Ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, κυρίως του Σαίξπηρ, δοκιμιογράφος, καθηγητής, διευθυντής του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας: Ο Διονύσης Καψάλης, αυτός ο βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος, έχει εντάξει την ποίηση στην καθημερινότητα, κάνοντας τελικά τον κόσμο του αλλά και τον δικό μας καλύτερο. Μετρά επτά μεταφράσεις έργων του Σαίξπηρ, όλες κατά παραγγελία, και ονειρεύεται να αποδώσει στα ελληνικά και τα 154 σονέτα του. Και εφέτος ελληνικές σκηνές επιλέγουν μεταφράσεις του: «Αμλετ» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, «Ευτυχισμένες Μέρες» του Μπέκετ στο Bios, «AmorS», μια παράσταση με σονέτα του Σαίξπηρ στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων, ενώ πρόσφατα παρουσίασε στην Καβάλα τη «Διαθήκη του Σαίξπηρ», ένα έργο που συνυπογράφει με τον Θοδωρή Γκόνη για τον Βάρδο, φυσικά.
Κύριε Καψάλη, ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες της θεατρικής μετάφρασης;
«Εξαρτάται από το είδος κειμένου, την εποχή και βεβαίως από την αντίληψη που έχει ο μεταφραστής. Εδώ υπάρχουν διάφορες απόψεις οι οποίες, καμιά φορά, γίνονται όχι απλώς πάγιες, αλλά προκαταλήψεις. Ενα θέμα που κουβεντιάζεται αφορά τη θεατρικότητα. Αλλά είναι το ίδιο επιχείρημα με το ότι η τηλεόραση πρέπει να είναι πολύ απλή για να την καταλαβαίνει ο κόσμος. Αυτό μπορεί να φτάσει και στην υποτίμηση του θεατή, του αποδέκτη. Αρα πρέπει να βρούμε τη χρυσή τομή. Να μην τον υποτιμούμε και να μην τον ζορίζουμε».
Στον Σαίξπηρ προκύπτουν, υποθέτω, κι άλλες παράμετροι;
«Είναι αλήθεια ότι και τότε και τώρα οι άνθρωποι δεν υπάρχει περίπτωση να πιάσουν από το σαιξπηρικό έργο το 100% αυτών που λέγονται».
Ούτε ο μεταφραστής;
«Ο μεταφραστής θα πρέπει να το αποδώσει όσο καλύτερα μπορεί όλο. Αλλά είναι τόσο γοητευτικά αυτά τα έργα, που όσοι θα μπουν μέσα στο έργο κι αν δεν καταλάβουν μια αράδα, δεν τρέχει και τίποτα. Το ζήτημα είναι να λειτουργήσει όλο αυτό μαζί σαν ένας κόσμος ολόκληρος και να πάρει μέσα του τον θεατή. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει ως μεταφραστής να φτιάξεις έναν νομοθετημένο κόσμο με τους δικούς του κανόνες, οι οποίοι μετά πρέπει να είναι σαφείς για τον θεατή, χωρίς να χρειάζεται ο ίδιος να τους σκεφτεί. Ανεπίγνωστα».
Συνήθως η θεατρική μετάφραση γίνεται κατά παραγγελία;
«Σήμερα, είναι πολύ δύσκολο να μεταφράσεις ένα τόσο μεγάλο έργο χωρίς παραγγελία. Δουλεύουμε υπό την πίεση μιας παραγγελίας γιατί αυτό μας πειθαρχεί. Κάνουμε άλλωστε κι άλλες δουλειές, γιατί από αυτό δεν ζεις. Η φιλοδοξία υπάρχει ωστόσο. Μόνον ο Ερρίκος Μπελιές το έκανε (σ.σ.: είχε μεταφράσει όλα τα έργα του Σαίξπηρ), αλλά υποθέτω ότι κι εκείνος απέβλεπε στο να παιχτούν».
Αρα το κείμενο συνδέεται άμεσα με τον σκηνοθέτη και την οπτική του;
«Σε ό,τι με αφορά, με τα χρόνια προσαρμόζεσαι σε κάποια πράγματα και αντιστρόφως ο σκηνοθέτης αναζητεί εσένα επειδή κάνεις τη δουλειά με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αρα κάπου συναντώνται. Γιατί εργάζεσαι μέσα σε ένα επάγγελμα με όρους, διαπραγματεύσιμους μεν, αλλά με όρια. Εκεί μέσα κι εσύ φτιάχνεις μια μεταφραστική προσωπικότητα και αντιστοίχως προσαρμόζεσαι σε αυτό που αντιλαμβάνεσαι ότι θα ήθελε να ακούγεται από μια ελληνική σκηνή. Στη δική μου την περίπτωση, έπρεπε να παλέψω με πάρα πολλά προβλήματα».
