Είναι ένα παλιό ρητό το οποίο θεωρείται ότι αποτελεί «χρυσή» συμβουλή κυρίως για τις προσωπικές σχέσεις: «ποτέ μην πηγαίνετε για ύπνο θυμωμένοι». Και, όπως φαίνεται, δεν πρόκειται για απλό κλισέ. Μια νέα μελέτη ανακάλυψε ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας λόγος για να αποφεύγουμε να κοιμόμαστε «αγκαλιά» με τον θυμό μας. Σύμφωνα με τα ευρήματά της η αιτία που μας έχει θυμώσει –ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, η ανάμνησή της –θα χαραχθεί πιο βαθιά στη μνήμη μας κατά τη διάρκεια του ύπνου, αφήνοντας ανοιχτές πληγές που θα μας είναι δυσκολότερο να κλείσουμε.
Τα μονοπάτια της μνήμης
Τα τελευταία χρόνια η επιστήμη έχει αρχίσει να ξεκλειδώνει κάποια από τα μυστικά της μνήμης μας –μια λειτουργία που δεν είναι σημαντική μόνο για τη μάθηση και τις γνωστικές ικανότητές μας αλλά και για την ίδια την ταυτότητα, την προσωπικότητα και τη συναισθηματική ισορροπία μας. Ο ύπνος έχει αναδειχθεί σε έναν σημαντικό παράγοντα και ένας λόγος για αυτό είναι το ότι, σύμφωνα με την κρατούσα πλέον θεωρία, ενώ εμείς κοιμόμαστε ο εγκέφαλός μας βρίσκει την ευκαιρία να «τακτοποιήσει» τις αναμνήσεις που έχουμε αποκτήσει κατά τη διάρκεια της ημέρας και να «παγιώσει» τις πιο έντονες από αυτές μεταφέροντάς τες από τη βραχύχρονη ή βραχυπρόθεσμη μνήμη στη μακρόχρονη ή μακροπρόθεσμη μνήμη μας. Οπως είναι ευνόητο, οι αναμνήσεις που αποθηκεύονται στη μακρόχρονη μνήμη κατά κάποιον τρόπο «εμπεδώνονται» και είναι δυσκολότερο να ξεχαστούν.
Κάτι τέτοιο είναι ευπρόσδεκτο όταν οι νεοπαοκτηθείσες πληροφορίες αφορούν νέες γνώσεις αλλά μπορεί να αποβεί επώδυνο στην περίπτωση που συνδέονται με δυσάρεστες ή τραυματικές εμπειρίες –όταν πρόκειται δηλαδή για αρνητικές συναισθηματικές αναμνήσεις. Βεβαίως υπάρχει «αντίδοτο» για αυτό: η ικανότητά μας να καταστέλλουμε τις ανεπιθύμητες συναισθηματικές αναμνήσεις μας είναι ένας σωτήριος μηχανισμός, καθοριστικός για την ψυχική υγεία μας. Κάποιες φορές ωστόσο η ικανότητα αυτή φαίνεται να «πάσχει», συμβάλλοντας σε διάφορες ψυχικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη ή η διαταραχή του μετατραυματικού στρες (PTSD). Το πώς ακριβώς παγιώνονται γενικώς οι αναμνήσεις στον εγκέφαλο είναι μια διαδικασία που έχει αρχίσει να μελετάται σχετικά πρόσφατα και παρουσιάζει ακόμη πολλά κενά για τους επιστήμονες. Ειδικότερα όμως η επίδραση που έχει η διαδικασία της παγίωσης στις αρνητικές συναισθηματικές αναμνήσεις μας και στην καταστολή τους είναι άγνωστη, αφού ως τώρα δεν είχε μελετηθεί.
