Βαρυχειμωνιά στις τράπεζες της Ιταλίας και της Ισπανίας έφερε η πρώτη μέρα του χειμώνα. Οι τραπεζικοί δείκτες στις αγορές του Μιλάνου και της Μαδρίτης υπέστησαν βαριές απώλειες την περασμένη Τετάρτη. Στο Μιλάνο επειδή το νέο πακέτο διάσωσης των ιταλικών τραπεζών που ανακοίνωσε τη Δευτέρα η κυβέρνηση του Πάολο Τζεντιλόνι θεωρείται πολύ μικρό για να είναι και αποτελεσματικό. Στη Μαδρίτη επειδή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο άνοιξε τον δρόμο για την επιστροφή δισεκατομμυρίων ευρώ από τις ισπανικές τράπεζες σε πελάτες τους που επιβαρύνονται με υπερβολικά υψηλά επιτόκια βάσης.
Η ειρωνεία είναι ότι οι προ τετραετίας πρωτοβουλίες για τη διάσωση του ισπανικού τραπεζικού τομέα προτάσσεται ως μοντέλο για τη διάσωση και του ιταλικού. Και βασίζεται στη διαφιλονικούμενη νέα εταιρική ορθοδοξία του «bail in», όχι όμως στην «άγρια» κυπριακή εκδοχή της αλλά στην πιο εξελιγμένη και φιλική προς την κοινωνία (και τους ομολογιούχους υψηλής εξασφάλισης) εκδοχή της, που κατατείνει στην αποφυγή του κουρέματος των καταθέσεων και προβλέπει το κούρεμα των επενδύσεων μετόχων και ομολογιούχων, κυρίως κατόχων μετατρέψιμων ομολόγων και ομολόγων junior.
Αναφερόμενος στο παράδειγμα της Κύπρου, άλλωστε, ο διευθύνων σύμβουλος της μεγαλύτερης ιταλικής τράπεζας UniCredit Ζαν-Πιέρ Μιστιέ είχε άλλωστε δηλώσει προσφάτως στους «Financial Times» ότι «οι αρμόδιοι των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών πρέπει να λάβουν υπόψη τους την ανθρώπινη συνιστώσα της υπόθεσης την ώρα που οι προοπτικές για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες είναι ελάχιστα ευνοϊκές».
Στο κενό οι προσπάθειες


Το ζήτημα είναι ότι οι Βρυξέλλες δεν επιτρέπουν στην κυβέρνηση της Ρώμης να δώσει λύση στο πρόβλημα των ιταλικών τραπεζών μέσω μιας διάσωσης που θα επιβαρύνει τους ιταλούς φορολογουμένους (bail out). Οπως έπεσε στο κενό το πολυδιαφημισμένο πρόγραμμα Atlante που προσπάθησε να προωθήσει ο απελθών πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι –πρόκειται για ένα Ταμείο διάσωσης με προίκα μόλις 5 δισ. ευρώ με χρηματοδότηση τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών και ορισμένων θεσμικών επενδυτών, όπως το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (Cassa Depositi e Prestiti) –έτσι φαίνεται πως πέφτει στο κενό και η προσπάθεια του Τζεντιλόνι, που ζήτησε από το Κοινοβούλιο να αυξήσει το όριο δανειοδότησης της Monte Paschi και άλλων δραματικά επιβαρημένων με «κόκκινα» δάνεια τραπεζών με 20 δισ. ευρώ.
Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας, το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων που βαρύνουν τις ιταλικές τράπεζες ήταν τον περασμένο Ιούνιο 356 δισ. ευρώ, ενώ οι προβλέψεις που έχουν κάνει έναντι των υποχρεώσεων αυτών φθάνουν τα 165 δισ. ευρώ. Το Bloomberg εκτίμησε πρόσφατα ότι οι ιταλικές τράπεζες χρειάζονται τουλάχιστον 52 δισ. ευρώ για να «καθαρίσουν» τους ισολογισμούς τους. Μετριοπαθέστερη η Deutsche Bank υπολογίζει ότι η δουλειά μπορεί να γίνει και με μόνο 30 δισ. ευρώ.
Ελπίδες για λύση


