Έχει γίνει άραγε κατανοητό ότι η μέγιστη αδυναμία μας στον οικονομικό τομέα είναι το ασθενές παραγωγικό μας δυναμικό; Ότι αυτό κυρίως ευθύνεται για την ανεργία μας, για την έκπτωση στους μισθούς και στις συντάξεις αλλά και για το υψηλό επίπεδο των τιμών παρά τη μεγάλη μείωση των μισθών μας, αφού το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών μας καλύπτεται από εισαγωγές;
Η φθίνουσα πορεία της εγχώριας παραγωγής ξεκίνησε το 1981 και προοδευτικά επιταχύνθηκε μετά από την ένταξή μας στη ζώνη του ΕΥΡΩ, οπότε οι εισαγωγές έγιναν πιο προσιτές και ο υπέρογκος δανεισμός μας δημιούργησε υπερβολική ζήτηση για εισαγόμενα προϊόντα.
Η δε ελεύθερη εισαγωγή πολύ φθηνών προϊόντων από την Ασία δεν άφησε πλέον κανένα περιθώριο επιβίωσης σε πάμπολλες παραγωγικές επιχειρήσεις, οι οποίες έκλεισαν ή μετατράπηκαν σε εισαγωγικές διότι δεν θέλησαν ή δεν κατόρθωσαν να προσαρμοστούν στις επελθούσες αλλαγές των συνθηκών της αγοράς. Και με την κρίση που έφερε σκληρά μέτρα και αβεβαιότητα, πολλές παραγωγικές μονάδες μας μετακόμισαν σε διπλανές χώρες με εγγυήσεις και μικρότερη φορολογία.
Όταν όμως κλείνεις την παραγωγή ή την εξαναγκάζεις να μετακομίσει αλλού (π.χ. στη Βουλγαρία) χάνεις και τις υποδομές εκείνες, κυρίως εξειδικευμένων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η ύπαρξη των οποίων είναι αναγκαία για την ανάπτυξη αξιόλογων παραγωγικών μονάδων (ας αναφερθεί λ.χ. ότι η ΤΟΥΟΤΑ αναθέτει το ήμισυ της παραγωγής της σε περισσότερους από 50.000 υπεργολάβους).
Αν χάσεις αυτές τις υποδομές (π.χ. τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος) έχεις μηδενίσει και μια από τις βασικότερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και άλλων μεταποιητικών μονάδων που δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς υποστήριξη. Και το να στήσεις από την αρχή ένα τέτοιο πλέγμα επιχειρήσεων είναι πλέον δυσχερέστατο, λόγω της ενιαίας αγοράς και της παγκοσμιοποίησης.
Η λύση στον Τουρισμό;
Έτσι τώρα, όλη η προσπάθεια για τον προσπορισμό και την εξοικονόμηση συναλλάγματος τείνει να εστιασθεί στον Τουρισμό. Σε μια δραστηριότητα δηλαδή που στηρίζεται στην ωραιότητα και στο καλό κλίμα της χώρας μας. Σωστό! Απειλεί όμως (ελλείψει σχεδίου και υγειούς ελέγχου) το περιβάλλον και τη φυσική ομορφιά και ευνοεί το ξεπούλημα ακινήτων σε ξένους και την κατάθεση του τιμήματος σε τράπεζες του εξωτερικού.
Ενθαρρύνει επίσης την υπεροικοδόμηση των παραλίων και τη χρέωση της χρήσης των ακτών, αποδίδει μέρος μόνο των οφειλόμενων φόρων και παρέχει εργασία σε φθηνούς ανασφάλιστους – σε σημαντικό βαθμό αλλοδαπούς – το πολύ για ένα τετράμηνο το χρόνο. Έτσι προκύπτει και πρόβλημα απασχόλησης και ασφάλισής τους κατά τους υπόλοιπους οκτώ μήνες του χρόνου.
Και για τους περισσότερους επιχειρηματίες υπάρχει η τάση του «να βγάλουμε τόσα στο τετράμηνο ώστε να μας καλύψουν για ολόκληρο το χρόνο», πράγμα που κρατάει ψηλά τις τιμές και ενθαρρύνει την τάση για φοροδιαφυγή. Ανάλογα ισχύουν και για τις δορυφορικές του Τουρισμού επιχειρήσεις.
