Δύο μόλις εβδομάδες μετά το πρώτο κλείσιμο της στρόφιγγας που αποφάσισε ο OPEC τα τελευταία χρόνια, ο επιδιωκόμενος στόχος μοιάζει να έχει επιτευχθεί. Προτού καν μπει το 2017 και ξεκινήσει η εφαρμογή της συμφωνίας. Προτού καν διαπιστωθεί αν εν τέλει η συμφωνία θα τηρηθεί, έστω και μερικώς, ή θα καταστρατηγηθεί αναφανδόν, όπως όλες οι ανάλογες συμφωνίες (εξαιρουμένου μόνο του πετρελαϊκού εμπάργκο του Οκτωβρίου του 1973) που είχαν υπογράψει κατά το παρελθόν οι πετρελαιοπαραγωγοί για να περιοριστούν τα διαθέσιμα και να ανακάμψουν οι τιμές.
Οι συμβατικοί πετρελαιοπαραγωγοί συλλήβδην, μέλη ή μη μέλη του OPEC, πέτυχαν τον στόχο τους επειδή κατάφεραν να ανεβάσουν τις τιμές στην περιοχή των 50-60 δολαρίων το βαρέλι, εκμεταλλευόμενοι κατά τον καλύτερο τρόπο την αγορά. Διότι πάνω από τα 60 δολάρια το βαρέλι καθίσταται συμφέρουσα η εκμετάλλευση του σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Ξεκινά, δηλαδή, ο ανταγωνισμός από τους μη παραδοσιακούς παραγωγούς, που χρησιμοποιούν αυτή την καταστροφική για τον υδροφόρο ορίζοντα, πλην εξόχως αποδοτική μη συμβατική μέθοδο της υδραυλικής ρωγμάτωσης για την άντληση πετρελαίου και φυσικού αερίου από σχιστολιθικά πετρώματα.
Το στοίχημα, ως εκ τούτου, για τον OPEC και τους άλλους συμβατικούς πετρελαιοπαραγωγούς είναι να διατηρήσουν τις τιμές στα τρέχοντα επίπεδα. Κάτι που μοιάζει πολύ δύσκολο έως αδύνατο όμως, καθώς το πετρέλαιο αποτελεί εμπόρευμα διαπραγματεύσιμο στις αγορές και μάλιστα στις προθεσμιακές, οι οποίες αποτελούν προνομιακό πεδίο κερδοσκοπικής δράσης. Εξυπακούεται ότι ουδόλως θα «χαλούσε» τους συμβατικούς παραγωγούς αν οι τιμές του πετρελαίου διπλασιάζονταν και επέστρεφαν στα επίπεδα των 100 δολαρίων το βαρέλι, όπως ήταν προ διετίας. Και ας τσίμπαγαν μερίδιο στην αγορά οι σχιστολιθικοί.
Το ερώτημα της ζήτησης


Η παράμετρος που φαίνεται ότι θα καθορίσει τα επόμενα χρόνια –και δεκαετίες –τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές πετρελαίου και υδρογονανθράκων εν γένει είναι η ζήτηση. Το γεγονός, συγκεκριμένα, ότι η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου και φυσικού αερίου τείνει να φθάσει στο ανώτατο επίπεδο. Τον περασμένο Οκτώβριο ο OPEC παραδέχθηκε ότι η παγκόσμια πετρελαϊκή ζήτηση θα φτάσει στο απόγειό της το 2030 –η εκτίμηση είναι των ειδικών του Παγκόσμιου Ενεργειακού Συμβουλίου (World Energy Council). Και αυτό λόγω της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Δεν είναι τυχαίο που ο νέος ισχυρός άνδρας της Σαουδικής Αραβίας, ο μόλις 31 ετών πρίγκιπας του θρόνου Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν, έχει αναλάβει τον μετασχηματισμό της σαουδαραβικής οικονομίας και την απεξάρτησή της από το πετρέλαιο, στόχοι που προωθεί με το «Οραματικό Σχέδιο 2030», το οποίο εξήγγειλε προ ολίγων μηνών.
Η ζήτηση, λοιπόν, πλησιάζει στο απόγειό της. Και μπορεί στις ΗΠΑ να έχει εκλεγεί ένας πρόεδρος που όχι μόνο διατίθεται ευμενώς προς ό,τι το… ρυπογόνο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) «κυκλοφορεί» στον πλανήτη, αλλά θέλει να γυρίσει τον κόσμο πίσω στην εποχή του κάρβουνου (του λιγνίτη, για να είμαστε ακριβέστεροι), όμως η πρόοδος της τεχνολογίας μοιάζει σε βάθος χρόνου ακατανίκητη. Θα αντέτεινε κανείς ότι οι αγορές δεν ενδιαφέρονται για μακροπρόθεσμα κέρδη αλλά για βραχυπρόθεσμα. Κι έτσι, όμως, το «ποντάρισμα» στην επάνοδο των τιμών στα προ τριετίας επίπεδα δεν μοιάζει κερδοφόρο για τους επενδυτές.
