Οι πρωταγωνίστριες του αύριο

Πέντε για το ’17. Είναι φρέσκες, ταλαντούχες και πολλά υποσχόμενες. Η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, η Δανάη Επιθυμιάδη, η Λίλα Μπακλέση, η Ηρώ Μπέζου και η Σίσσυ Τουμάση μιλούν στο BHMAgazino για τα όνειρα, τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες τους για τη χρονιά και τις χρονιές που έρχονται

Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, η αριστοκρατική

Η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου θα έχει πάντα την ευλογία και την κατάρα μαζί να μιλούν όλοι πρώτα για το αγγελικό πρόσωπό της και μετά για τις ερμηνείες της. Η χρονιά της ξεκίνησε κινηματογραφικά με τον «Νοτιά» του Τάσου Μπουλμέτη και τελειώνει με πολλές καλές κριτικές για την παρουσία της στο έργο «Λαμπεντούζα» του πολυβραβευμένου συγγραφέα Αντερς Λουστγκάρτεν. Την παράσταση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου έχει σκηνοθετήσει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και αναφέρεται σε δύο μείζονος σημασίας θέματα των ημερών: το Προσφυγικό και την αμηχανία της Ενωμένης Ευρώπης. Ο Αργύρης Ξάφης υποδύεται τον Στέφανο, έναν ψαρά που ζει στην ιταλική Λαμπεντούζα και περισυλλέγει σώματα μεταναστών από τα κρύα νερά της Μεσογείου. Η Χαρά-Μάτα παίζει την Ντενίζ, μια κινεζοεγγλέζα εργαζόμενη φοιτήτρια που ζει στη Βρετανία, και συλλέγει δόσεις καταναλωτικών δανείων για λογαριασμό μιας εισπρακτικής εταιρείας.
Ως Γερμανίδα κατά το ήμισυ, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασχολίαστη την πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στη γερμανική πρωτεύουσα: «Αυτό το έργο με έχει κάνει να είμαι πολύ πιο ήρεμη με αυτά τα θέματα, τα οποία τα σκέφτομαι ούτως ή άλλως. Οταν έγινε η επίθεση στο Βερολίνο, πέρα από το πόσο με επηρεάζει προσωπικά, γιατί αναγκαστικά πήγε το μυαλό μου σε κάποιους ανθρώπους που γνωρίζω οι οποίοι ζουν εκεί, σκέφτηκα πόσο σοφό είναι το έργο αυτό, το οποίο ενώ θέτει τα προβλήματα δεν σου πλασάρει έτοιμες λύσεις μέσω των μηχανισμών που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να μας προστατεύουν, αλλά σου λέει πως μία επιλογή έχεις μόνο: να παραμείνεις άνθρωπος, να κοιτάς τους άλλους στα μάτια και να δίνεις ό,τι μπορείς, όποτε μπορείς –να κάνεις ό,τι μπορείς, όποτε μπορείς. Είναι στο χέρι μας αυτό και δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς».
Στη δική της γενιά ηθοποιών διακρίνει το εξής: «Υπάρχει περισσότερη ανάγκη για ομαδικές δουλειές. Το λέω σαν κάτι θετικό. Κι αυτό που έχω δει –κάτι πολύ συγκινητικό και όμορφο –είναι ότι όλοι έχουν να πάρουν από όλους». Ποιες συναδέλφους της, όμως, θαυμάζει; Ποιες ξεχωρίζει; «Γενικώς θαυμάζω πολύ κόσμο, συχνά ανθρώπους που αγαπώ και είναι κοντά μου, έχω δει πολλές φορές τη Δήμητρα Βλαγκοπούλου και έχω πει ότι είναι καταπληκτική, αντίστοιχα εκτιμώ τη Νάνσυ Σιδέρη ή τη Στέλλα Βογιατζάκη. Τις γνωρίζω, όμως, καλά και μου αρέσει και ο τρόπος με τον οποίο ξέρω ότι δουλεύουν».
