Μέχρι τώρα οι πιέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταµείου σε ό,τι αφορά στη µείωση του χρέους, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσµατος, έχουν κυρίως ρητορικό χαρακτήρα, αλλά δεν συµβαίνει το ίδιο µε τις πιέσεις του για πρόσθετα µέτρα, τονίζει, μεταξύ των άλλων, σε συνέντευξη του στο περιοδικό «Επίκαιρα» ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης και θεωρεί αναγκαία την συγκρότηση«ενός ισχυρού προοδευτικού πόλου, που θα υπερβεί τις παλιές διαχωριστικές γραµµές και θα ηγηθεί του αγώνα για την αλλαγή της κυρίαρχης πολιτικής και τον δηµοκρατικό µετασχηµατισµό της Ευρώπης».
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αναφερόμενος στις αντιθέσεις που έχουν ανακύψει μεταξύ των εταίρων και της στήριξης που είχε η κίνηση του πρωθυπουργού να χορηγήσει μέρος του πλεονάσματος σε χαμημοσυνταξιούχους και να παγώσει για ένα χρόνο τον ΦΠΑ στα νησιά του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου, είπε πως «οι αντιθέσεις αυτές δείχνουν πράγµατι τη σηµαντική αλλαγή που έχει συντελεστεί από πέρσι µέχρι φέτος. Είναι η πρώτη φορά που ένα ευρύ φάσµα δυνάµεων αντέδρασε σε µια απόφαση του Ευρωπαϊκού Μηχανισµού Σταθερότητας (ESM). Αναµφίβολα, είναι µια θετική µετατόπιση, στην οποία έπαιξε σηµαντικό ρόλο η παρουσία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. ∆ιότι πολλά από αυτά που αφορούν σε εµάς αποτελούν πρόκριµα για τις ευρύτερες τάσεις που θα επικρατήσουν στην Ευρώπη.
Γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ και η ελληνική κυβέρνηση λειτουργούν ως σηµείο αναφοράς για πολλές προοδευτικές δυνάµεις στην Ευρώπη». Και πρόσθεσε ότι η εξέλιξη αυτή «δεν είναι απλώς ρητορική ή συγκυριακή, αλλά εκφράζει τη ζωτική ανάγκη για τη συγκρότηση ενός ισχυρού προοδευτικού πόλου, που θα υπερβεί τις παλιές διαχωριστικές γραµµές και θα ηγηθεί του αγώνα για την αλλαγή της κυρίαρχης πολιτικής και τον δηµοκρατικό µετασχηµατισµό της Ευρώπης. Η εµβέλεια, ωστόσο, και το βάθος αυτής της δυναµικής θα εξαρτηθούν από τη συνέπεια των δυνάµεων που θα συγκροτήσουν αυτό τον πόλο και από τη στήριξη που θα βρει στα κινήµατα και τους λαούς».
Σχετικά με τις αντιδράσεις απέναντι στην κυβέρνηση σημείωσε πως «πράγµατι, αν και πολλοί υποστήριξαν το δικαίωµα της κυβέρνησης να λάβει τη σχετική απόφαση, κάποιοι ζήτησαν την τιµωρία της επειδή, όπως είπαν, παραβίασε τους κανόνες. Ποιους κανόνες όµως παραβίασε η ελληνική κυβέρνηση; Και αν υπάρχει παραβίαση, από ποιον έγινε; Γιατί τα βραχυπρόθεσµα µέτρα για το χρέος «πάγωσαν»; Αλλά, και πριν απ’ αυτό, ποιος και γιατί συνέδεσε τα βραχυπρόθεσµα µέτρα για το χρέος µε τη δεύτερη αξιολόγηση, ενώ, όπως ανέφερε η απόφαση του Eurogroup του Μαΐου, θα έπρεπε να τεθούν σε εφαρµογή αµέσως µετά την πρώτη αξιολόγηση; Εκείνο το οποίο έκανε η κυβέρνηση αποτελεί κυριαρχικό δικαίωµα της χώρας και, εφόσον ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασµα έχει υπερκαλυφθεί, δεν παραβιάζει τη συµφωνία, διότι η ύπαρξη της τελευταίας δεν σηµαίνει ακύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και της δυνατότητας της κυβέρνησης να κυβερνά. Οι όποιες αντιδράσεις ακούστηκαν εποµένως υπηρετούν άλλες σκοπιµότητες».
