Οι περισσότεροι από τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που πέρασαν από την Ελλάδα το 2015 κατέληξαν στη Γερμανία. Τι γίνονται σήμερα, έναν χρόνο αργότερα; Πού και πώς ζουν; Τα παιδιά τους πηγαίνουν σχολείο; Τους έχει δεχθεί η γερμανική κοινωνία; «Το Βήμα» συμμετείχε την περασμένη εβδομάδα σε αποστολή ελλήνων δημοσιογράφων στο Βερολίνο για να καταγράψει τις συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων και να κάνει τις αναπόφευκτες συγκρίσεις με την Ελλάδα.
Η διαφορά ανάμεσα στη Γερμανία και στην Ελλάδα όσον αφορά την υποδοχή των προσφύγων και μεταναστών είναι ότι στην πρώτη η πολιτική είναι απολύτως ξεκάθαρη. Για παράδειγμα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει ορίσει ποσοστώσεις προσφύγων για καθένα από τα 16 κρατίδια ανάλογα με τον πληθυσμό και τα φορολογικά τους έσοδα. Αλλά και κάθε κρατίδιο χωριστά έχει ορίσει αντίστοιχες ποσοστώσεις για κάθε πόλη και περιοχή εντός του. Το Βερολίνο, που είναι πόλη-κρατίδιο, παίρνει το 5,5% όλων των προσφύγων που καταφθάνουν στη Γερμανία. Το κρατίδιο της Σαξονίας παίρνει το 5% και από αυτό, το 13,5% πηγαίνει στη Λειψία. Το σύστημα είναι απολύτως διαφανές και δεν επιδέχεται καμία αντίρρηση από δημάρχους, τοπικούς βουλευτές κ.ά.
Ενα πάσο για μετακινήσεις, 140 ευρώ και ιατρική περίθαλψη
Η Γερμανία όμως χωλαίνει σε σημεία της εφαρμογής τής πολιτικής της. Ενα από αυτά είναι η στέγαση των προσφύγων. «Το Βερολίνο δέχεται σήμερα γύρω στους 40 νέους πρόσφυγες την ημέρα. Αυτοί καταγράφονται, δακτυλοσκοπούνται, γίνεται λήψη των βιομετρικών τους χαρακτηριστικών και στέλνονται σε δομές» όπου τους παρέχεται στέγη και τροφή λέει ο Σάσα Λάνγκενμπαχ από την κρατική υπηρεσία προσφύγων του Βερολίνου. «Τους δίνουμε 140 ευρώ χαρτζιλίκι ανά άτομο, ένα πάσο για όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς του Βερολίνου και μια ηλεκτρονική ιατρική κάρτα για δωρεάν περίθαλψη. Οι παροχές αυτές ανανεώνονται ανά τέσσερις εβδομάδες».
Το σχέδιο είναι ότι αφού περάσουν ένα σύντομο διάστημα στις δομές, οι πρόσφυγες θα διοχετευθούν σε διαμερίσματα. Στην πράξη όμως, επειδή το Βερολίνο έχει σοβαρή έλλειψη στέγης λόγω του ότι αποτελεί εδώ και χρόνια πόλο έλξης για Γερμανούς, άλλους Ευρωπαίους κ.ά., οι πρόσφυγες «κολλάνε» στα καταφύγια. «Από τους 55.000 πρόσφυγες που δεχθήκαμε το 2015, οι 19.000 συνεχίζουν να ζουν σε καταφύγια» και μάλιστα μερικές χιλιάδες από αυτούς σε πολύ μεγάλες δομές, όπως γυμναστήρια.
Το Βερολίνο έχει προγράμματα για την ανέγερση νέων κατοικιών. «Μερικές φορές ο κόσμος λέει «δεν τους θέλουμε στη γειτονιά μας». Εμείς προσπαθούμε να τους εξηγήσουμε αλλά δεν αλλάζουμε σχέδια» λέει ο κ. Λάνγκενμπαχ. Τα σχέδια αυτά όμως αφορούν το μέλλον. Σήμερα 1.500 πρόσφυγες ζουν στο Τέμπελχοφ, το παλαιό αεροδρόμιο του Βερολίνου, στα υπόστεγα των αεροπλάνων, όπου έχουν τοποθετηθεί χωρίσματα εν είδει «δωματίων» στα οποία μένουν από τέσσερα ως έξι άτομα σε κουκέτες. Στο Τέμπελχοφ απαγορεύεται η είσοδος στους δημοσιογράφους «για να μην ενοχλούνται οι πρόσφυγες» –το οποίο χωράει πολλή συζήτηση.