Για κορίτσι της ηλικίας της, η Χαρά-Μάτα δεν έχει ιδιαίτερη επαφή με την τεχνολογία: «Βαριέμαι, δεν μπορώ να κάθομαι με τις ώρες μπροστά στον υπολογιστή. Δεν το βρίσκω ενδιαφέρον. Κάνω ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο». Και η αρχή του νέου χρόνου τής επιφυλάσσει επαγγελματικά κάτι με το οποίο θα καταπιαστεί για πρώτη φορά: μια καθαρόαιμη κωμωδία, «Το έξυπνο πουλί» του Φεντό, ένα έργο που θα ανεβεί στο Tempus Verum – Εν Αθήναις στις 30 Ιανουαρίου από έναν ορεξάτο, νεανικό θίασο και θα το σκηνοθετήσουν ο Μάνος Βαβαδάκης με τον Γιώργο Κατσή. «Ηρθε τη σωστή στιγμή αυτό το έργο, είχαμε όλοι την ανάγκη να βρούμε το νόημα και να δώσουμε βάθος σε κάτι που φαίνεται αρχικά ελαφρύ».
Δανάη Επιθυμιάδη, η ενζενί
Πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε που γύρισε από τη Νέα Υόρκη, όπου έκανε θεατρικές σπουδές, και έχει καταφέρει να τα γεμίσει και με το παραπάνω με δουλειές στο θέατρο, στο σινεμά και στην τηλεόραση. Αυτή τη σεζόν την περνάει στο Θέατρο Εμπορικόν, παίζοντας στο «Ηταν όλοι τους παιδιά μου», το αριστούργημα του Αρθουρ Μίλερ, μια σύγχρονη τραγωδία που έχει επίκεντρό της μια οικογένεια στη μεταπολεμική Αμερική, την οποία έχει σκηνοθετήσει ο Γιάννης Μόσχος με πρωταγωνιστές τον Δημήτρη Καταλειφό και την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου.
«Είμαι πολύ τυχερή γιατί έχω δουλέψει ήδη σε πολλά και πολύ διαφορετικά πράγματα, αυτή, όμως, είναι η πιο υγιής συνθήκη εργασίας που έχω συναντήσει έως τώρα και αυτός ένας ρόλος που διεκδίκησα πάρα πολύ. Ο αμερικανικός ρεαλισμός με αφορά πολύ, ήθελα να παίξω την Αννι Ντίβερ διακαώς και όταν με κάλεσαν για κάστινγκ κλείστηκα τρεις ημέρες στο σπίτι και προετοιμαζόμουν. Τα κατάφερα τελικά. Ο Γιάννης Μόσχος είναι ένας βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος, με ουσιαστική αγάπη για το θέατρο και με έναν πολύ ευγενή και διπλωματικό τρόπο να επιβάλει αυτό που θέλει. Εχω μάθει επίσης πάρα πολλά πράγματα δουλεύοντας πλάι σε μεγαθήρια σαν τον Δημήτρη Καταλειφό και την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου».
Τους θαυμάζει αυτούς τους καλλιτέχνες η όμορφη ηθοποιός, όμως στη λίστα της υπάρχουν και άλλα ονόματα: «Η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, η Εύη Σαουλίδου, η Μαρία Φιλίνη, η Λυδία Φωτοπούλου… Από άνδρες μού αρέσει ο Γιάννης Τσορτέκης, ο Ερρίκος Λίτσης, ο Βαγγέλης Μουρίκης…». Οσον αφορά τους ρόλους που ονειρεύεται κάποια στιγμή να παίξει; «Θα ήθελα πολύ να παίξω στην «Ολεάννα» του Μάμετ. Οπως και την Κάθριν από το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι», μου αρέσουν οι γυναίκες εκείνης της εποχής γιατί φέρουν ένα βάρος που οι σημερινές δεν το έχουμε: το γεγονός ότι έπρεπε να ωριμάσουν πιο γρήγορα εξαιτίας όλων αυτών που περνούσαν, στον απόηχο του πολέμου, δεν ήταν κοριτσάκια, είχαν κάτι στιβαρό και δυναμικό και κάτι αισθησιακό, αλλά όχι με την έννοια του σεξαπίλ. Μου έρχεται στο μυαλό τώρα και η «Δεσποινίς Τζούλια». Τρελαίνομαι και για μιούζικαλ, θα ήθελα πολύ να δοκιμαστώ μελλοντικά στο είδος αυτό».