Ο ύπνος σβήνει το «delete»
Σε αυτά τα αχαρτογράφητα νερά της μνήμης έστρεψε το «μικροσκόπιό» της –ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, τον λειτουργικό μαγνητικό τομογράφο της –μια διεθνής ομάδα ερευνητών. Οι επιστήμονες εξέτασαν κατά πόσον η εκούσια καταστολή μιας «φρέσκιας» δυσάρεστης ανάμνησης είναι ευκολότερη προτού μεσολαβήσει η διαδικασία του ύπνου (και άρα η παγίωσή της) ή αφότου κοιμηθούμε με αυτήν. Η μελέτη τους, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Nature Communications», έδειξε ότι με τη μεσολάβηση του ύπνου ο εγκέφαλός μας αναδιοργανώνει τον τρόπο αποθήκευσης των δυσάρεστων αναμνήσεων, καθιστώντας δυσκολότερη τη «διαγραφή» τους. Τα ευρήματα θεωρούνται σημαντικά, καθώς όχι μόνο επιβεβαιώνουν τις υπάρχουσες θεωρίες σχετικά με την παγίωση και την καταστολή των αναμνήσεων αλλά παράλληλα τις επεκτείνουν και στο συναισθηματικό επίπεδο.
«Πολλές μελέτες που έχουν γίνει σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ελέγχουμε τη συναισθηματική επιθετικότητά μας έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι μπορούν πράγματι να καταστείλουν εκούσια μια ανεπιθύμητη ανάμνηση»
λέει στο «Βήμα» ο Γιουνζέ Λιου, διδακτορικός φοιτητής στο University College του Λονδίνου και πρώτος συγγραφέας της μελέτης. «Δεν γνωρίζαμε όμως ποιο είναι το κρίσιμο χρονικό παράθυρο για κάτι τέτοιο, προτού κάποιος πάει για ύπνο ή αφού κοιμηθεί, αφήνοντας δηλαδή να περάσει κάποιος χρόνος. Εδώ υπάρχουν δύο αντίθετες θεωρίες και η δική μας υπόθεση ήταν ότι μάλλον συμβαίνει το πρώτο, επειδή ο ύπνος θα θέσει σε λειτουργία το σύστημα παγίωσης της μνήμης. Θεωρήσαμε ότι αν αυτό ισχύει, κάποιες αναμνήσεις που έχουν αποθηκευθεί σε πρώτη φάση στον ιππόκαμπο θα έπρεπε να μεταφερθούν προς τον νεοφλοιό –αυτή είναι, σύμφωνα με τα μοντέλα, η διαδικασία της παγίωσης με την οποία μια ανάμνηση αποκτά μεγαλύτερη κατανομή στον εγκέφαλο και άρα η καταστολή της είναι δυσκολότερη. Και αυτό ακριβώς είδαμε να συμβαίνει».Το πείραμα
Χρησιμοποιώντας μια μέθοδο η οποία είναι γνωστή ως «Σκέψου/Μη σκέφτεσαι», οι ερευνητές έδειξαν σε ομάδες εθελοντών μια σειρά από φωτογραφίες προσώπων τις οποίες φρόντισαν να συνδέσουν συνειρμικά με μια σειρά από φωτογραφίες που προκαλούσαν αρνητικά συναισθήματα (παιδιά που υποφέρουν, αιμόφυρτους τραυματίες κ.λπ.). Αφού ήλεγξαν αν οι συμμετέχοντες είχαν απομνημονεύσει τους συνειρμούς, τους κάλεσαν να επανέλθουν στο εργαστήριο την επόμενη ημέρα (μετά δηλαδή τη μεσολάβηση του ύπνου), οπότε και τους έδειξαν μια ακόμη σειρά από φωτογραφίες προσώπων και δυσάρεστων εικόνων (νέες αναμνήσεις στις οποίες δεν είχε μεσολαβήσει ο ύπνος).
