Τι σημαίνει να διαβάζει κανείς τον «Ξένο», το εμβληματικό μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμί, τον 21ο αιώνα;
Η ιστορία του Μερσό, του Γάλλου που σκοτώνει με απάθεια έναν Αραβα στις ακτές της Αλγερίας, αποτύπωσε σε λογοτεχνική μορφή τη φιλοσοφία του παραλόγου που πρέσβευε ο συγγραφέας (και είχε διατυπώσει στον «Μύθο του Σισύφου»). Το μυθιστόρημα, οι πωλήσεις του οποίου ευνοήθηκαν από τη στήριξη του Ζαν-Πολ Σαρτρ, κατέληξε σε όλους τους καταλόγους με τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα (εκδόθηκε το 1942). Τώρα παίζεται και στη σκηνή της γνωστής Σαουμπίνε στο Βερολίνο, σε σκηνοθεσία του Αυστριακού Φιλίπ Πρέους.

«Η αληθινή αποκάλυψη για μένα όσον αφορά τον υπαρξισμό ήταν η συνειδητοποίηση ότι ο Καμί επιβεβαιώνει την αξία της ζωής»
εξηγεί ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του στο σάιτ της Σαουμπίνε. «Οι άνθρωποι νομίζουν ότι ο ήρωας του «Ξένου» είναι ψυχρός και απαθής, ενώ τελικά ο συγγραφέας περιγράφει μια ζωή που βιώνεται μονάχα στο παρόν. Μια ζωή χωρίς ιδεολογία, χωρίς πολιτική, χωρίς θρησκεία, ακόμη και χωρίς ηθική. Ο Μερσό αντιδρά στα ερεθίσματα: θέλει να κολυμπάει, να βλέπει την κοπέλα του, να τρώει, να χαίρεται τη ζωή. Δεν είναι απαθής, αλλά κάποιος που αρνείται να σερβίρει τα συναισθήματά του ως ιδεολογία: του γάμου, του έρωτα, της ηθικής».
Φωτεινό «κλουβί»


Στην παράσταση τον ρόλο του κεντρικού ήρωα ερμηνεύουν τρεις ηθοποιοί, ενσαρκώνοντας τη φράση που είχε γράψει ο Καμί στα ημερολόγιά του, ότι υπάρχουν τρεις Μερσό, «δύο άνδρες (εμού συμπεριλαμβανομένου) και μιας γυναίκας». Οι τρεις τους αναλαμβάνουν τους ρόλους της νεκρής μητέρας, της ερωμένης, του θύματος, του δικηγόρου, του δικαστή και ενός… σκύλου που μισοκοιμάται στον ήλιο.
Ολόκληρη η παράσταση λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα κλουβί. Τα κάγκελα έχουν αντικατασταθεί από φωτιστικές ράβδους LED. Οταν ο πρωταγωνιστής παρευρίσκεται στην κηδεία της μητέρας του, τα φώτα τρεμοπαίζουν δίνοντας την εντύπωση «ηλιοβασιλέματος που διαπερνάει τα δέντρα», όπως σημειώνει ο Φίλιπ Ολτερμαν του «Guardian». Στην κομβική σκηνή του βιβλίου, αυτή του φόνου, με τον ήρωα να αισθάνεται «τα κύμβαλα του ήλιου να χτυπούν πάνω στο κρανίο μου», ο τεχνικός σκηνής ανάβει τα φώτα τόσο δυνατά ώστε το κοινό αναγκάζεται να προστατέψει τα μάτια του –«καθόλου κακή μεταφορά για ένα κείμενο το οποίο, παρά την ευρέως αποδεκτή λάμψη του, πολλοί δυσκολεύονται σήμερα να το κοιτάξουν κατά πρόσωπο» συνεχίζει ο Ολτερμαν.
Εμείς και οι Αραβες