Στην καθημερινότητα, η Δανάη Επιθυμιάδη βλέπει την εξής πρόκληση: «Είναι μεγάλο το στοίχημα να καταφέρουμε να μη χάσουμε την ευαισθησία και την τρυφερότητά μας και ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με αυτό. Και δυστυχώς έχουμε την τάση να συμπαρασύρουμε ο ένας τον άλλον προς το κακό και όχι προς το καλό». Και κάνει και έναν διαχωρισμό που συχνά τον ξεχνάμε: «Δεν είναι ψυχοθεραπευτικό το θέατρο. Είναι πολύ σημαντικό να κάνουμε τον διαχωρισμό. Αν ένας άνθρωπος έχει προσωπικά απωθημένα και θέματα που δεν έχει λύσει και μπει στο θέατρο θα μπλοκάρει τους πάντες και τα πάντα, θα μπλοκάρει ο ίδιος και ό,τι κάνει θα είναι μια πολύ προσωπική διαδικασία η οποία δεν θα αφορά ούτε το σύνολο, ούτε τους θεατές, ούτε την παράσταση, ούτε τους συναδέλφους του. Εννοείται πως η σκηνή μπορεί να σου δώσει ανάσες και να σου φωτίσει αθέατες πλευρές, όμως άλλο η ψυχοθεραπεία και άλλο το θέατρο».
Λίλα Μπακλέση, η αεικίνητη
Η Λίλα Μπακλέση, με τους σχεδόν 45.000 ακολούθους στο Ιnstagram, έχει γίνει ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο χάρη στην παρουσία της στην τηλεοπτική σειρά «Ταμάμ». Αποτελεί, ωστόσο, παράλληλα και μία σταθερά ανερχόμενη θεατρική παρουσία που εμφανίζεται φέτος στη θεατρική παράσταση «Αυτή η νύχτα μένει», την οποία σκηνοθετεί η Κίρκη Καραλή, και λέμε «εμφανίζεται» διότι η παράσταση βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Θάνου Αλεξανδρή, το οποίο ανατρέχει στα θρυλικά σκυλάδικα της επαρχίας και ζουμάρει σε ένα κολάζ ανθρώπων που μαγνητίζονται από λαϊκά τραγούδια και παρασύρονται σε ένοχες νύχτες.
«Η παράσταση είναι μια προσπάθεια να ζωντανέψουμε κάποιες στιγμές από τα σκυλάδικα της δεκαετίας του ’80» εξηγεί η ηθοποιός με το εφηβικό πρόσωπο και τα χειμαρρώδη μαλλιά. «Μπορεί να ακουστεί κάπως περίεργο αυτό που θα πω, αλλά μερικές φορές νιώθω σαν να βρισκόμαστε στο μυαλό του Θάνου Αλεξανδρή και να αναβιώνουμε τις αναμνήσεις του –μου φαίνεται πολύ γλυκό να τον βλέπω κι εκείνον να νοσταλγεί αυτή την εποχή που για αυτόν, και για πολλούς άλλους, ήταν μια χρυσή εποχή». Η Λίλα υποδύεται την Πόπη: «Είναι ένας απαιτητικός ρόλος, σωματικά, φωνητικά, ερμηνευτικά, η Πόπη είναι τελείως διαφορετική από ό,τι άλλο έχω υποδυθεί, χαίρομαι όμως που με κάποιον τρόπο κατάφερα να προσεγγίσω μια άλλη πλευρά του εαυτού μου. Είναι σκληρή αυτή η γυναίκα, τραχύς άνθρωπος, πρέπει να επιβιώσει μόνη της και υψώνει έντονα τα τείχη γύρω της».