Κατ’ αρχάς η πετρελαϊκή ζήτηση στη Δύση δεν φαίνεται να ανακάμπτει αισθητά για λόγους και οικονομικούς και αντιρρυπαντικών πεποιθήσεων. Η Κίνα, που στάθηκε και αφορμή για την προ διετίας κατάρρευση των τιμών, δεν μοιάζει να αποκαθιστά διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης, που απαιτούν ασφαλώς περισσότερη ενέργεια για να επιτευχθούν. Δεν επιθυμεί, άλλωστε, ούτε η νομενκλατούρα του Πεκίνου επιστροφή σε συνθήκες που οδηγούν σε υπερθέρμανση της οικονομίας και νέες φούσκες. Τέλος, οι γεωπολιτικές εξελίξεις δεν μοιάζουν απειλητικές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχικές εκτιμήσεις ότι οι τζιχαντιστές στο Ιράκ και στη Συρία θα επηρέαζαν την αγορά πετρελαίου κατά τρόπο ανάλογο που την επηρέασαν παλαιότερες κρίσεις στη Μέση Ανατολή δεν επαληθεύτηκαν. Οπως φαίνεται και στο γράφημα, οι τιμές του πετρελαίου, αντί να εκτιναχθούν στα ύψη λόγω της γεωπολιτικής αστάθειας που προκαλεί στη Μέση Ανατολή το Ισλαμικό Κράτος, κατακρημνίστηκαν για λόγους καθαρά οικονομικούς –προσφοράς και ζήτησης ακριβέστερα.
ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ
Νευρικότητα στις διεθνείς αγορές
Η είδηση ότι οι μη συμμετέχοντες στον OPEC πετρελαιοπαραγωγοί, και δη η Ρωσία, συναίνεσαν στην προσπάθεια του Οργανισμού να μειώσει την προσφορά για να ανακάμψουν οι τιμές εκτίναξε αισθητά υψηλότερα από τα 50 δολάρια το βαρέλι την περασμένη Δευτέρα τις τιμές του «μαύρου χρυσού».
Η κούρσα των τιμών δεν είχε διάρκεια, ωστόσο. Την Τετάρτη οι τιμές υποχώρησαν πάνω από 1%, μόλις έγινε γνωστό ότι τα πετρελαϊκά διαθέσιμα στις ΗΠΑ αυξήθηκαν τον Νοέμβριο περισσότερο από το αναμενόμενο.
Την επομένη ανακοινώθηκε η αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, γεγονός που εκτίναξε στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 14 ετών την ισοτιμία του δολαρίου έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων.
Η εξέλιξη αυτή θα έπρεπε να πιέσει πτωτικά τις τιμές του πετρελαίου καθώς πρόκειται για ένα εμπόρευμα που αποτιμάται σε πετρέλαιο και η ενίσχυση του δολαρίου αποτελεί κίνητρο για τους εκτός ΗΠΑ παραγωγούς να αυξήσουν την παραγωγή και τις πωλήσεις τους. Δεν συνέβη όμως αυτό. Την Πέμπτη οι τιμές του πετρελαίου κέρδισαν το έδαφος που είχαν χάσει την Τετάρτη, για να φθάσουν στα 54,35 δολάρια το βαρέλι το Brent και στα 51,24 δολάρια το βαρέλι το αργό στην αγορά της Νέας Υόρκης.
Η τήρηση των υπεσχημένων
Η νευρικότητα στις αγορές είναι προφανής. Στο πίσω μέρος του μυαλού και των πλέον ευπίστων υπάρχει η αμφιβολία για την τήρηση των υπεσχημένων από τον OPEC. Μια αμφιβολία που εντάθηκε την Τετάρτη από την ανακοίνωση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας ότι ο OPEC, κατά τις εκτιμήσεις της, ανέβασε την παραγωγή του τον Νοέμβριο στα 34,2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, πολύ πάνω από τα πλαφόν παραγωγής και κατά 500.000 βαρέλια ημερησίως πάνω από την επίσημη εκτίμηση του Οργανισμού για την παραγωγή Οκτωβρίου.
Οι νόμοι της αγοράς όμως, με κορυφαίο τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, όπως και οι γεωπολιτικές εξελίξεις και τα «θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα», τα περίφημα fundamentals, δεν έχουν αναγκαστική επιρροή στις αγορές προθεσμιακών συμβολαίων.
Τα πετρελαϊκά συμβόλαια εν προκειμένω μετατρέπονται ενίοτε σε «ασφαλές καταφύγιο» των επενδυτών, σαν τον χρυσό και τα ευγενή μέταλλα. Τότε, με ασήμαντη αφορμή, σαν σε κατακλυσμό και απροειδοποίητα, εισρέουν κερδοσκοπικά κεφάλαια για να εκτινάξουν το Brent και το αργό σε επίπεδα ασφυξίας για προϋπολογισμούς και οικογενειακούς και κρατικούς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