Υστερα από 30 λεπτά της ώρας οι επιστήμονες έβαλαν τους εθελοντές στον εγκεφαλικό τομογράφο και τους έδειξαν ξανά τις φωτογραφίες των προσώπων ζητώντας τους είτε να ανασύρουν εκούσια τη δυσάρεστη ανάμνηση που συνδεόταν με κάθε πρόσωπο είτε να μην την ανασύρουν. «Οταν γίνεται κάτι τέτοιο, βλέπουμε δύο διαφορετικές σχετιζόμενες με τη μνήμη εγκεφαλικές δραστηριότητες: την καταστολή μιας ανάμνησης ή την ανάσυρση μιας ανάμνησης» εξηγεί ο κ. Λιου. Προκειμένου να εξετάσουν κατά πόσον η καταστολή των αναμνήσεων λειτούργησε οι ερευνητές συνέκριναν την εγκεφαλική δραστηριότητα με εκείνη που προκαλούσαν ορισμένες «ουδέτερες» φωτογραφίες που είχαν δείξει στους εθελοντές ως «εικόνες αναφοράς».
«Αν η καταστολή είχε λειτουργήσει, τότε η συγκεκριμένη ανάμνηση δεν θα έπρεπε να φαίνεται πουθενά στην εγκεφαλική δραστηριότητα σε σχέση με την ανάμνηση της εικόνας αναφοράς» εξηγεί ο ερευνητής. «Και αυτό ακριβώς είδαμε, αλλά μόνο για τις φωτογραφίες που είχαν απομνημονευθεί μισή ώρα πριν. Η εικόνα της εγκεφαλικής δραστηριότητας ήταν σημαντικά διαφορετική για τις αναμνήσεις στις οποίες είχε μεσολαβήσει ο ύπνος». Οπως διαπίστωσαν οι επιστήμονες, οι «μετά τον ύπνο» αναμνήσεις φαίνονταν να μεταφέρονται από τον ιππόκαμπο και να δημιουργούν δίκτυα στον νεοφλοιό. Η καταστολή τους ήταν δυσκολότερη και, όπως προβλέπεται από τα υπάρχοντα μοντέλα, συνδεόταν με εντονότερη δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό (περιοχή που σχετίζεται μεταξύ άλλων με τον σχεδιασμό, την οργάνωση και τη λήψη αποφάσεων) συνοδευόμενη από μικρότερη δραστηριότητα στον ιππόκαμπο και στην αμυγδαλή (περιοχές που σχετίζονται με τη μνήμη και τα συναισθήματα).
Συμβουλές για κάθε μέρα και θεραπείες
«Η παλιά συμβουλή που λέει να μην πέφτετε για ύπνο θυμωμένοι έχει κάποια αξία, γιατί αν κοιμηθείτε θυμωμένοι θα σας είναι πιο δύσκολο να ξεχάσετε την αιτία που σας προκάλεσε αυτόν τον θυμό» επισημαίνει ο κ. Λιου. «Αυτό σημαίνει ότι θα σας μείνει ένα είδος μνησικακίας που μπορεί να βλάψει τις προσωπικές σας σχέσεις. Γι’ αυτό είναι καλύτερο να προσπαθείτε να λύνετε τις διαφορές σας προτού κοιμηθείτε». Παρά το γεγονός ότι αυτό μπορεί να αποτελεί μια καλή «καθημερινή συνταγή», ο ερευνητής υπογραμμίζει ότι το πείραμα έγινε με υγιείς εθελοντές και άρα τα ευρήματά του δεν μπορούν να έχουν άμεση εφαρμογή σε διαταραχές όπως το μετατραυματικό στρες.
Επίσης το συγκεκριμένο πείραμα δεν συμπεριέλαβε τον παράγοντα του χρόνου, τον οποίο ο κ. Λιου και οι συνεργάτες του θεωρούν πολύ σημαντικό και σκοπεύουν να εξετάσουν στην επόμενη μελέτη τους. «Ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να βοηθήσουμε άτομα με διαταραχή μετατραυματικού στρες ή διαταραχή άγχους είναι να δούμε αν οι εθελοντές μπορούν να καταστείλουν και να ξεχάσουν τραυματικές αναμνήσεις που έχουν από μήνες ή χρόνια πριν» τονίζει. «Πιστεύουμε πως μια στρατηγική γνωστή ως επαναπαγίωση της μνήμης –ουσιαστικά δηλαδή το να επανενεργοποιήσουμε ορισμένες αναμνήσεις και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να τις καταστείλουμε –ενδέχεται να αποτελέσει μια υποσχόμενη μέθοδο».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