείς που πιστεύουν στη Φυσική ξέρουν ότι η διάκριση που γίνεται σε σχέση με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια επίμονη, πεισματάρα αυταπάτη».
Αυτό έγραφε στην αδελφή ενός πολύ καλού του φίλου, που μόλις είχε πεθάνει, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν. Και όποιος δεν το ξέρει, υπήρχε και υπάρχει εδώ και αιώνες μια διαμάχη ανάμεσα στους φιλοσόφους και στους φυσικούς για το ποιος έχει την αρμοδιότητα αλλά, κυρίως, τις γνώσεις, για να εξιχνιάσει τη φύση του χρόνου. Από τον Καντ με τις τέσσερις «Αντινομίες» του στην «Κριτική του ορθού λόγου», τον Χάιντεγκερ και τους οπαδούς του ως και τον Ρέιμοντ Τάλις, τακτικό αρθρογράφο στο «Philosophy Now», το ίδιο παράπονο και η γκρίνια των φιλοσόφων κατά όσων επιμένουν… θετικά. Δηλαδή να εξηγούν το τι είναι χρόνος και κατά πόσον υπάρχει με βάση τα μαθηματικά και τις άλλες θετικές επιστήμες. Ενώ είναι πλέον αρκετές και οι αλληλοσυγκρουόμενες για το θέμα θεωρίες των φυσικών, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα ως και σήμερα.
Από το +23 στο -44


Το σαλάμι και ο χρόνος κόβονται σε όσο λεπτές ή και όσο χοντρές φέτες θέλει ο… πελάτης-καταναλωτής. Για τη διαίρεση του χρόνου μάλιστα, αν και κάτι άυλο, υπάρχει και ο πολύ αποτελεσματικός τρόπος με τις δυνάμεις του 10, και τις ως και απροσδόκητες ονομασίες τους. Για όποιον δυσκολεύεται με τις δυνάμεις αυτές υπάρχει η απαραίτητη… καθοδήγηση σε ξεχωριστό πλαίσιο με τίτλο «Το 10 και οι δυνάμεις του».
Ακόμη και σήμερα ο χρόνος στα ρολόγια και στα ημερολόγιά μας δεν βασίζεται στις δυνάμεις του 10 αλλά σε διαχωρισμούς που είχαν επιβληθεί από τον καιρό των Βαβυλωνίων και των αρχαίων Αιγυπτίων. Η ημέρα, από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου, είχε χωριστεί σε 12 «ώρες» (που προφανώς ανάλογα με την εποχή του έτους είχαν διαφορετική διάρκεια), γιατί, όπως εικάζεται, στα δάχτυλα του κάθε χεριού μας έχουμε 12 φάλαγγες εξαιρώντας αυτές του αντίχειρα και ακριβώς δείχνοντας τις φάλαγγες με τη βοήθεια αυτού του δαχτύλου μπορούσαν εύκολα να μετρούν ως το 12, ενώ 12 είναι μέσα στον χρόνο και οι περίοδοι μεταβολής των φάσεων της Σελήνης, όπως αυτή φαίνεται από τη Γη. Στη συνέχεια με τη βοήθεια των αστέρων στον βραδινό ουρανό χώρισαν και τη νύχτα σε 12 «ώρες», οπότε ήδη στο χρονικό διάστημα 1550-1070 π.Χ. είχαν 24ωρη ημέρα. Οι Σουμέριοι από το 2000 π.Χ. και στη συνέχεια οι Βαβυλώνιοι δούλευαν με τον αριθμό 60 που έχει… μαθηματικά προσόντα. Δηλαδή το να διαιρείται με όλους αυτούς τους αριθμούς: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 10, 12, 15, 20, 30, κάτι πολύ βολικό για τους υπολογισμούς. Και σχεδόν φυσιολογικά έχουμε ακόμη τη διαίρεση σε 60 λεπτά και 60 δευτερόλεπτα. Ετσι, στη φαινομενικά παράξενη ερώτηση αν το εκκρεμές, που έδωσε το πρώτο αξιόπιστο ρολόι, έφτιαξε το δευτερόλεπτο ή το δευτερόλεπτο το εκκρεμές, η απάντηση είναι απλή: Τίποτε από τα δυο. Την κίνηση του εκκρεμούς μελέτησε ο Γαλιλαίος από το 1602 και είχε βρει ότι οι ταλαντώσεις του είναι σχεδόν ισόχρονες. Φθάνοντας σχεδόν να κατασκευάσει ένα ρολόι το 1637, αλλά δεν πρόλαβε, και έτσι ο Ολλανδός Κρίστιααν Χόιγκενς πιστώνεται με την κατασκευή του πρώτου εκκρεμούς. Οπότε με βάση τον τύπο του εκκρεμούς, όπου ο χρόνος ταλάντωσης εξαρτάται από το μήκος του, έχουμε ότι ταλάντωση με χρόνο 1 sec επιτυγχάνουμε όταν αυτό έχει μήκος περίπου 1 μέτρο (99,4 εκατοστά για την ακρίβεια).
Στον τόνο του δευτερολέπτου


Το «σαλαμάκι» του χρόνου μπορεί κανείς να το «κόψει» σε όσο πιο χοντρές φέτες θέλει!