Διερωτώμαι εδώ αν πράγματι επιθυμούμε να είμαστε ένας φθηνός προορισμός και να
πλημμυρίζουν αυτή τη μποέμ χώρα της ανεξέλεγκτης χαλαρότητας υπερβολικά πολλοί τουρίστες ή μήπως να έρχονται λιγότεροι αλλά με ψηλότερα εισοδήματα σε μια πιο εύρυθμη και πιο ποιοτική χώρα;
Η πιο ανεξέλεγκτη όμως αδυναμία του Τουρισμού είναι το ότι βασίζεται στην ευχή της αθρόας άφιξης ξένων τουριστών. Τι θα γίνει όμως όταν κάποιες χρονιές (βλ. Τουρκία 2016) οι αφίξεις μειωθούν δραστικά; Είναι πολύ εύκολο οι εισπράξεις από τουριστικές δραστηριότητες να πέσουν ξαφνικά στο ½ και στο ⅓ λόγω π.χ. απειλής πολέμου ή τρομοκρατικών ενεργειών ή και οικονομικής στενότητας στις βόρειες χώρες.
Αν λοιπόν η οικονομία στηριχθεί κυρίως στον Τουρισμό τότε όλα θα καταρρεύσουν διότι άλλα δανεικά δεν διατίθενται. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να διατηρούνται σε ακμή και άλλες οικονομικές δραστηριότητες για τη μείωση της εξάρτησης της χώρας από ξένους επισκέπτες και από τις εισαγωγές. Έτσι κάνουν οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες με τουριστικό ενδιαφέρον.
Τα προφανή και αναγκαία
Είναι από πολύ καιρό γνωστό το τί θάπρεπε σχετικά να έχει γίνει αλλά επί οκτώ χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης δεν έγινε ουσιαστικά τίποτε. Πέραν λοιπόν της δυνατότητας παραγωγής αγροτικών προϊόντων με πιο σύγχρονες μεθόδους, με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και με πιο οργανωμένη συνεταιριστική δράση, επιβάλλεται και η παραγωγή εξειδικευμένων μεταποιητικών προϊόντων και υπηρεσιών (π.χ. είδη συσκευασίας, είδη και υπηρεσίες που απευθύνονται στον Τουρισμό και τη Ναυτιλία, ιατρική έρευνα, Software, συσκευές έρευνας και διάσωσης, ηλεκτρονικό
εμπόριο κλπ).
Χρειάζονται επειγόντως δομικές αλλαγές στη Νομοθεσία και στο Κράτος, μείωση φορολογίας, τόνωση της επιστημονικής έρευνας, απενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας, αξιοκρατική υποστήριξη και δανειοδότηση των αξιόλογων μεταποιητικών δραστηριοτήτων σε οποιονδήποτε τομέα (και όχι των εργολάβων δημοσίων έργων). Η έμφαση ας δοθεί στις εξαγωγές διότι αυτές απευθύνονται σε μια τεράστια αγορά που είναι πλέον προσβάσιμη λόγω Διαδικτύου και διότι αναγκάζουν την παραγωγή να παραμένει διεθνώς ανταγωνιστική.
Πρωτίστως όμως χρειάζεται σκληρή δουλειά, καλή οργάνωση, κρατική υποστήριξη (ή έστω μη παρεμπόδιση), διαφάνεια και συνέπεια στη φορολογική κυρίως πολιτική.
Παράλληλα όμως πρέπει όλοι, πολίτες, ηγεσίες και ΜΜΕ, να κατανοήσουν τα σφάλματά τους του παρελθόντος, να συνεργαστούν και να κατατοπιστεί επισήμως η κοινή γνώμη για το τι ακριβώς συμβαίνει ώστε να εννοήσει επί τέλους ο κόσμος τί πραγματικά συμφέρει αυτόν και τα παιδιά του και γιατί.
Μόνον έτσι οι πολλοί θα νοιώσουν κάποια σιγουριά και θα υποστηρίξουν τα μέτρα. Μόνον έτσι θα λειτουργήσει η Δημοκρατία.
Πόσοι άραγε πιστεύουν ότι κάποια από αυτά τα “πρέπει” θα πραγματοποιηθούν; Αν οι περισσότεροι απαντήσουν «ελάχιστα» τότε θα πει ότι ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ πραγματικά να προοδεύσουμε. Διότι δεν υπάρχει «δεν μπορώ» αλλά μόνο «δεν θέλω». Κι αν είναι έτσι, τότε κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει όποιον δεν θέλει να βοηθηθεί.