Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό ο Παναγής σηκώθηκε αχάραγα. Πέταξε σβέλτα από πάνω του τη βαριά τσέργα, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο, ντύθηκε με ό,τι βρήκε μπροστά του, φόρεσε τα σκληρά γουρνοτσάρουχα –δεν τον ένοιαζε, ήξερε ότι με την πρωινή δροσούλα θα άνοιγαν -, κι άρχισε να κατηφορίζει προς τον κάμπο με ένα ξεροκόμματο στο χέρι.
Είχε υποσχεθεί στη δόλια μάνα του να πάει στα μεταλλεία για δουλειά. Ηταν δεν ήταν 15, κάνα δυο χρόνια μετά την πτώχευση του ’32, και δεν άντεχε άλλο να τη βλέπει να παλεύει και να μην μπορεί να βγάλει από πάνω της το χρέος από το δάνειο του Προβατά.
Η Λάμπρω είχε χηρέψει νωρίς, όταν τα παιδιά της ήταν μικρά, και δεν μπορούσε να τα αναστήσει χωρίς να δανειστεί. Τα έκανε όλα μόνη της, φρόντιζε τα παιδιά –πέντε τα καημένα -, τα χωράφια, τα περβόλια, τα ζώα, τα πάντα.
Εκανε ό,τι πέρναγε από τα χέρια της. Ξενοδούλευε μάλιστα δώθε-κείθε, αλλά το χρέος – χρέος, δεν μπορούσε να το ξεπληρώσει. Δεν άντεξε, απόκαμε κάποια στιγμή. «Θα μας τα πάρει όλα ο τοκογλύφος» μονολογούσε βαριανασαίνοντας.
Κάπως έτσι ο Παναγής πήρε την απόφαση και έτρεχε εκείνο το πρωί να φτάσει στην ώρα του. Επρεπε να περπατήσει κοντά στα δέκα χιλιόμετρα μέσα στο σκοτάδι. Δεν τον ένοιαζε, δεν φοβόταν τις νεράιδες του οροπεδίου που σου παίρνουν τη λαλιά.
Εφτασε στην πόρτα του ορυχείου –χρωμίτη έβγαζε το μεταλλείο –και κατευθύνθηκε προς τον επιστάτη. Τον «ζύγισε» εκείνος με μια ματιά, τον είδε ψωμωμένο και πάραυτα τον εξόπλισε με τα σκαπτικά.
«Θα παίρνεις 15 δραχμές μεροκάματο και θα πληρώνεσαι κάθε Σάββατο» του ‘πε ορθά-κοφτά και τον έστειλε στην ομάδα των μεταλλωρύχων που ετοιμάζονταν να κατέβουν στις στοές.
Ρίγος τον έπιασε σαν ένιωσε τον κρύο αέρα που έβγαινε απ’ της γης τα βάθη. Εφταναν κοντά στα 150 μέτρα βάθος να σκάβουν και να φορτώνουν στα βαγονέτα. Ζορίστηκε στην αρχή, πόναγαν όλα του τα μέλη, αλλά ήταν οι μεταλλωρύχοι καλοί άνθρωποι και χωρατατζήδες. Προσαρμόστηκε με τον καιρό, άρχισε να μαζεύει σιγά-σιγά λίγα λεφτουδάκια και να ξεπληρώνει τις δόσεις στον Προβατά. Του έμεναν κι εκείνου κάτι λίγα, μπορούσε πια να τρώει πότε-πότε καμιά φασολάδα στο χάνι, κατάφερε κάποια στιγμή να αγοράσει κι ένα ζευγάρι άρβυλα και να απαλλαγεί από τα άθλια γουρνοτσάρουχα. Θα του πήρε δυο χρόνια σκληρής δουλειάς στα έγκατα της γης να ξεπληρώσει το χρέος.
Δεν ξέχασε ποτέ εκείνη την εμπειρία. Το ‘χε και το έλεγε στα γεροντάματα. Εσμιγε τα φρύδια του, σοβάρευε, και προειδοποιούσε με αυστηρότητα τους απογόνους του: «Μη βάλετε ποτέ χρέος στο κεφάλι σας», «να είστε λιτοί και νοικοκύρηδες, να ζείτε με όσα βγάζετε και να αποταμιεύετε πάντα, έστω λίγα».
Απλά και καθαρά πράγματα, καμία σχέση με τα παρόντα…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