Αναγκαία θεωρεί ειδική μελέτη της Eurobank την περαιτέρω σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους από τους πιστωτές του επίσημου τομέα, ώστε να αντιμετωπισθούν οι σημαντικές προκλήσεις χρηματοδότησης που θα αντιμετωπίσει το Ελληνικό Δημόσιο μετά το 2018.
Οι βασικές στοχεύσεις μια τέτοιας ελάφρυνσης θα έπρεπε, σύμφωνα με τον Πλάτωνα Μονοκρούσο, επικεφαλής οικονομολόγο του ομίλου της Eurobank, μεταξύ των άλλων, να συμπεριλαμβάνουν:
α) Δημιουργία του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

β)
Σημαντική εξοικονόμηση πόρων (σε όρους καθαρής παρούσας αξίας) από τη μείωση των δανειακών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου μεσοπρόθεσμα.
γ) Αντιστάθμιση του κινδύνου που πηγάζει από το ενδεχόμενο απρόβλεπτων μεταβολών στα διατραπεζικά επιτόκια Euribor (και τα επιτόκια δανεισμού του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας ESM/EFSF) που θα μπορούσαν να επιβαρύνουν σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Βιωσιμότητα


Το νέο πακέτο ελάφρυνσης του χρέους για την Ελλάδα θα μπορούσε δυνητικά να δομηθεί με τρόπο που θα ήταν συμβατός με το πλαίσιο που συμφωνήθηκε στο Eurogroup της 25ης Μαΐου, ώστε να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης της χώρας ακόμη και στην περίπτωση μιας μελλοντικής χαλάρωσης του υφιστάμενου μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά).

Τέλος, η εμπροσθοβαρής εφαρμογή του κατάλληλου πακέτου ελάφρυνσης χρέους (έστω σταδιακά και υπό προϋποθέσεις) θα μπορούσε να συμβάλει στην ταχύτερη εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Αναφορικά με το ενδεχόμενο αγορών από το Ευρωσύστημα διαπραγματεύσιμου χρέους το οποίο έχει εκδοθεί από / ή φέρει την εγγύηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η παρούσα μελέτη υποστηρίζει ότι αυτές θα μπορούσε να πραγματοποιηθούν υπό προϋποθέσεις το πρώτο εξάμηνο του 2017.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πλέον πρόσφατες αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, η συνολική ονομαστική αξία ελληνικών τίτλων που θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο εν λόγω πρόγραμμα από τον Μάρτιο του 2017 (και κατά τη διάρκεια εφαρμογής του) υπολογίζεται, κατ’ ανώτατο όριο, στα €3 δισ. που θα ισοδυναμούσε με ποσό μεγαλύτερο από την ετήσια αξία του τρέχοντος όγκου ημερησίων συναλλαγών ελληνικών κυβερνητικών τίτλων στη δευτερογενή αγορά.
Να σημειωθεί ότι στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 αποφασίστηκε ένα πακέτο δράσεων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα που, όπως διευκρινίστηκε στη σχετική ανάλυση που υποβλήθηκε από τον ESM, η εφαρμογή του θα μπορούσε να μειώσει το ελληνικό δημόσιο χρέος και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες κατά 21,8 και 4,9 μονάδες βάσης αντίστοιχα ως ποσοστό του ΑΕΠ ως το 2060.
Η πρόσβαση στις αγορές


Αν και το προαναφερθέν πακέτο μέτρων βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα αποδείχθηκε πιο ενισχυμένο σε σχέση με τις προγενέστερες εκτιμήσεις, δεν κρίνεται επαρκές για την επίτευξη συνθηκών μεσομακροχρόνιας βιωσιμότητας κάτω από μια σειρά (λιγότερο ή περισσότερο) ρεαλιστικών υποθέσεων για την εξέλιξη των βασικών μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας.
Παρ’ όλα αυτά, η άμεση ενεργοποίησή του κρίνεται κομβικής σημασίας για την ενδεχόμενη ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PSPP) του Ευρωσυστήματος μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης καθώς και τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την πρόσβαση της Ελληνικής Δημοκρατίας στις αγορές κεφαλαίων πριν από την ολοκλήρωση του υφιστάμενου προγράμματος προσαρμογής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