Σε κάθε περίπτωση, η διαφορά είναι πολύ μεγάλη. Πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι λύση στο πρόβλημα των ιταλικών τραπεζών θα μπορέσει ενδεχομένως να δώσει η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές που πιθανότατα θα διεξαχθούν τον προσεχή Απρίλιο. Εν τω μεταξύ, η μετοχή της Monte Paschi έχασε το 19% της αξίας της την Τετάρτη.
Την ίδια ώρα, στη Μαδρίτη πολλές τραπεζικές μετοχές έκαναν βουτιά στο κενό (πιο απότομη ήταν η βουτιά της μετοχής της Banco Popolar, που έχανε 10,5%) έπειτα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο Λουξεμβούργο που πιθανόν να υποχρεώσει τις ισπανικές τράπεζες να επιστρέψουν δισεκατομμύρια ευρώ σε δικαιούχους στεγαστικών δανείων που έλαβαν πριν από τον Μάιο του 2013 και επιβαρύνονται με υπερβολικά υψηλούς τόκους. Η BBVA θα πρέπει να επιστρέψει 1,2 δισ. ευρώ, ενώ η Caixa 1,25 δισ. ευρώ. «Πρόκειται για μια άσχημη έκπληξη σε μια δύσκολη συγκυρία για τις ισπανικές τράπεζες, καθώς αυξάνονται οι πιέσεις για νέα κεφάλαια και συμπιέζονται τα κέρδη τετάρτου τριμήνου» δήλωσε στο Bloomberg ο Ντάραγκ Κουίν της Keefe Bruyette & Woods.

Ευρώπη
Χάνεται το παιχνίδι των επενδύσεων

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε ανάγλυφα τις εγγενείς διαρθρωτικές αδυναμίες των ευρωπαϊκών τραπεζών συγκριτικά με τις αμερικανικές τράπεζες, σημειώνει σε άρθρο του ο αναλυτής του Bloomberg Μαρκ Τζίλμπερτ. Οι αμερικανικές τράπεζες κατάφεραν να τονώσουν πολύ γρηγορότερα από τις ευρωπαϊκές τις κεφαλαιακές βάσεις τους μετά την κρίση. Και απολαμβάνουν μεγαλύτερη βεβαιότητα σε ό,τι αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας τους, καθώς δεν αμφισβήτησαν, όπως οι ευρωπαϊκές, κάθε προταθείσα τα χρόνια αυτά θεσμική αλλαγή.

«Το αποτέλεσμα είναι οι ευρωπαϊκές τράπεζες να εκχωρούν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στις αμερικανικές»
σημειώνει ο αρθρογράφος. Η Deutsche Bank στην αρχή της δεκαετίας που διανύουμε ήταν η δεύτερη ανάδοχος εταιρεία σε ό,τι αφορά τις εκδόσεις ομολόγων διεθνώς. Πέρυσι έπεσε στην έκτη θέση, ενώ εφέτος κατρακύλησε στην έβδομη. Το 2010 είχε μερίδιο 7,3% στη συγκεκριμένη αγορά, εφέτος το μερίδιό της συρρικνώθηκε στο 5,1%.
Αλλά και η κορυφαία στον κλάδο, η βρετανική Barclays, που το 2010 κατείχε μερίδιο άνω του 8% στην παγκόσμια αγορά ομολόγων, υποχώρησε εφέτος στο 6,8%, πίσω από τη JPMorgan και τη Citigroup, «πληρώνοντας το τίμημα των νέων, αυστηρότερων κεφαλαιακών κανόνων», όπως σημειώνει ο Τζίλμπερτ. Η επίσης βρετανική Royal Bank of Scotland συρρικνώθηκε τα τελευταία χρόνια από το 4% στο 1,4% και ακόμα αδυνατεί να περάσει τα stress tests της Τράπεζας της Αγγλίας, ενώ οι ελβετικές Credit Suisse και UBS από την έκτη και έβδομη θέση αντίστοιχα σε ό,τι αφορά τις εκδόσεις ομολόγων (έκαστη κατείχε μερίδιο περίπου 4,3%) υποχώρησαν η πρώτη στην 11η θέση με μερίδιο 2,5% και η δεύτερη στη 16η θέση με μερίδιο 1,8%.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