Η δική της εμπειρία από τέτοιου τύπου μαγαζιά ποια είναι; «Δεν υπάρχουν, φυσικά, μαγαζιά σαν εκείνα των 80s, όμως πήγαμε προτού αρχίσουν οι πρόβες με τη σκηνοθέτιδα σε ένα σκυλάδικο έξω από τη Θεσσαλονίκη, που είναι πολύ κοντά στην αυθεντική εμπειρία. Είναι μισό βενζινάδικο, μισό μπουζουξίδικο, και είναι γεμάτο νταλικέρηδες». Η δεσποινίς Μπακλέση έμαθε, λόγω της παράστασης, το τραγούδι με τον πολλά υποσχόμενο τίτλο «Τι πουρό, τι καγκουρό» και έχει μια παρατήρηση να κάνει για τον κόσμο αυτού του είδους των μπουζουκιών: «Με εντυπωσιάζει ότι κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, δεν μπορούν να βρουν τον εαυτό τους έξω από τη νύχτα. Μπορώ κάπως να το καταλάβω, νομίζω πως οι περισσότεροι θεωρούμε ότι εγκλωβίζεσαι στη νύχτα, αλλά κάποιοι πραγματικά δεν μπορούν να ζήσουν αλλιώς».
Πώς συνδυάζονται τα πολύωρα καθημερινά γυρίσματα και η παράσταση το βράδυ; «Δυσκολεύομαι πολύ στη μετάβαση, θα ήθελα να είχα τη δυνατότητα να τα κάνω ξεχωριστά, όμως, αφενός δεν θα ήθελα να είμαι αχάριστη, και, αφετέρου, μερικές φορές αυτή η έξαψη της δουλειάς, αυτό που ίσα που προλαβαίνω να φτάσω στο θέατρο, με κάνει να νιώθω σαν να είμαι σε έκσταση. Ομως θέλω να είμαι τυπική και συνεπής και ας κουράζομαι». Η δική της γενιά τι έχει φέρει στο θέατρο; «Νομίζω ότι έχει φέρει τη φαντασία, την εφευρετικότητα και την επιμονή. Με το τίποτα σχεδόν πάμε να δημιουργήσουμε κάτι. Λέμε όμως ότι θα τα καταφέρουμε, ψάχνουμε τους τρόπους. Δεν είναι απαραίτητα ευχάριστο, όμως κάτι ωραίο βγαίνει ενίοτε».
Ηρώ Μπέζου, η αισιόδοξη
Στον «Ανεμο», το μουσικό θέαμα (μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου) σε σύλληψη, σκηνοθεσία και χορογραφία του Κωνσταντίνου Ρήγου, που παίζεται αυτόν τον καιρό στο Θέατρο Rex –Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», το ομώνυμο στοιχείο της φύσης διατρέχει τις ζωές των ηρώων, παρασύρει τις στιγμές τους και τις σκορπά. Μαζί με τον Ορφέα Αυγουστίδη, την Αννα Μάσχα και τον Γιώργο Πυρπασόπουλο (μεταξύ άλλων ερμηνευτών), υφίσταται τις συνέπειες του δυνατού αέρα και η Ηρώ Μπέζου, κόρη του Γιάννη Μπέζου και της Ναταλίας Τσαλίκη και ηθοποιός που έχει δώσει μέχρι στιγμής το στίγμα της σε παραστάσεις φιλόδοξες και ενδιαφέρουσες. Τι θαυμάζει στους ηθοποιούς της γενιάς της; «Δεν θα το περιόριζα μόνο στη γενιά μου, αυτό που εκτιμώ πιο πολύ στους συναδέλφους μου είναι το θάρρος να έχουν τη διάθεση να συνεργάζονται, με ουσιαστική αγάπη και στήριξη, να μην ενδιαφέρονται να ξεχωρίσουν με τη σούπερ ερμηνεία, αλλά να θέλουν να βρίσκονται στη σκηνή και να δημιουργούν μαζί με τους συμπαίκτες τους. Θεωρώ πως η δική μας γενιά πιστεύει στη συνύπαρξη και αντιστέκεται στην ανάγκη του κόσμου να βρει κάποιον να ξεχωρίσει».
