Γιατί ένας πετυχημένος σύμβουλος επιχειρήσεων στις ΗΠΑ, όπως εσείς, αποφάσισε να γράψει βιβλίο; «Το 2010 πέρασα μια κρίση ταυτότητας. Αλλος παίρνει ένα αμάξι και ταξιδεύει, εγώ βρέθηκα στο Πήλιο, στο χωριό του πατέρα μου. Ψάρευα και άρχισα να γράφω».
Ενα μυθιστόρημα; «Αρχικά ένα ημερολόγιο. Γρήγορα κατάλαβα ότι ήθελα να γράψω μια ιστορία. Κοιτάζοντας πίσω, είμαι χαρούμενος που έγραψα το «Hotel Living» και αυτό ακριβώς με κάνει να θέλω να δουλέψω πιο έντονα ως σύμβουλος. Θέλω να κρατώ τα πράγματα καινούργια, να μην παίρνω τίποτε ως κεκτημένο ή δεδομένο. Να μη βαρεθώ. Αυτό μου το έμαθε το γράψιμο».
Και έτσι προέκυψε το «Hotel Living» (εκδ. HarperCollins) που γνώρισε τρομακτική επιτυχία στις ΗΠΑ και πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη. Περιμένατε αυτή την απήχηση; «Σίγουρα έγραψα το βιβλίο που ήθελα να γράψω αλλά εκεί έξω, ξέρετε, υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που γράφουν ένα πολύ καλό βιβλίο και δεν θα βρουν ποτέ εκδότη. Αφήνεις ένα βιβλίο στο ποτάμι και δεν ξέρεις πού θα φθάσει. Η τύχη έπαιξε ρόλο. Ισως αν εκείνη την ημέρα δεν το είχα δώσει σε έναν παλιό δημοσιογράφο του «Forbes» να μην είχε φθάσει ποτέ σε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο».

Την ίδια στιγμή είχατε και την αποδοχή της συγγραφικής κοινότητας. Ο Μάικλ Κάνινγκχαμ συνέκρινε το βιβλίο σας με τον «Μεγάλο Γκάτσμπι»…
«Δεν ήταν κάτι που περίμενα. Μάλιστα, με τον Κάνινγκχαμ γνωριστήκαμε. Θέλησα να τον ευχαριστήσω για τα λόγια του και βγήκαμε για φαγητό. Μου έδωσε συμβουλές. Είναι από τους πιο έξυπνους συγγραφείς που έχω γνωρίσει. Δεν τον ξεγελάς. Σε διαβάζει. Στη μέση του φαγητού μού είπε: «Ξέχνα τους agents, τους editors, τους αναγνώστες… Μη γράφεις για άλλους και μην εξηγείς την ώρα που γράφεις»».

Τι πραγματεύεται το μυθιστόρημά σας: το καταστροφικό του έρωτα, την έννοια του ανήκειν, το ανθρώπινο ανικανοποίητο;
«Είναι μια ιστορία αγάπης, όχι υποχρεωτικά ερωτικής. Μια ιστορία για την ανάγκη να φτιάξεις «οικογένεια» με την ευρύτερη έννοια. Κάποιος κριτικός το ανέγνωσε ως έναν στοχασμό πάνω στο τι σημαίνει «σπίτι», πατρίδα».
Tαυτόχρονα, μας βάζετε στον κόσμο των golden boys, εξηγώντας πώς φθάσαμε από το πάρτι στην κρίση. «Υπάρχει ένας παραλληλισμός τού μικροπεριβάλλοντος του ήρωα με το εξωτερικό περιβάλλον. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο κόσμος του δεν είναι φυσιολογικός. Βρίσκεται στην καρδιά ενός εξωφρενικού καπιταλισμού. Δεν μπορείς να ζεις μέσα στην υστερία και το βράδυ να γυρνάς σπίτι και να φτιάχνεις τη σαλάτα σου».
Εσείς είχατε διαβλέψει την κρίση; «Τα σημάδια υπήρχαν. Εβλεπες στοιχήματα (σ.σ.: όπως λέγονται στη γλώσσα του χρηματιστηρίου) πάνω σε μια εταιρεία που πουλούσε φθηνά αεροπορικά εισιτήρια να είναι μεγαλύτερα από την αξία των ίδιων των αεροπορικών. Δεν ήταν λογικό. Αλλά είναι δύσκολο, την ώρα που είσαι μέσα και όλα πάνε δεξιά, να βγεις από αυτό το παιχνίδι».
Ο ήρωάς σας είναι ομοφυλόφιλος, ωστόσο στο μυθιστόρημα η σεξουαλική του ταυτότητα δεν μοιάζει να απασχολεί κανέναν. Αυτός ο ιδανικός κόσμος που περιγράφετε υπάρχει; «Οταν σκέφθηκα να γράψω, η ιδέα αυτής της κοινωνίας ήταν επιστημονική φαντασία. Σήμερα όμως στην Αμερική, τουλάχιστον στις ακτές, υπάρχει ελευθερία: είμαστε άνθρωποι και ερωτευόμαστε ανθρώπους. Δεν χρειάζεται η ταμπέλα του bisexual. Eνας λόγος που αγαπήθηκε το βιβλίο είναι το γεγονός ότι πρόκειται για ένα post-sexuality μυθιστόρημα».
Η εκλογή του Τραμπ θα είναι οπισθοδρόμηση για την Αμερική; «Τον Τραμπ τον εξέλεξε η άλλη Αμερική, αυτή που δεν πιστεύει στα ίσα δικαιώματα. Είναι επικίνδυνος, γιατί είναι απρόβλεπτος. Ζούμε σε μια εποχή post politics, post Καρντάσιαν».
Θα γράψετε δεύτερο βιβλίο; «Το γράφω ήδη. Ξεκινά σε ένα χωριό στη Λάρισα το 1982. Ο Μπάμπης γυρνάει από τον στρατό. Tον περιμένει ο πατέρας του, ένα καντήλι και η φωτογραφία του Παπανδρέου».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