«Ζω στο Τέμπελχοφ εδώ και έναν χρόνο, σε ένα «δωμάτιο» με άλλους πέντε αγνώστους. Το φαγητό που μας μοιράζουν τρεις φορές την ημέρα είναι χάλια»
λέει στο «Βήμα» ιρακινός πρόσφυγας που συναντήσαμε απ’ έξω.
«Μια τεράστια αγορά άνοιξε με τους πρόσφυγες»
Τη λειτουργία του προσφυγικού καταυλισμού στο Τέμπελχοφ έχει αναλάβει η Tamaja, μία από τις ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό με σκοπό το κέρδος. «Μια τεράστια αγορά άνοιξε πριν από δύο χρόνια με τους πρόσφυγες. Οσο μεγαλύτερη γίνεται αυτή η αγορά τόσο μεγαλύτεροι και οι παίκτες που ζητούν μερίδιο» λέει ο Λάνγκενμπαχ. Αλλες πηγές μάς μιλούν για σκάνδαλα με ιδιωτικές εταιρείες καθώς και για ΜΚΟ που το «γύρισαν» από τους άστεγους στους πρόσφυγες διότι για τους τελευταίους «πέφτουν» σήμερα περισσότερα χρήματα.
Ολοι οι πρόσφυγες και μετανάστες έχουν το δικαίωμα να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο από την πρώτη ημέρα που πατούν το πόδι τους στη Γερμανία. Στόχος είναι να ενταχθούν όλα τα παιδιά στις κανονικές τάξεις, ασχέτως του αν θα λάβουν άσυλο και θα μείνουν στη Γερμανία ή όχι. Στην πράξη, όμως, ασκείται μεγάλη πίεση στα σχολεία λόγω των προσφύγων του 2015.

«Στη Γερμανία, τα κρατίδια έχουν την αρμοδιότητα της παιδείας και εφαρμόζουν διαφορετικά μοντέλα για την ένταξη των προσφυγόπουλων. Ενα σχολείο δεν έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί να δεχθεί πρόσφυγες αν διαθέτει χώρους και υποδομή»
λέει η Φρεντερίκε Τέρεχτε-Μερμέρογλου που διδάσκει επί 40 χρόνια σε Δημοτικό του Κρόιτσμπεργκ, υποβαθμισμένης γειτονιάς στο Βερολίνο.
Στο συγκεκριμένο Δημοτικό φοιτούν 500 παιδιά, από τα οποία «τα 250 μιλούν άλλη γλώσσα, είτε γεννήθηκαν στη Γερμανία είτε όχι. Είμαστε σχολείο που έχει μεγάλα προβλήματα λόγω των πολλών εθνικοτήτων –οι μαθητές μας μιλούν 22 διαφορετικές γλώσσες –γι’ αυτό το κράτος μάς δίνει περισσότερα χρήματα. Δεχτήκαμε 42 παιδιά από το Τέμπελχοφ. Τον πρώτο χρόνο παρακολουθούν ειδικά τμήματα για να μάθουν τη γλώσσα και τον δεύτερο εντάσσονται στα κανονικά. Τα κανονικά τμήματα έχουν 25 παιδιά, από τα οποία πέντε ως οκτώ είναι «δύσκολες» περιπτώσεις. Προστέθηκαν τέσσερα προσφυγόπουλα και ο δάσκαλος πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνος του με 29 παιδιά. Το Βερολίνο έχει έλλειψη δασκάλων και φέραμε πίσω δασκάλους από τη σύνταξη για να καλύψουμε τις ανάγκες των προσφυγόπουλων».
Επτάχρονη αφγανή μαθήτρια φοράει ισλαμική μαντίλα
Ανάμεσα στα παιδιά της τάξης της κυρίας Τέρεχτε, σοκάρει μια Αφγανή με μαντίλα λόγω του πολύ νεαρού της ηλικίας της. «Είναι επτά ετών, κόρη μουλά. Είναι συνεχώς με τη μαντίλα και στο κολύμπι φοράει μπουρκίνι αντί μαγιό. Οι δασκάλες δεν επιτρέπεται να φοράνε μαντίλα, οι μαθήτριες ναι». Δεν υπάρχει σύγκρουση πολιτισμών ή αντιδράσεις; τη ρωτάμε. «Η πρακτική έχει δείξει ότι όσο λιγότερο παραπονιόμαστε τόσο λιγότερα προβλήματα υπάρχουν» απαντάει εκφράζοντας την ανησυχία ότι «το 50% των παιδιών θα αποτύχει στα μαθήματα, κυρίως τα μεγαλύτερα».
Η ένταξη στην αγορά εργασίας επιτυγχάνεται τρία ως πέντε χρόνια μετά την άφιξη του πρόσφυγα στη Γερμανία. «Αν θες να ενταχθείς στην αγορά εργασίας, χρειάζεσαι προσόντα. Ελάχιστες δουλειές στη Γερμανία δεν απαιτούν τυπικά προσόντα, όπως της οικιακής βοηθού» λέει ο Χόλγκερ Σάιμπερτ από το Ινστιτούτο Μελετών για την Απασχόληση που ανήκει στην ομοσπονδιακή υπηρεσία απασχόλησης. Το πρώτο στάδιο είναι η εκμάθηση της γλώσσας. «Στο Βερολίνο υπάρχει αναμονή τεσσάρων εβδομάδων για να παρακολουθήσει κάποιος μαθήματα γερμανικών. Στο επόμενο επίπεδο παρακολουθεί μαθήματα γλώσσας εξειδικευμένα για το επάγγελμα που θα ακολουθήσει και η αναμονή είναι μικρότερη».
Για να εργαστούν χρειάζονται επιπλέον γλωσσική υποστήριξη
Ο Χένινγκ Πάουλμαν, από την οργάνωση ARRIVO που φέρνει σε επαφή εταιρείες με πρόσφυγες για την ένταξή τους στην αγορά εργασίας, εξηγεί ότι η Γερμανία έχει ορίσει 328 επαγγέλματα, περιλαμβανομένων 120 χειρωνακτικών, που απαιτούν επαγγελματική κατάρτιση. Ενας πρόσφυγας που ήταν, για παράδειγμα, κρεοπώλης ή ηλεκτρολόγος στην πατρίδα του δεν μπορεί να εργαστεί στη Γερμανία αν δεν παρακολουθήσει τα μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης προκειμένου να βεβαιωθεί το κράτος ότι θα τηρεί τα γερμανικά πρότυπα στο επάγγελμά του.