Αναρωτιέμαι αν υπάρχει μια προσδοκία της για αυτό το επάγγελμα που έχει επιβεβαιωθεί από τη μέχρι τώρα εμπειρία της και αν έχει απογοητευτεί από κάτι. «Είναι πάρα πολύ ωραία αυτή η δουλειά και με ενδιαφέρει πολύ. Και υπάρχει η δυνατότητα να είμαι καλά μέσα σε αυτή, μπορώ να ζήσω όμορφες στιγμές, να γνωρίσω υπέροχους ανθρώπους, να γελάσω, να εξελιχθώ. Είχα μεγαλύτερη προσδοκία σε σχέση με την προσωπική μου δύναμη. Διαπιστώνω δηλαδή ότι είμαι λιγότερο δυνατή απ’ όσο πίστευα και έχω ανάγκη τη στήριξη από τους συνεργάτες μου. Αυτή είναι μια ανατροπή». Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση είναι τελικά ευκαιρία ή είναι απλώς κρίμα που τη βιώνουμε; «Νομίζω ότι ύστερα από τόσα χρόνια μπορούμε να πούμε και επίσημα πως είναι κρίμα. Ολο λέγαμε ότι θα ήταν μια ευκαιρία για…, όμως δεν έχει επαληθευτεί κάτι τέτοιο. Ισως γίνει στο μέλλον, όμως προς το παρόν είναι ατυχία, δεν είμαι απαισιόδοξος άνθρωπος αλλά πρέπει να το αποδεχτούμε πια. Και δεν υπάρχει και κάποιο ρεύμα, ένας τρόπος έκφρασης που έχει ξεπηδήσει μέσα από τη δυσκολία, νομίζω πως υπάρχουν εμπνευσμένοι άνθρωποι και ωραία πράγματα, όπως πάντα. Απλώς όλοι ταλαιπωρούμαστε περισσότερο».
Το δικό της μέλλον στο θέατρο περιλαμβάνει συναντήσεις. Με πρόσωπα, ρόλους και έργα. «Το βασικό είναι να συναντιέμαι με ανθρώπους που εκτιμώ και θαυμάζω. Φυσικά, όμως, υπάρχουν έργα και συγγραφείς που αγαπώ πάρα πολύ, κλασικοί κυρίως, όπως ο Τσέχοφ και ο Σαίξπηρ, με τους οποίους δεν έχω ασχοληθεί και έχω μεγάλη περιέργεια να ανακαλύψω τι συμβαίνει στο σύμπαν τους. Από την άλλη, γνωρίζω πως αν κάνεις μια τέτοια συνεργασία με κάποιον που δεν εκτιμάς, μπορεί να είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα –αν και αυτά τα κείμενα σε προχωράνε θέλοντας και μη. Δεν έχω βρει έναν τρόπο να δουλεύω πιο ανεξάρτητα, οπότε πάντα ενθουσιάζομαι όταν συνεργάζομαι με ανθρώπους οι οποίοι κάτι μου αποκαλύπτουν, ό,τι και αν κάνω μέσα σε αυτή τη συνθήκη». Η Ηρώ Μπέζου αγαπάει τη γειτονιά της, τα Πετράλωνα, και της αρέσει να κάνει «συμβατικά πράγματα. Η καθημερινή ζωή είναι πολύ ιερό πράγμα, αυτό που ζεις είσαι». Τον Απρίλιο, ως μέλος μιας ομάδας που εκτός από την ίδια περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον Χάρη Φραγκούλη και τον Γιάννη Παπαδόπουλο, θα παρουσιάσει στο Bios το έργο «Λεντς» του Γκέοργκ Μπύχνερ.
