Λέμε «πόσο γρήγορα πέρασε η χρονιά» και απλά ομολογούμε ότι τα έχουμε τα χρονάκια μας. Η αντίληψη του χρόνου, δηλαδή η αίσθηση που έχουμε για το ημερολογιακό έτος, είναι σε απόλυτη συνάρτηση με την ηλικία. Στα 10 το ένα έτος αντιστοιχεί στο ένα δέκατο των συνολικών εμπειριών, στα 50 αντιστοιχεί στο ένα πεντηκοστό. Οι γεροντολόγοι τα λένε αυτά, δεν είναι κάτι πρωτότυπο.
Δεν με έχει βαρέσει ο καμπανίτης στο κεφάλι. Η Πρωτοχρονιά δίνει την ευκαιρία για διαπιστώσεις. Υπάρχει κάτι αθέατα τραγικό στα Μνημόνια και δεν έχει να κάνει με τα λιγότερα χρήματα, με το άγχος για τους νέους φόρους, με την αβεβαιότητα για τις ζωές των παιδιών μας. Μπήκαμε στα Μνημόνια ανήκοντας σε μια συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία και αλλάξαμε κατηγορία, από τον έναν πρωθυπουργό στον άλλο, από τη μία κυβέρνηση στην άλλη, από το ένα εργασιακό νομοσχέδιο στο άλλο, από τη μία φορολογική ρύθμιση στην άλλη. Φαινομενικά είμαστε σε μια αναβολή, κάτι περιμένουμε, μιλάμε για το αύριο, μιλάμε για το τι θα κάνουμε με τις δουλειές, τι θα κάνουμε με τα λεφτά, τι θα κάνουμε με τη σύνταξη. Σαν να αιωρούμαστε.
Κι εδώ είμαστε, λοιπόν, να βλέπουμε το ημερολόγιο και να μονολογούμε: «Αν είναι δυνατόν, πότε μεγάλωσα τόσο, αφού ζω την ίδια ημέρα, τον ίδιο μήνα, εδώ και πολύ καιρό». Βλέπουμε τον χρόνο επάνω μας και επάνω στη φυσιογνωμία του Πρωθυπουργού μας. Πού πήγε το αγόρι με τα καρό πουκάμισα που έλεγε όλο χαρά ότι πούλησε το παπάκι για να πάρει BMW F 650 GS, πού είναι ο νέος, ευπαρουσίαστος άνδρας που ράφτηκε στου Γιαννέτου και φορούσε πάντα σκληρό γιακά; Ο χρόνος γράφτηκε πάνω στο πρησμένο πρόσωπο, στα παραπανίσια κιλά, στην εικόνα του ταλαιπωρημένου μεσήλικου.
Αυτή είναι η αίσθηση του χρόνου στην εποχή των Μνημονίων: η παραμονή στο κενό. Ο βασικός διαχωρισμός, το παρελθόν και το μέλλον, συγχέονται από το «νυν», που είναι διαρκώς το ίδιο. Ζούμε το ίδιο βίωμα ξανά και ξανά και ξανά. Οι αναμνήσεις είναι συγκεχυμένες επειδή είναι πανομοιότητες, σε μια ρουτίνα που γίνεται ανελέητη. Δεν υπάρχει ελπίδα ότι θα αλλάξει κάτι: πάλι σε αξιολόγηση θα πάμε, πάλι για περικοπές θα μιλήσουμε, πάλι για μεταρρύθμιση του κράτους, πάλι για κάποια φορολογική ρύθμιση που θυμίζει άλλες δέκα ρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων. Το νυν με το νυν πολλαπλασιάζονται μεταξύ τους και παραμένουν σε ένα χρονικό κενό όπου όλα μοιάζουν ίδια εκτός από εμάς τους ίδιους.
Η ποίηση έχει πάντα την απάντηση και θα καταφύγουμε στον Μανόλη Αναγνωστάκη, για να διαβάσουμε ξανά τους στίχους που γίνονται τόσο επίκαιροι:
«Στ’ αστεία παίζαμε!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο
μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού
σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα
στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας
με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε,
μακριά απ’ το φως της ημέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν
τα φύλλα του ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί,
χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε;
ποιος θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας
δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!»
Θα μπούμε στον πειρασμό να παραφράσουμε τον ποιητή, καθώς κανείς πρωθυπουργός δεν πήρε την εξουσία μόνος του. Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας, στ’ αστεία ψηφίζαμε.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