«Η κατάρτιση είναι εν μέρει θεωρητική σε τάξη και εν μέρει πρακτική ως ασκούμενος σε εταιρεία. Μπορεί να την παρακολουθήσει όποιος είναι άνω των 16 ετών.

Η εταιρεία πληρώνει τον ασκούμενο αναλόγως με το επάγγελμα: 250 ευρώ τον μήνα τον πρώτο χρόνο αν είναι φωτογράφος ή 800 ευρώ τον μήνα τον πρώτο χρόνο αν είναι καθαριστής προσόψεων κτιρίων»
. Στην πράξη, οι πρόσφυγες τα βρίσκουν σκούρα στο θεωρητικό κομμάτι της κατάρτισης. «Χρειάζονται επιπλέον γλωσσική υποστήριξη» λέει ο κ. Πάουλμαν.
Είναι κοινό μυστικό ότι στη Γερμανία οι Σύροι με προσόντα προτιμώνται ως πρόσφυγες, έναντι λ.χ. των Αφγανών, και λαβαίνουν πολύ γρηγορότερα άσυλο. Ο ρατσιστικός λόγος θεωρείται απαράδεκτος για τα κυριότερα κόμματα και τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης που σβήνουν το 10% των σχολίων των αναγνωστών τους στο Internet ως υπερβολικά ακραία.

Φιράς Ζάκρι, καθηγητής Αγγλικών από το Χαλέπι

Ζει ξεναγώντας τουρίστες στο «Βερολίνο των προσφύγων»
Ο Φιράς Ζάκρι, καθηγητής Αγγλικών από το Χαλέπι, περιμένει 16 μήνες να του αναγνωρίσουν το καθεστώς του πρόσφυγα πολέμου.