Γιατί; Τι εννοείτε;
«Πρώτα από όλα είχα να αντιμετωπίσω τη δυσπιστία μου για το αν μπορώ να μεταφράσω αυτά τα έργα. Γι’ αυτό και άργησα πολύ να αρχίσω να μεταφράζω για το θέατρο. Οχι μόνον γιατί δεν είχε βρεθεί κάποιος άνθρωπος να με εμπιστευθεί, αλλά και εγώ δεν το επεδίωξα. Μάλιστα την πρώτη φορά που μου προτάθηκε, λιποψύχησα. Μου αρέσουν τόσο πολύ αυτά τα έργα, που αισθανόμουν ότι θα τα χαλάσω μεταφράζοντάς τα».
Πιστεύετε ότι αυτή η δυσπιστία είχε αφετηρία το γεγονός ότι είστε ποιητής;
«Μπορεί. Ξέρετε, διερωτάται κανείς αν διαθέτει, αν έχει αποκτήσει τα εργαλεία για να μεταφράσει. Διότι μπορεί να γράφεις, να μεταφράζεις, αλλά εκεί που φτιάχνεις μικρά κιβώτια, κάποιος σου ζητά να του επιπλώσεις όλο το σπίτι… Αναρωτιέσαι αν μπορείς να αντεπεξέλθεις. Δεν αισθανόμουν έτοιμος. Δεν είχα τα κατάλληλα εργαλεία. Οχι ότι τα έχω τώρα».
Ποιο ήταν το πρώτο έργο του που μεταφράσατε;
«O «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», γύρω στο 1994-95. Ευγνωμονώ τον φίλο μου, μακαρίτη πια, Διαγόρα Χρονόπουλο που μου την ανέθεσε, που με εμπιστεύθηκε. Ακολούθησαν ο «Οθέλλος», ο «Βασιλιάς Ληρ», αργότερα ο «Περικλής» και τα υπόλοιπα».
Σας διευκολύνει το γεγονός ότι είστε ποιητής;
«Υποθέτω πως ναι. Με την έννοια της τέχνης, του μετιέ. Οτι έχεις βρεις κάποιους τρόπους να αντιμετωπίσεις τα τεράστια προβλήματα που υπάρχουν. Απέναντι σε αυτά τα κείμενα πρέπει να είσαι πολύ αλαζών για να πιστεύεις ότι μπορείς να τα κατακτήσεις. Πρέπει να βρεις το εργαλείο και κυρίως να ακούσεις τον τόνο του κειμένου. Κάποια στιγμή θα τον ακούσεις τον τόνο, από όπου θα βγει και η θεατρικότητα».
Παρεμβαίνετε στις παραστάσεις;
«Θα ήθελα πολύ να είμαι πιο ενεργά παρών στις πρόβες, αλλά δεν είμαι. Μόνο στην πρώτη μου μετάφραση, με τον Διαγόρα, συμμετείχα πολύ. Θα μου άρεσε αλλά οι σκηνοθέτες δεν το θέλουν και έχουν δίκιο. Θα γινόμουν λίγο ενοχλητικός. Κάποιοι μου έχουν κάνει την τιμή να είμαι στις πρώτες αναγνώσεις, να εξηγήσω πράγματα στους ηθοποιούς, να τους βοηθήσω να καταλάβουν».
Βλέπετε τις παραστάσεις ή ακούτε το κείμενό σας;
«Βλέπω την παράσταση, καμιά φορά την ξαναβλέπω. Αλλά ακούω και το κείμενο. Μέχρι στιγμής δεν έχω αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα με κανέναν σκηνοθέτη. Υπάρχει ένας σεβασμός εκατέρωθεν».
Στο τελικό αποτέλεσμα ποιο είναι το ποσοστό του μεταφρασμένου κειμένου;
«Μπορεί να υπάρξει μέτρια ή και κακή παράσταση με εξαιρετική μετάφραση. Μπορεί να υπάρξει καλή παράσταση με μέτριο κείμενο ή μέτρια παράσταση με μέτριο κείμενο. Αλλά μεγαλειώδης παράσταση με άθλιο κείμενο δεν μπορεί να υπάρξει. Το μεγαλειώδες στο κείμενο ανήκει στο πρωτότυπο. Η μετάφραση πρέπει να λειτουργεί σαν πρωτότυπο. Και ο σκηνοθέτης που εμπιστεύεται έναν μεταφραστή, πρέπει να αντιμετωπίζει το κείμενο σαν πρωτότυπο».