Παράλληλα κάνει λόγο για την εμφάνιση μιάς επικίνδυνης τάσης, η οποία δεν αφορά µόνο στην Ελλάδα «ο νεοφιλελευθερισµός είχε εξαρχής το σπέρµα της επιστροφής σε έναν, από πολλές απόψεις, αρχαϊκό και τιµωρητικό καπιταλισµό, στον οποίο η αποτυχία και η παρέκκλιση τιµωρούνται. Η τάση αυτή έγινε κυρίαρχη µετά το ξέσπασµα της κρίσης. ∆εν έχουν άδικο, λοιπόν, όσοι υποστηρίζουν ότι ζούµε τη φάση ενός «τιµωρητικού νεοφιλελευθερισµού», στον οποίο η τιµωρία και η απειλή της τιµωρίας αποτελούν µηχανισµούς επιβολής πειθαρχίας, µε τον φόβο να παίρνει τη θέση της αλληλεγγύης. Από τη σκοπιά αυτών των αντιλήψεων, ο πρωθυπουργός, η ελληνική κυβέρνηση, η χώρα συνολικά πρέπει να τιµωρηθούν, διότι τόλµησαν να κάνουν κάτι που, ακόµη κι αν δεν παραβιάζει κάποιους τυπικούς κανόνες, αποτελεί ένα «αµάρτηµα», µια «εκτροπή» που πρέπει να τιµωρηθεί προς συµµόρφωση του παραβάτη και παραδειγµατισµό των κοινωνιών. Εδώ όµως αρχίζουν οι αµηχανίες και οι αντιφάσεις. ∆ιότι αν το δόγµα αυτό επικρατήσει, ο σηµερινός θύτης µπορεί να είναι το αυριανό θύµα, ο τιµωρός να είναι ο τιµωρούµενος. Το θέµα είναι ακόµη πιο σοβαρό, διότι δεν αφορά µόνο στα κράτη και τις κυβερνήσεις. Οι οπαδοί του τιµωρητικού νεοφιλελευθερισµού θέλουν να αναµορφώσουν ολόκληρες τις κοινωνίες στη βάση της τιµωρητικής λογικής. Πίσω από τις διαµάχες, λοιπόν, γύρω από το «έκτακτο βοήθηµα» βρίσκεται ένα πολύ σοβαρότερο ζήτηµα που αφορά στον χαρακτήρα των κοινωνιών, στην προοπτική της Ευρώπης».
Ο κ. Δραγασάκης ερωτηθείς για την στάση της Νέας Δημοκρατίας να επιλέξει το «παρών» στη σχετική ψηφοφορία της Βουλής είπε ότι «και η Νέα ∆ηµοκρατία διχάστηκε. Ένα τµήµα της υιοθέτησε τη λογική «ό,τι πουν οι δανειστές, αν το εγκρίνουν, τότε δώστε το βοήθηµα». Όµως, όπως είπαµε, οι δανειστές δεν είχαν ενιαία θέση. Η Ν∆, λοιπόν, ταυτίστηκε µε τις πιο ακραίες απόψεις, µε τους φορείς της τιµωρητικής λογικής. Ένα άλλο τµήµα του κόµµατος της αξιωµατικής αντιπολίτευσης συνειδητοποιεί ότι η στάση αυτή εγκυµονεί σοβαρούς κινδύνους και για την κοινωνία και για τη χώρα, γι’ αυτό και αναγνωρίζει την ανάγκη «εθνικής συνεννόησης» σε κάποια τουλάχιστον θέµατα». Και ανέφερε πως «υπάρχουν πολλά που έπρεπε και πρέπει να κάνουµε µόνοι µας. Αλλά ακόµη και το να δεχόµασταν άκριτα ό,τι θα µας ζητούσαν θα προϋπέθετε πως ό,τι θα µας ζητούσαν θα ήταν σωστό, δίκαιο και σύµφωνο µε το ευρύτερο κοινωνικό και εθνικό συµφέρον. Αλλά έτσι λειτουργεί η Ευρώπη σήµερα;
Η ως τώρα εµπειρία και οι καταστροφικές συνέπειες του πρώτου και του δευτέρου Μνηµονίου, όπως και ο ασύµµετρος πόλεµος που δεχτήκαµε το πρώτο εξάµηνο του 2015, δείχνουν πόσο αφελής αλλά και επικίνδυνη είναι αυτή η λογική. Στην πραγµατικότητα, αυτό που επιδιώκουν ορισµένοι είναι η ενοχοποίηση κάθε διαπραγµάτευσης, κάθε διεκδίκησης, κάθε αντίστασης. Ασφαλώς, η συµµετοχή στην ΕΕ απαιτεί την αποδοχή των κανόνων µε τους οποίους λειτουργεί, ακόµη κι αν δεν συµφωνούµε µε αυτούς, όπως και συνέπεια προς τις υποχρεώσεις και τις δεσµεύσεις που αναλαµβάνουµε. Όµως, τούτων δοθέντων, η διαρκής διαπραγµάτευση, η οργανωµένη διεκδίκηση, η τεκµηριωµένη αντίσταση δεν είναι κάποιου είδους απόκλιση από τον ευρωπαϊκό κανόνα, αλλά τρόπος λειτουργίας των κανόνων».