«Αυτό είναι το εστιατόριο Shaam. Είναι το πρώτο συριακό εστιατόριο που άνοιξε στο Βερολίνο, πριν από ενάμιση χρόνο»
λέει ο 34χρονος Φιράς Ζάκρι ο οποίος ξεναγεί γκρουπ τουριστών, Γερμανών ή ξένων, που επιθυμούν να γνωρίσουν «το Βερολίνο των προσφύγων». Ο Φιράς γεννήθηκε στο Χαλέπι, όπου εργαζόταν ως καθηγητής Αγγλικών ενώ η σύζυγός του, με την οποία έχουν έναν γιο, τριών ετών σήμερα, εργαζόταν σε τράπεζα.

«Τον Απρίλιο του 2015 πήγαμε στον Λίβανο γιατί τα σύνορα Συρίας – Τουρκίας ήταν κλειστά. Από εκεί, η γυναίκα μου με τον γιο μου πήγαν στην αδελφή της στο Ντουμπάι κι εγώ πήρα μόνος μου το πλοίο για Τουρκία γιατί θεωρήσαμε το παράνομο ταξίδι ως τη Γερμανία επικίνδυνο για μια γυναίκα με μωρό παιδί»
.

«Προσπάθησα τέσσερις φορές να διασχίσω το Αιγαίο. Την πρώτη με φουσκωτό αλλά βούλιαξε στα τουρκικά νερά και κολυμπούσα επί τρεις ώρες προτού με περιμαζέψουν. Δύο φίλοι μου πνίγηκαν»
. Μετά από αυτή την εμπειρία, αποφάσισε να πληρώσει περισσότερα (2.000 ευρώ αντί για 800-1.000) για να περάσει με γιοτ στη Ρόδο (οι πρόσφυγες πληρώνουν τον διακινητή μόνο εφόσον ευοδωθεί το ταξίδι).

«Στην Αθήνα αγόρασα δύο διαβατήρια, ένα ιταλικό προς 120 ευρώ και ένα ελληνικό προς 150»
. Ο Φιράς πέρασε με την πρώτη τον έλεγχο διαβατηρίων του «Βενιζέλος» στα μέσα Ιουνίου του 2015 και τελικά έφθασε στη Γερμανία.
Εκεί τελείωσε το πρώτο μέρος της περιπέτειάς του για να ξεκινήσει το δεύτερο. «Αποφάσισα να έρθω στο Βερολίνο γιατί μου είπαν ότι εδώ διεκπεραιώνονται πιο γρήγορα οι αιτήσεις ασύλου. Σήμερα, 16 μήνες αργότερα, ακόμη περιμένω να αναγνωριστώ ως πρόσφυγας και μετά να προσπαθήσω να φέρω τη γυναίκα και τον γιο μου από το Ντουμπάι».
Αφού δεν έχει λάβει ακόμη άσυλο, ο Φιράς δεν έχει δικαίωμα να εργαστεί στη Γερμανία. Ομως τον περασμένο Απρίλιο η οργάνωση querstadtein.org άρχισε να προσφέρει τουρ του «Βερολίνου των προσφύγων» βρίσκοντας μια φόρμουλα για να πληρώνει τους «ξεναγούς» της. Ο Φιράς ήταν από τους πρώτους που ξενάγησαν τουρίστες στη γειτονιά Νόικελν του Βερολίνου.

«Εχω προσωρινή άδεια παραμονής στη Γερμανία ως τον Μάρτιο του 2017. Το κράτος μού πληρώνει το ενοίκιο –ζω σε διαμέρισμα με δύο άγγλους συγκατοίκους –και μου δίνει 360 ευρώ για το φαγητό και τα υπόλοιπα έξοδα. Μου προσφέρει επίσης μαθήματα γερμανικών. Οταν πρωτοέφθασα στο Βερολίνο, ζούσα σε ένα γυμναστήριο μαζί με εκατοντάδες αιτούντες άσυλο στη μέση του πουθενά. Σήμερα, στο Νόικελν μπορώ πραγματικά να ενσωματωθώ στη Γερμανία»
.
Ολα αυτά μας τα λέει ο Φιράς ξεναγώντας μας στους δρόμους της βερολινέζικης γειτονιάς του. «Πριν έρθω, δεν είχα καμία προσδοκία από την Ευρώπη. Τους Σύρους τους εκμεταλλεύονται παντού, όμως δεν αισθάνομαι ότι με εκμεταλλεύονται στη Γερμανία. Οι Γερμανοί είναι καλοί άνθρωποι, αλλά ποτέ δεν θα νιώσω σαν την πατρίδα».