Είναι αρκετά γνωστή η αρνητική κριτική που έχει δεχθεί κατά καιρούς ο Καμί για τον «Ξένο», όπου δεν μαθαίνουμε ποτέ την ταυτότητα του θύματος του Μερσό. Ο Εντουαρντ Σαΐντ είχε γράψει το 1989 ότι οι Αραβες στον «Ξένο» «είναι ανώνυμα όντα που χρησιμοποιούνται ως background για τη δυσοίωνη μεταφυσική εξερεύνηση του Καμί».
Γέννημα-θρέμμα της Αλγερίας όταν η χώρα ήταν ακόμη γαλλική αποικία, ο συγγραφέας αγαπούσε «τη μυρωδιά του ωκεανού και τη θέα του κόλπου που αναδυόταν σχεδόν από κάθε γωνιά του δρόμου» γράφει η Αλις Κάπλαν στο βιβλίο της «Looking for the «Stranger»». «Πιστέψτε με όταν σας λέω ότι η υποφέρω για την Αλγερία όπως άλλοι νιώθουν πόνο στα πλευρά τους» έγραφε ο ίδιος στα «Αλγερινά Χρονικά» (1958).
Η σύγχρονη πολιτική και κοινωνική ένταση που κυριαρχεί σήμερα στις σχέσεις Ευρωπαίων και Αράβων είναι ικανή να τροφοδοτήσει με το παραπάνω την επικαιρότητα της παράστασης. «Πρέπει δηλαδή όσοι προέρχονται από αραβικές χώρες να παραμείνουν ξένοι προκειμένου εμείς να ορίσουμε τον εαυτό μας;» αναρωτιέται ο σκηνοθέτης.
Σχολιάζοντας την απάθεια του Μερσό απέναντι στο θύμα του επισημαίνει: «Είναι πράγματι εντυπωσιακό που ο Μερσό δεν εκφράζει κανέναν οίκτο, δεν ενδιαφέρεται για το θύμα του. αλλά, ίσως, ο ξένος πρέπει να παραμείνει «ξένος». Αν αποκτούσε όνομα και ταυτότητα, τότε δεν θα ήταν πλέον ξένος. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να μας ικανοποιούσε περισσότερο ως πολιτική φιγούρα. Θα ήταν όμως ειλικρινές αυτό; Σίγουρα δεν θα έθετε το ερώτημα: Τι είναι αυτό που μας φοβίζει στους ξένους;».
Ο χαμένος αραβικός κρίκος


Η μετααποικιοκρατική οπτική έδωσε πρόσφατα τη δική της απάντηση στο μυθιστόρημα του Καμί. Ο λόγος για το γνωστό πλέον «Μερσό, ο άλλος ξένος» του αλγερινού δημοσιογράφου Καμέλ Νταούντ (εκδόσεις Πατάκη), που τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ το 2015. Στο μυθιστόρημα αυτό ο αφηγητής είναι ο αδελφός του δολοφονημένου Αραβα από τον «Ξένο». Σε αυτή την προσπάθεια διακειμενικής «βάφτισης» και αποκατάστασης το θύμα αποκτά επιτέλους όνομα: λέγεται Μούσα. «Επεκτείνοντας το σύμπαν του «Ξένου», ο Νταούντ μάς δίνει όχι μόνο την αναγκαία αραβική διάσταση της σχέσης που τόσο στοίχειωσε τον Καμί, αλλά και μια νέα κατανόηση των όσων ο τελευταίος προσπαθούσε να επιτύχει στην αινιγματική σκηνή στην παραλία» γράφει ο κριτικός του «New Republic». «Το «Μερσό, ο άλλος ξένος» συνιστά προφανώς μια κριτική του «Ξένου», αλλά είναι ταυτόχρονα πολύ περισσότερα: μια ερμηνεία, ένας συνοδοιπόρος με κατανόηση, ένας πόλος σε έναν κοινό κόσμο».
Tο μυθιστόρημα του Νταούντ ανεβαίνει στις 15 Δεκεμβρίου στην Kammerspiele του Μονάχου, σε σκηνοθεσία του Ιρανού Αμίρ Ρεζά Κουεστάνι (την άνοιξη έρχεται στη Στέγη Γραμμάτων). Σύμφωνα με το σάιτ του θεάτρου, ο Κουεστάνι αγωνίζεται «να παρουσιάσει γενικές αρχές της καταπίεσης, του επαναδιεκδίκησης και του αυτοπροσδιορισμού».
Από το Μόναχο στο Βερολίνο και αντίστροφα, οι δύο πόλοι του παραλόγου συνομιλούν εκπέμποντας μηνύματα αμφισβήτησης και ανησυχίας…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