Σήμερα όμως ο χρόνος στα επιστημονικά πειράματα και στις τεχνολογικές εφαρμογές, ξεκινώντας με βάση το sec, εμφανίζεται σε δυνάμεις του 10, από το 3×1030 ως το 10-32. Η δική μας ανθρώπινη χρονιά, με 31,5 εκατομμύρια δευτερόλεπτα, δηλαδή 3,15×107 δευτερόλεπτα, βρίσκεται ανάμεσα σε αυτά τα όρια και αν δεν υπήρχε η εμπορική σημασία του τέλους του ενός δωδεκαμήνου και της αρχής του επόμενου, σίγουρα η «φέτα» αυτή του χρόνου θα μας απασχολούσε τέτοιες ημέρες πολύ λιγότερο. Και αξίζει εδώ να δούμε πλέον πόσο σημαντικές είναι μερικές ακόμη από τις πάμπολλες διαιρέσεις αυτού του άυλου κατασκευάσματος που ονομάζουμε χρόνο.

102 δευτερόλεπτα:


Δηλαδή 1 και δύο μηδενικά, άρα 100 δευτερόλεπτα. Υπολογίζεται πως όταν «το δικό μας» Σύμπαν ήταν ηλικίας 100 δευτερολέπτων, μετά τη Μεγάλη Εκρηξη εννοείται, τα όριά του βρίσκονταν στο άκρον μιας ακτίνας μήκους 80 ετών φωτός (όπου ένα έτος φωτός αντιστοιχεί σε απόσταση 10 τρισεκατομμυρίων χιλιομέτρων περίπου, όσο δηλαδή προλαβαίνει να διανύσει ακτίνα φωτός μέσα σε ένα έτος). Υπολογίστηκε μάλιστα ότι η πυκνότητα τότε ήταν κατά μέσον όρο 1 χιλιόγραμμο μάζας σε καθένα κυβικό εκατοστό του χώρου.
105 δευτερόλεπτα:


Μία εβδομάδα είναι 6,048×105 δευτερόλεπτα. Και η έννοια της εβδομάδας μάς έρχεται από τους Βαβυλωνίους, με ονόματα θεών για τις 7 ημέρες.

106,41 δευτερόλεπτα:
Ουπςς! Εχουμε και αριθμούς με δεκαδικά ψηφία για τις δυνάμεις του 10. Που υπολογίζονται με τους λεγόμενους λογαρίθμους. Και ο συγκεκριμένος αντιστοιχεί σε χρονική περίοδο 30 ημερών.

109 δευτερόλεπτα:
Ενα δισεκατομμύριο δευτερόλεπτα (31,7 χρόνια), που ονομάζονται όλα μαζί και «1 Gigasecond» –Ασχετο(;): Το 1 Gigabyte είναι 230 = 1.073.741.824 bytes και είναι εκτός της κανονικής ονοματολογίας για τα μεγέθη των μονάδων της Φυσικής, γίγα, τέρα κ.λπ.

1012 δευτερόλεπτα:
Ολα μαζί αποτελούν 1 τέρα ή αλλιώς 31.710 χρόνια.

1013 δευτερόλεπτα:
Περίπου 317.000 χρόνια. Εκεί κοντά, δηλαδή κάθε 300.000 χιλιάδες χρόνια περίπου αλλάζει φορά το μαγνητικό πεδίο της Γης. Ο βόρειος πόλος γίνεται νότιος και ο νότιος βόρειος εξαιτίας των ηλεκτρικά φορτισμένων ρευστών που κινούνται κυρίως στον πυρήνα του πλανήτη.

1015, 1018 δευτερόλεπτα:
Πεντάκις και εξάκις εκατομμύρια και για τους αγγλόφωνους 1 quadrillion και 1 quintillion.