Μουάζ αλ Φαουάλ, σπουδαστής από τη Συρία
«Παίρνω 700 ευρώ τον μήνα αλλά αν βρω δουλειά θα επιστρέψω τα μισά»

Ο Σύρος Μουάζ αλ Φαουάλ σπουδάζει κοινωνικός λειτουργός στο Βερολίνο και του λείπει η πατρίδα του.
«Αναγνωρίστηκα ως πρόσφυγας πριν από έναν χρόνο, ύστερα από οκτάμηνη αναμονή στη Γερμανία» λέει στο «Βήμα» ο 27χρονος Μουάζ αλ Φαουάλ, σύρος σουνίτης από τη Δαμασκό. «Εφυγα από τη Συρία το 2013, γιατί θα με επιστράτευαν να πολεμήσω στον στρατό του Ασαντ (σ.σ.: που είναι σιίτης). Πήγα αεροπορικώς στη Μαλαισία, όπου εργάστηκα για δύο χρόνια, μάζεψα λεφτά και πήρα αεροπλάνο για το Σουδάν. Από εκεί, διακινητές με πέρασαν στη Λιβύη για 1.100 δολάρια. Το ταξίδι διήρκεσε 10 μέρες και ήταν πολύ δύσκολο».

«Στην Τρίπολη κρύφτηκα επί μία εβδομάδα στο σπίτι φίλων από τη Συρία, ώσπου βρήκα θέση σε μια βάρκα με 200 άτομα που θα μας πήγαινε στην Ιταλία προς 1.000 δολάρια το κεφάλι. Φοβήθηκα πολύ γιατί ήταν σαπιοκάραβο. Υστερα από 12 ώρες όμως μας περιμάζεψε στα διεθνή ύδατα ένα πλοίο, νομίζω ήταν σουηδικό ή νορβηγικό. Ημασταν πια ασφαλείς»
.
Ο Μουάζ, που κατάφερε να μην καταγραφεί στην Ιταλία, πήγε στη Γερμανία μέσω Παρισιού «γιατί μέσω Αυστρίας υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να με πιάσουν. Παρουσιάστηκα στο αστυνομικό τμήμα της Κολoνίας για να καταγραφώ και με έστειλαν στο Γκροσμπέρεν, ένα χωριό κοντά στο Βερολίνο».

«Στην αρχή οι κάτοικοι του Γκροσμπέρεν με φοβούνταν. Μετά όμως γίναμε φίλοι. Αυτοί μου βρήκαν το διαμέρισμα όπου ζω σήμερα στο Βερολίνο με δύο γερμανούς συγκατοίκους. Στη Συρία σπούδαζα Γερμανική Φιλολογία και ήδη μιλούσα γερμανικά. Στο Βερολίνο σπουδάζω κοινωνικός λειτουργός. Ο πρώτος χρόνος στη Γερμανία ήταν δύσκολος, τώρα είναι καλύτερα. Θέλω να συνεχίσω τις σπουδές μου εδώ και ίσως να βρω δουλειά. Οπως σε όλους τους φοιτητές, Γερμανούς ή όχι, το κράτος μού δίνει 700 ευρώ τον μήνα για να πληρώνω στέγη και φαγητό αλλά όταν βρω δουλειά, πρέπει να επιστρέψω τα μισά»
.
Ο Μουάζ δεν είναι βέβαιος αν θέλει να μείνει στη Γερμανία. «Μου λείπει η Συρία. Μιλώ καθημερινά με την οικογένειά μου στη Δαμασκό» λέει.

ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Ολα έχουν το όριό τους, όπως δείχνει η περίπτωση ενός σύρου ηθοποιού την οποία μας διηγείται ο Γκέρνοτ Βόρφραμ από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Αγωγή του Πολίτη, που ήδη μιλάει για «συνεργασία» με τους πρόσφυγες και όχι «αλληλεγγύη» προς τους πρόσφυγες: «Ο ηθοποιός αυτός χρησιμοποίησε το ταλέντο του για να φύγει από τη Συρία – “Εχω τον ιό HIV”, έλεγε στα σύνορα – και σήμερα στη Γερμανία φιλοδοξεί να τον βλέπουν ως ηθοποιό και όχι ως πρόσφυγα που είναι ηθοποιός. Δίνει παραστάσεις τις οποίες παρακολουθούν Γερμανοί αλλά όταν τους λέει την ιστορία του και καταλήγει “Θέλω κάποτε να βγάζω περισσότερα χρήματα από εσάς” το κοινό δυσφορεί».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