Για τον ρόλο του ΔΝΤ ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης επεσήμανε ότι «εξαρχής η δική µας θέση ήταν ότι η κρίση που βιώνουµε είναι διπλή: και ελληνική και ευρωπαϊκή. Για τον λόγο αυτό υποστηρίζαµε την άποψη ότι η λύση πρέπει να δοθεί µέσω των ευρωπαϊκών θεσµών. Η συµµετοχή, λοιπόν, του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου δεν ήταν δική µας επιλογή. Κατ’ αντιστοιχία, κατανοούµε ότι και το τι θα κάνει το ∆ΝΤ σήµερα δεν είναι θέµα που µπορεί να κριθεί µε κριτήρια που αφορούν στενά στη δική µας περίπτωση, καθώς η αποχώρηση του Ταµείου από το ελληνικό πρόγραµµα θα σήµαινε αποχώρησή του συνολικά από την Ευρώπη. Και εκείνοι που επιµένουν να παραµείνει το ∆ΝΤ στο ελληνικό πρόγραµµα ίσως το κάνουν για να βρίσκεται το Ταµείο σε ετοιµότητα σε περίπτωση που χρειαστεί για άλλες χώρες της Ευρώπης. Ακριβώς γι’ αυτό το πρόβληµα µας υπερβαίνει και η θέση της κυβέρνησης είναι ότι, είτε µείνει είτε όχι το ∆ΝΤ, το ζητούµενο είναι να µην θέτει προσκόµµατα. Και η διαπίστωση που κάνουµε είναι ότι, ενώ µέχρι τώρα οι πιέσεις του Ταµείου σε ό,τι αφορά στη µείωση του χρέους –όπως εκ του αποτελέσµατος προκύπτει– έχουν κυρίως ρητορικό χαρακτήρα, δεν συµβαίνει το ίδιο µε τις πιέσεις του για πρόσθετα µέτρα».
Και για την κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση από την αντιπολίτευση για αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, ανέφερε ότι «η αξιωµατική αντιπολίτευση οδεύει σε ολισθηρό δρόµο, γιατί αν για τα πάντα φταίει η κυβέρνηση, τότε στη συνείδησή της δεν υπάρχουν θεσµοί ή αιτήµατα που προσκρούουν στο γενικότερο εθνικό και κοινωνικό συµφέρον. Όποιος µιλά για καθυστερήσεις θα πρέπει να παίρνει θέση και για τις αιτίες των καθυστερήσεων αυτών. Αυτή τη στιγµή όλη η Ευρώπη αναγνωρίζει πως σε ό,τι αφορά στη δεύτερη αξιολόγηση η κυβέρνηση έχει υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της και οι πάντες κατανοούν ότι η µοναδική πηγή καθυστερήσεων είναι οι αποκλίνουσες στρατηγικές των δανειστών. Η Νέα ∆ηµοκρατία, λοιπόν, θα πρέπει να πάψει να κρύβεται και να µάθει να αναλαµβάνει τις ευθύνες της».