1021 δευτερόλεπτα:
Φθάσαμε σε χρόνο ενός sextillion, δηλαδή ενός εξάκις εκατομμυρίου, που είναι 3,17Χ1013 χρόνια, όσο έχει υπολογιστεί πως είναι η ζωή των μακροβιότερων άστρων, όπως ένας ερυθρός νάνος.

1023 δευτερόλεπτα:
Περίπου 3×1015 έτη ή 3 εκατομμύρια δισεκατομμυρίων ετών. Στο τέλος αυτού του διαστήματος υπολογίζεται ότι η Γη θα έχει πάψει να υπάρχει, όπως και οι κοντινότεροι προς τον Ηλιο πλανήτες. Αν όχι από άλλους λόγους, αλλά χάνοντας κινητική ενέργεια εξαιτίας της αδιάκοπης εκπομπής βαρυτικών κυμάτων ένας πλανήτης πέφτει τελικά επάνω στο άστρο που γύρω του περιστρεφόταν.

100 δευτερόλεπτα:
Δηλαδή 1 δευτερόλεπτο. Αυτό δεν είναι μαγεία αλλά ορισμός και σύμβαση μεταξύ μας. Οταν εκεί ψηλά, διαγώνια ως προς το 10, είναι το μηδέν, το όλο συγκρότημα είναι ίσο με το 1, ένας άλλος συμβολισμός του ιδίου πράγματος.
Πόσο όμως διαρκεί ένα δευτερόλεπτο; Μπορούμε να προκαλέσουμε ταλαντώσεις στα ηλεκτρόνια του ατόμου του καισίου (133 Cs) και 1 sec = όσο διαρκούν 9.192.631.770 τέτοιες ταλαντώσεις. Και «ρολόγια» με βάση αυτό το στοιχείο χάνουν 1 sec κάθε 10 εκατομμύρια χρόνια. Τελικά όμως πόσο είναι 1 δευτερόλεπτο; Ενα χτυποκάρδι (στο θρανίο, στο γραφείο ή στο ορυχείο) διαρκεί κατά μέσον όρο 0,86 ως 1,2 sec, δηλαδή 1 δευτερόλεπτο περίπου.
Από εδώ και πέρα κόβεται το δευτερόλεπτο σε όλο και μικρότερες «φέτες» που είναι χρήσιμες άλλοτε στη Χημεία, όπως γίνεται με παλμούς διάρκειας 10-15 του δευτερολέπτου στη Φεμτο-Χημεία όταν τόσο χρόνο χρειάζονται τα ηλεκτρόνια για να πάνε από το ένα άτομο στο άλλο ή με το μιλισέκοντ (δηλαδή 10-3 του δευτερολέπτου) για τους παλμούς ενός φλας φωτογραφικής. Και φθάνοντας στα άκρα έχουμε:

10-44 του δευτερολέπτου:
Εκεί κάνουμε λόγο για μια χρονική διάρκεια εξαιρετικά δύσκολη να τη συλλάβει το μυαλό του ανθρώπου, το 5,39Χ10-44 του δευτερολέπτου. Μηδέν και μετά την υποδιαστολή να μεσολαβούν 43 μηδενικά πριν από το 5! Εννοείται πως δεν υπάρχει επιστημονικό όργανο να μετρήσει τέτοιον χρόνο. Αλλά υπολογίζουμε πως σε αυτόν το φως, στην καλύτερη περίπτωση, διανύει μόλις 1,62Χ10-33 του εκατοστού, μια απόσταση που ονομάζεται «μήκος Πλανκ». Και αυτή η απειροελάχιστη απόσταση είναι η γέφυρα για να περάσουμε «στον μικρόκοσμο του μικροκόσμου», εκεί που παλεύουν να καθιερωθούν, ανταγωνιζόμενες η μία την άλλη, διάφορες θεωρίες, αποσταγμένες κατά το δυνατόν μέσα στο πλαίσιο με τίτλο «τα «υπαρξιακά» προβλήματα του χρόνου».
Το 10 και οι δυνάμεις του
Εναν αριθμό όπως ο 10000000000000000000 είναι πιο εύκολο να τον γράφουμε 1019 και έναν όπως ο 0,000000000000000000001 να τον γράφουμε 10-20. Είναι φανερό ότι πρόκειται για μια πολύ πιο κομψή γραφή αλλά και εύκολη. Διότι απλώς μετράμε το πόσα μηδενικά υπάρχουν και το πλήθος τους το γράφουμε με τη μορφή εκθέτη, όπως το μάθαμε και στο σχολείο. Αν είναι μικρότερος από το 1, προσθέτουμε ενδεικτικά και το πλην μπροστά. Αυτή η γραφή είναι γνωστή ως «δυνάμεις του δέκα». Ετσι το 1000 γράφεται και 103 και το 0,0001 γίνεται 10-4 . Από εκεί και πέρα οι διάφορες δυνάμεις του 10 έχουν αποκτήσει πολλά ονόματα που όπως διακινούνται συχνά-πυκνά, όλα μαζί φέρνουν μια σύγχυση.
Προσπαθώντας να βρούμε την άκρη αναφέρουμε πρώτα τις πιο «δημοφιλείς» με τη λατινική τους γραφή: yottaà1024, zettaà1021, exaà1018, petaà1015, teraà1012, gigaà109, centià10-2, millià10-3, microà10-6,nanoà10-9, picoà10-12, femtoà10-15, attoà10-18, zeptoà10-21, yoctoà10-24.
Τα «υπαρξιακά» προβλήματα του χρόνου
Πολύ ανθρωπομορφικά κάθε τέτοια εποχή, όσοι το γιορτάζουν όχι μόνο τραγουδούν στο κατάφωτο σαλόνι «πάει ο παλιός ο χρόνος» αλλά παραπέμπουν και σε κάποιες (κοινωνικά όχι και τόσο αποδεκτές πλέον) απεικονίσεις του χρόνου. Σαν να είναι τάχα ένας γέρος, κυρτωμένος, περιφρονημένος, σκεφτικός, αφημένος από όλους στη μοναξιά του. Σε αντίστιξη με έναν νέο (χρόνο) γεμάτο δώρα, που αυτόν –αυτονόητα(;) –οι άνθρωποι υποδέχονται με ενδιαφέρον. Κάποτε επίσης οι κάπως πιο ανήσυχοι ρωτούσαν «τι έκανε ο Θεός πριν φτιάξει τον κόσμο» και ο Αγιος Αυγουστίνος τούς απαντούσε πως το πρόβλημα δεν είναι στον Θεό αλλά στον χρόνο. Διότι ο χρόνος γεννήθηκε, όπως έλεγε, μαζί με τον κόσμο! Μυστήριο ο χρόνος και με αυτό ασχολήθηκαν πολλοί γνωστοί φιλόσοφοι. Ηδη από το 1781 ο Εμάνουελ Καντ είχε διατυπώσει τις αμφιβολίες του ως προς το θέμα του χρόνου στην πρώτη από τις 4 Αντινομίες (στο βιβλίο: «Κριτική του ορθού λόγου»):
  • Θέση: Ο κόσμος έχει αρχή χρονική και όρια ως προς τον χώρο.
  • Αντίθεση: Ο κόσμος δεν έχει αρχή και χωρικά όρια. Είναι άπειρος όσον αφορά και τα δύο.
Πολύ αργότερα άνθρωποι των Μαθηματικών και της Φυσικής όπως ο Φάινμαν και ο Χόκινγκ ήταν της γνώμης ότι για να μιλήσεις για τέτοια θέματα έπρεπε να έχεις υπόβαθρο θετικών επιστημών. Ή, όπως το έθεσε με πικρία ένας της άλλης πλευράς, επέβαλαν το «Σκάσε και υπολόγιζε». Είναι λοιπόν αποδεκτό πως ο Καντ στη Θέση απηχούσε τις απόψεις του Νεύτωνα και στην Αντίθεση αυτές του Λάιμπνιτς και πλέον είναι ξεπερασμένος, αν και ο Νεύτων ως τις αρχές του 20ού αιώνα έδινε μόνο αυτός τον τόνο. Οτι δηλαδή ο χρόνος είναι ένας για όλους όπου και αν βρίσκονται, ό,τι και αν κάνουν. Δηλαδή ο απόλυτος αυτοκράτορας. Κάτι που με τις θεωρίες του Αϊνστάιν για την Ειδική Σχετικότητα ανατράπηκε. Ο καθένας, εφόσον κινείται, έχει και τον δικό του χρόνο που «περνάει» με διαφορετική ταχύτητα. Αλλο θα δείξει το ρολόι του επιβάτη σε ένα τρένο, άλλο του αστροναύτη στο διαστημόπλοιο και άλλο του ανθρώπου που περιμένει ακίνητος στον σταθμό. Εγινε ο χρόνος ο τέταρτος τροχός στον τετραδιάστατο χωροχρόνο των Μινκόφσκι – Αϊνστάιν. Οπου όμως οι δυο τους δεν κόλλησαν απλώς άλλη μία διάσταση στις γνωστές τρεις.
