Τον Σεπτέμβριο του 2010, ο τότε υπουργός Οικονομικών της Βραζιλίας, Γκουίντο Μαντέγκα, δήλωνε ότι η οικονομία της χώρας του βρισκόταν στη μέση ενός διεθνούς «νομισματικού πολέμου». Όπως αναφέρει ο Olivier Blanchard (2016), πρώην επικεφαλής του τμήματος Έρευνας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, με τον όρο αυτό ο Βραζιλιάνος αξιωματούχος εννοούσε την γενικευμένη ανταγωνιστική υποτίμηση νομισμάτων που απειλούσε την αναδυόμενη οικονομία της Λατινικής Αμερικής πλήττοντας την ανταγωνιστικότητά της στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα. Κατά τον καθηγητή Barry Eichengreen (2013), του Πανεπιστημίου Berkeley της Καλιφόρνιας, η έννοια του νομισματικού πολέμου χρησιμοποιήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση ως απάντηση στο πρώτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE: quantitative easing) που υιοθέτησε από πλευράς νομισματικής πολιτικής η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών (US Federal Reserve) προκειμένου να αντιμετωπίσει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Η ιστορική αναδρομή σε ανάλογες συνθήκες που οδήγησαν τις θεσμικά αρμόδιες νομισματικές αρχές στην απόφαση να προβούν σε υποτίμηση του νομίσματος για να βοηθήσουν την εγχώρια οικονομία της χώρας τους κάνοντας τις εξαγωγές διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών φθηνότερες, και βελτιώνοντας έτσι την διεθνή ανταγωνιστικότητα, παραπέμπει στις πολιτικές του τύπου “beggar-thy-neighbor” της δεκαετίας του 1930. Όπως αναφέρει επ’ αυτού ο πρώην επικεφαλής της Fed, Ben Bernanke (2013), η καθηγήτρια Joan Robinson (1947) περιέγραψε το φαινόμενο των αλλεπάλληλων ανταγωνιστικών υποτιμήσεων νομισμάτων μετά την κρίση του 1929 στις Ηνωμένες Πολιτείες και την άτακτη εγκατάλειψη του «κανόνα του χρυσού» από τις ανεπτυγμένες οικονομίες της ευρωπαϊκής ηπείρου με επίκεντρο το Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές εκείνης της δεκαετίας.
Στην διεθνή βιβλιογραφία, η αναλογία μεταξύ των δύο κατά τεκμήριο μεγαλύτερων κρίσεων των τελευταίων εκατό ετών (εκείνης του 1929 και της πρόσφατης του 2008), έχει ως κοινό τόπο την διερεύνηση της υπόθεσης του νομισματικού πολέμου, είτε ως πραγματικότητας κατά την διάρκεια της περιόδου του μεσοπολέμου, είτε ως κινδύνου που υπαγορεύει την ανάγκη εφαρμογής πολιτικών που θα τον αποτρέψουν από το να ξεσπάσει στο μέλλον [1]. Κατά την οικονομολόγο του Πανεπιστημίου του Harvard, Carmen Reinhart (2016a), η αστάθεια στην διεθνή αγορά συναλλάγματος είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται εδώ και δεκαετίες, εάν όχι αιώνες. Ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι μεγάλες υποτιμήσεις ή και καταρρεύσεις νομισμάτων αποτέλεσαν κάτι σύνηθες μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ωστόσο οι περιπτώσεις λιγόστεψαν αισθητά ή εξέλειπαν την περίοδο ανάμεσα στο 2004 και το 2014, διάστημα το οποίο «μπορεί να μείνει στην ιστορία ως η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα».
Στην σύγχρονη κρίση, ανώτατοι αξιωματούχοι που εκπροσωπούν υπερεθνικούς θεσμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, υπογράμμισαν τον κίνδυνο ξεσπάσματος ενός ανεξέλεγκτου νομισματικού πολέμου στην περίπτωση διάλυσης της Ευρωζώνης [2] και την ανάγκη συμφωνίας σε επίπεδο G-20 για συνεργασία και αποφυγή νομισματικών πολέμων [3]. Στο πλαίσιο της συνάντησης του G-20 τον Οκτώβριο 2010 στη Νότιο Κορέα, ανώτατοι αξιωματούχοι καλούσαν τις Κεντρικές Τράπεζες «να αποτρέψουν… μια ατέλειωτη μάχη… στις συναλλαγματικές ισοτιμίες» [4].
Συγκεκριμένα, το Υπουργείο Οικονομικών των Η.Π.Α. συνιστούσε: «…να συνεχίσουν με εκείνη τη νομισματική πολιτική που είναι κατάλληλη για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών και κατ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στην ανάκαμψη• να κινηθούν προς την κατεύθυνση συστημάτων συναλλαγματικών ισοτιμιών που καθορίζονται από τις δυνάμεις της αγοράς αντικατοπτρίζοντας τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη και να απέχουν από ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων. Προηγμένες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν αποθεματικά νομίσματα, θα είναι σε επαγρύπνηση ενάντια στην υπερβολική μεταβλητότητα και στις ανεξέλεγκτες διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών». (U.S. Department of the Treasury, 2010), ενώ ο τότε επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντομινίκ Στρος-Καν, παρατήρησε, «…είχα συζητήσεις με τις αρχές της Κίνας, της Ευρώπης, της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, και όλοι ήθελαν να κάνουν το καλύτερο προκειμένου να διατηρήσουν σε τροχιά την παγκόσμια ανάκαμψη». Όπως ο ίδιος δήλωσε «[… οι αρχές των χωρών αυτών] καταλαβαίνουν ότι η μεγαλύτερη απειλή σήμερα θα ήταν μια ατελείωτη μάχη πάνω στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών ή μια αντιπαράθεση πάνω στις συναλλαγματικές ισοτιμίες». (IMF, 2010).
*Ο Σπύρος Βλιάμος είναι Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου, και Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Παν/μίου Αθηνών.
*Ο Κωνσταντίνος Γκράβας είναι οικονομολόγος-αναλυτής διεθνών αγορών και υποψήφιος διδάκτωρ (PhD) Πολιτικής Οικονομίας στο τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ. Είναι διπλωματούχος Χημικός Μηχανικός ΕΜΠ, κάτοχος MBA από το Οικονομικό Παν/μιο Αθηνών και MSc. στη Μαθηματική Οικονομία από το ΕΜΠ.