Από την εμπειρία σας, πιστεύετε στη «δικτατορία» του σκηνοθέτη;
«Δεν τα ξέρω εγώ αυτά. Το θέατρο είναι ένα πολύ ζωντανό πράγμα. Ας κάνουμε τα πάντα. Δεν είναι θέμα δικτατορίας. Απλώς σαν θεατής δεν μπορώ να ανεχθώ τα πάντα. Αλίμονο αν δεν πειραματίζονται. Τώρα, για παράδειγμα, παίζεται στην Αγγλία ο «Βασιλιάς Ληρ» με την Γκλέντα Τζάκσον. Πρέπει να είναι συγκλονιστικό. Εχω την αίσθηση ότι ορισμένοι σκηνοθέτες ξεκινούν με ένα κόνσεπτ, λίγο σαν στενά παπούτσια, και θέλουν να χωρέσουν την παράσταση εκεί. Οπως είχε πει ο Πίτερ Μπρουκ, στα μεγάλα έργα το κόνσεπτ (την κεντρική ιδέα, δηλαδή) το βρίσκεις στο τέλος. Οπως στην αρχαία τραγωδία ή στον Σαίξπηρ. Αν σε τέτοια κείμενα πας να κάνεις τον έξυπνο, θα σε εκδικηθεί».
Μεταφράζοντας έργο του Μπέκετ τι αντιμετωπίσατε;
«Ο Μπέκετ γράφει σαν να είναι παρτιτούρα. Εχει επιβάλει μια πειθαρχία που μπορεί να σε κάνει και δειλό. Εχω μεταφράσει μόνον τις «Ευτυχισμένες Μέρες». Εχουν γίνει σημαντικές μεταφράσεις, όπως του Κωστή Σκαλιόρα. Δεν είναι εύκολο να τις υπερβούμε. Βέβαια υπάρχει και το θλιβερό φαινόμενο να παίρνει κάποιος παλιές μεταφράσεις, να αλλάζει δύο-τρεις λέξεις και να τις κάνει δικές του».
Παλιώνουν οι μεταφράσεις;
«Μπορεί να ξεπεραστεί η γλώσσα, όπως στην περίπτωση του Ρώτα, αλλά από την άλλη ο Ρώτας έβαλε κάποια προβλήματα στο κείμενο, τα οποία πρέπει να αφουγκραστούμε. Αν πάρεις το «Ονειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Ρώτα υπάρχουν κομμάτια που μπορούν να παιχτούν σήμερα. Ηξερε τον ελληνικό κόσμο των λαϊκών δοξασιών με τα ξωτικά και μπορούσε να φτιάξει μια μαγεία εντυπωσιακή. Καλό θα ήταν να τον μελετάμε».
Ποιο είναι το μεταφραστικό σας όνειρο;
«Τα σονέτα του Σαίξπηρ. Οσα έχω κάνει, αρκετά χρόνια πριν, τα έχω κάνει μόνος μου. Θα ήθελα να μου δοθεί μια χορηγία και να τα κάνω. Είναι συνολικά 154. Μερικά δεν ξέρω καν αν μεταφράζονται. Εχουν τη δυσκολία του είδους, είναι 14στιχα».
Ποιος είναι ο χρόνος μιας μετάφρασης;
«Για την κατά παραγγελία μετάφραση πρέπει να λειτουργείς επαγγελματικά, με καθημερινό πρόγραμμα. Οι έλληνες σκηνοθέτες έχουν ένα ζήτημα με τον χρόνο. Νομίζουν ότι μπορεί να σου παραγγείλουν μια μετάφραση τον Μάρτιο και να παίξουν το έργο το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ. Εχω κάνει μετάφραση και μέσα σε ένα τρίμηνο, αλλά με εξοντωτικό ρυθμό. Συνήθως θέλεις ένα εξάμηνο, αλλά σκληρής δουλειάς. Στον Σαίξπηρ αν χαλάσει ο προηγούμενος στίχος, δεν μπορεί να υπάρξει επόμενος, οπότε…».
Η σιωπή μεταφράζεται;
«Πρέπει να την ακούς τη σιωπή. Να αποδίδεις το κείμενο με τους ρυθμούς του και δεν υπάρχει ρυθμός χωρίς σιωπή. Οπως είναι η βαρύτητα για τα σώματα, έτσι είναι η σιωπή για τον λόγο, είναι η βαρύτητά του».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