Οι ιδιότητες του χωροχρόνου χωρίς τα αντίστοιχα μαθηματικά φαντάζουν παράξενες. Ενα μήλο που πέφτει από το δέντρο της αυλής ακολουθεί τη συντομότερη πορεία προς τη γη. Αλλά στον τετραδιάστατο χωροχρόνο φαίνεται πως ακολουθεί την πιο μακρινή-αργή διαδρομή που μπορεί να υπάρξει εκεί! Εχουμε την «κοσμική τεμπελιά», όπως τη χαρακτήρισε ο Μπέρτραντ Ράσελ. Επιπλέον ενώ κινούμεθα ελεύθερα στον χώρο δεν κινούμεθα το ίδιο ελεύθερα στον χωροχρόνο, όντας δεσμευμένοι φαινομενικά τουλάχιστον να πηγαίνουμε προς κάτι που ονομάστηκε «μέλλον». Επιπλέον, στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, ο χρόνος σε ένα σημείο του Σύμπαντος επηρεάζεται και από την ύλη που βρίσκεται εκεί γύρω.
Ωστόσο ο Αϊνστάιν κατηγορείται πως δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε στον χρόνο και στο ότι φαίνεται να κυλάει προς μία μόνο κατεύθυνση. Ηταν ο Αρθουρ Εντινγκτον που συνέδεσε τον χρόνο με την εντροπία. Ο χρόνος, έλεγε, κυλάει με κατεύθυνση προς τα εκεί όπου αυξάνεται η εντροπία, δηλαδή μοιάζει με βέλος που δείχνει προς την αταξία. Βλέπεις δύο φωτογραφίες: στη μία ένα βάζο ακέραιο, στην άλλη ένα βάζο σπασμένο. Θα βγάλεις το συμπέρασμα πως η φωτογραφία με το σπασμένο είναι μεταγενέστερη. Συμφωνεί σε αυτό και ο Στίβεν Χόκινγκ. Δεν συμφωνεί όμως ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Μίλερ που λανσάρισε μια καινούργια θεωρία μόλις το καλοκαίρι, στο βιβλίο του «Now». Δεν παραδέχεται τη συσχέτιση χρόνου-εντροπίας και σύμφωνα με τη θεωρία του δεν διαστέλλεται το Σύμπαν μόνο ως προς τον χώρο αλλά και ως προς τον χρόνο. Δημιουργείται δηλαδή συνεχώς και καινούργιος χρόνος. Και αυτό κατά τη γνώμη του θα μπορούσε να αποδειχθεί πειραματικά.
Ενας άλλος πολύ αγαπητός και στον Τύπο άγγλος φυσικός, ο Τζούλιαν Μπάρμπουρ, ο οποίος έχει αφιερώσει τον εαυτό του στην έρευνα αυτού του θέματος και στην «εξαφάνιση» του χρόνου από την κλασική Φυσική, έγραψε σε εργασία του: «Σε αντίθεση με τον αυτοκράτορα που ήταν ντυμένος με το τίποτα, ο χρόνος είναι ένα τίποτα ντυμένο σε ρούχα. Εγώ μπορώ να περιγράψω μόνο τα ρούχα». Προς το παρόν προσπαθεί να δείξει ότι δεν χρειάζεται τον χρόνο στις εξισώσεις του όπου θα συμβιβάζεται η θεωρία του Αϊνστάιν με την κβαντική θεωρία. Το ίδιο δηλαδή που ισχυρίζονται ότι κάνει και η δική τους θεωρία με το όνομα Κβαντική Βαρύτητα Βρόχων, οι Σμόλιν Ροβέλι και οι συνεντεύξεις του τελευταίου παράγουν συνήθως τον εντυπωσιακό τίτλο: Time does not exist. Από το 1965 οι Γουίλερ και Ντε Βιτ έφτιαξαν εξίσωση κίνησης που άφηνε τον χρόνο απ’ έξω και οι οπαδοί της Κβαντικής Βαρύτητας Βρόχων επιμένουν ότι στον απειροελάχιστο κύβο με ακμή το μήκος Πλανκ δεν χρειάζεται να ασχολείσαι με τον χρόνο.
Το να μιλάς λοιπόν για παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι μια καλή λογιστική μέθοδος ταξινόμησης των γεγονότων στην καθημερινή ζωή αλλά όχι η μοναδική, ίσως όχι και η πιο αποτελεσματική πλέον στη Φυσική. Ο χρόνος δεν παλιώνει. Εμείς του φορτώνουμε το ότι ακόμη σκεπτόμαστε όπως ο Νεύτων και ο Καβάφης στα «Κεριά»: Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν / μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων / τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη / κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