Σίσσυ Τουμάση, η εναλλακτική
Τη Σίσσυ Τουμάση τη γνωρίσαμε, οι κινηματογραφόφιλοι εξ ημών, τουλάχιστον, χάρη σε έναν ρόλο-κλειδί στο βραβευμένο «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά. Τώρα παίζει στο Θέατρο Δημήτρης Χορν στο διακεκριμένο θεατρικό έργο «Αύγουστος» του Τρέισι Λετς, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Σε αυτό το γλαφυρό πορτρέτο μιας βαθιά δυσλειτουργικής οικογένειας πρωταγωνιστούν η Θέμις Μπαζάκα, η Μαρία Πρωτόπαππα, η Βίκυ Βολιώτη και η Μαρίνα Ασλάνογλου. Το έργο έχει γίνει κυρίως γνωστό μετά την κινηματογραφική μεταφορά του, στην οποία η Μέριλ Στριπ έρχεται στα χέρια με την Τζούλια Ρόμπερτς. «Είδα την ταινία όταν προβλήθηκε στα σινεμά, δεν ήξερα τότε ότι βασιζόταν σε θεατρικό έργο», λέει τώρα η νεαρή ηθοποιός, «όμως θυμάμαι ότι με εξέπληξε η ερμηνεία της Τζούλια Ρόμπερτς. Η Μέριλ Στριπ είναι η Μέριλ Στριπ. Οταν μου έστειλε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης το κείμενο συνειδητοποίησα ότι το έργο ήταν, ας πούμε, κωμικό δράμα, ότι είχε πολλά κωμικά στοιχεία, ενώ η ταινία ήταν σκέτο δράμα. Μου αρέσει αυτό γιατί και η ζωή έχει πάντοτε μια αστεία πλευρά, ακόμη και στις χειρότερες στιγμές της». Στην παράσταση η Τουμάση υποδύεται μια έφηβη που περνάει κρίση με την οικογένειά της και πίνει μπάφους από το πρωί μέχρι το βράδυ. «Ημουν αντιδραστικό παιδί κι εγώ, δεν θα άντεχα να ήμουν γονιός μου. Πέρασα τη φάση μου έντονα και ηρέμησα μετά». Αυτό που χάρηκε στη συνεργασία με τον Μαρκουλάκη, «ο οποίος είναι γαμάτος», ήταν «το πόσο συγκεκριμένος ήταν, ήξερε τι ακριβώς θέλει και δεν χαθήκαμε μέσα σε φόρμες, στη αναζήτηση μιας νέας γλώσσας ή κάτι τέτοιο, και το λέω γιατί βλέπω συχνά παραστάσεις οι οποίες στην προσπάθειά τους να καινοτομήσουν, ξεχνάνε ότι το βασικό είναι η αφήγηση της ιστορίας και όλα αυτό πρέπει να εξυπηρετούν. Νομίζω πως τώρα που όλα έχουν δοκιμαστεί, ψάχνεις την ουσία, κάτι ειλικρινές. Η αλήθεια είναι όμορφη μέσα στην απλότητά της και τα ρεαλιστικά έργα έχουν και αυτά την αξία και την ομορφιά τους. Στο πρόσφατο «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» του Κεν Λόουτς, για παράδειγμα, έβλεπες μια καθαρή ιστορία, δεν υπήρχε «σκηνοθετίλα», μόνο το σενάριο και οι χαρακτήρες. Νομίζω ότι μας λείπει αυτό σήμερα, βλέπουμε συχνά πράγματα που δεν τα καταλαβαίνουμε».
Της Σίσσυ τής αρέσει πολύ να μαγειρεύει, να ακούει μουσική και να διαβάζει –έχει στο σπίτι της μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Από ηθοποιούς αγαπάει πολύ την Ιζαμπέλ Ιπέρ («ήταν φανταστική στο «Εκείνη»»), την Τζουλιάν Μουρ και την Εμα Στόουν. Η καστανή Παγκρατιώτισσα αγαπάει πάρα πολύ το σινεμά: «Αν είχα τη δυνατότητα στην Ελλάδα να ζω παίζοντας μόνο στον κινηματογράφο, θα το έκανα ασυζητητί. Βλέπω πάρα πολλές ταινίες. Εχω πάθει ένα κόλλημα με τον Λουί Μαλ, τον οποίο ανακάλυψα στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, και έχω δει τον τελευταίο καιρό πολλά δικά του φιλμ». Τα καλοκαίρια θα τη συναντήσετε στη Σαμοθράκη, ενώ έχει σκεφτεί να φύγει στο εξωτερικό: «Παλαιότερα νόμιζα ότι κάποιες συμπεριφορές είναι καθαρά ελληνικό φαινόμενο, μετά κατάλαβα ότι προβληματικοί άνθρωποι υπάρχουν παντού και είπα να δοκιμάσω πρώτα τις δυνάμεις μου εδώ και βλέπουμε. Ούτως ή άλλως, έτσι όπως πάνε τα πράγματα, τίποτα δεν μοιάζει σταθερό ή δεδομένο, όλα είναι ρευστά».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.