Ο κ. Δραγασάκης σχετικά τη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασµάτων στο 3,5% του ΑΕΠ και µετά το 2018 είπε ότι «η δική µας πρόταση ξεκινά από την κοινή διαπίστωση ότι υψηλά πρωτογενή πλεονάσµατα είναι ανέφικτα για µακρές χρονικές περιόδους. Αυτό ιδίως ισχύει για µια οικονοµία όπως η ελληνική, που έχει βγει από µακρά ύφεση. Επίσης, ξεκινάµε από την κοινή διαπίστωση ότι βιώσιµα πλεονάσµατα µπορούν να υπάρξουν µόνο στη βάση µιας ισχυρής και διατηρήσιµης ανάπτυξης. Εποµένως, η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσµατα δεν µπορεί να γίνει ερήµην των ρυθµών ανάπτυξης. Άρα η πρώτη δική µας πρόταση για την περίοδο µετά το 2018 είναι ότι η όποια συµφωνία για πρωτογενή πλεονάσµατα θα πρέπει να περιλαµβάνει και τη διάσταση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, καθώς και ενδεχοµένων πολιτικών που θα µπορούσαν να ενισχύσουν την ανάπτυξη και τη δηµιουργία θέσεων εργασίας. Η δεύτερη πρότασή µας είναι µέρος του πλεονάσµατος, όπως έχει αναφέρει ο υπουργός Οικονοµικών, να διατεθεί για στοχευµένες δράσεις, όπως η ενίσχυση της εξωστρέφειας, η στοχευµένη µείωση της φορολογίας κ.ά.». και διέψευσε κατηγορηματικά ότι η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για πλεονάσµατα 3,5% για πολλά χρόνια µετά το 2018 λέγοντας χαρακτηριστικά «Τότε γιατί ασκούνται πιέσεις;».
Ερωτηθείς για την αξιολόγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ο κ. Δραγασάκης επισημαίνει ότι «μέρα µε τη µέρα κατακτάµε καλύτερη γνώση του περιβάλλοντος και των αναγκαιοτήτων της διακυβέρνησης και συγκροτούµε τις αριστερές απαντήσεις στα προβλήµατα που αναδύονται. ∆ύναµή µας είναι η µεγάλη προοδευτική κοινωνική πλειοψηφία, η οποία απαιτεί την αλλαγή και την αποµάκρυνση από πρακτικές περασµένων δεκαετιών. Μέληµά µας είναι αυτή η µεγάλη πλειοψηφία να µετασχηµατιστεί σε µια συνειδητή κοινωνική συµµαχία µε την αντίστοιχη πολιτική έκφραση. Ορίζοντάς µας δεν είναι η διαχείριση του παρόντος µε όρους του παρελθόντος, αλλά η καλλιέργεια µιας αριστερής κυβερνησιµότητας µε στόχο την κοινωνική αλλαγή, τον µετασχηµατισµό της κοινωνίας». Και αποσαφηνίζοντας την «αριστερή κυβερνησιμότητα» ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης εξηγεί ότι «σηµαίνει ένταξη του επιµέρους και του καθηµερινού σε ένα σχέδιο για την αλλαγή της κοινωνίας, µαζί και του ίδιου του τρόπου διακυβέρνησης. Είναι η δίκαιη ανάπτυξη και το νέο αναπτυξιακό υπόδειγµα, που θα επιτρέψουν την αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας και τη δικαιότερη διανοµή του παραγόµενου πλούτου. Είναι η πολιτική του νέου κοινωνικού κράτους, που σηµαίνει την ανάπτυξη νέων µορφών άσκησης της εξουσίας και διαχείρισης της διοίκησης και την ανάδυση µιας νέας σχέσης ανάµεσα στον πολίτη και το κράτος. Αυτές είναι διαδικασίες που εξελίσσονται και έχουν µέσα τους τον σπόρο της αλλαγής του κοινωνικού υποδείγµατος, η οποία είναι, άλλωστε, και ο βασικός µας πολιτικός στόχος: η αλλαγή του τρόπου µε τον οποίο ο καθένας µας σκέφτεται και δρα. Όλα αυτά αλληλεπιδρούν µε τις προσπάθειες στον ευρωπαϊκό στίβο· το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Είναι αυτά που νοηµατοδοτούν το εγχείρηµα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αυτά που θέτουν τους στόχους για την κυβέρνησή µας για τη χρονιά που έρχεται».