Βικτόρια Χίσλοπ
«Οι καρτ ποστάλ»
Εκδόσεις Διόπτρα,
σελ. 424, τιμή 18,80 ευρώ
Η Βικτόρια Χίσλοπ έχει πάντα μαζί της χαρτί και στυλό. Τουλάχιστον κάθε φορά που είναι στην Αθήνα, μία φορά τον μήνα χοντρικά, βάζει στην τσάντα της τα σύνεργα της δουλειάς της και σημειώνει όταν χρειαστεί οτιδήποτε της κάνει εντύπωση. Οπως για παράδειγμα ότι η ονομασία του ραδιοφωνικού σταθμού «Derti» –όπως τον προφέρει με έναν χαριτωμένο βρετανικό λαρυγγισμό –είναι τελικά ένα λογοπαίγνιο με το ελληνικότατο «ντέρτι» που ακούει για πρώτη φορά. «Αναρωτιόμουν γιατί τον έλεγαν «Dirty» (βρώμικος). Παίζει πολλά από τα αγαπημένα μου τραγούδια και με βοηθάει να μαθαίνω καλύτερα τα ελληνικά. Και τι ακριβώς σημαίνει το ντέρτι;» ρωτάει γεμάτη περιέργεια και σημειώνει με μια ενθουσιώδη φιλομάθεια ότι πρόκειται για τον ερωτικό καημό.
Ο Derti FM ήταν λοιπόν το μουσικό χαλί στη διάρκεια του τελευταίου βιβλίου της «Οι καρτ ποστάλ», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά (εκδόσεις Διόπτρα). Οπου και όσο μπορούσε τουλάχιστον να τον ακούει, γιατί το σήμα συχνά χανόταν στα κακοτράχαλα μονοπάτια που την έφεραν τα ταξίδια της στην Ελλάδα μαζί με τον φωτογράφο Αλέξανδρο Καλοκύρη. Από το Ναύπλιο στην Πάτρα, στα Καλάβρυτα, στην ορεινή Αρκαδία, στο Μεσολόγγι και στην Αρτα εκείνος φωτογράφιζε και εκείνη έγραφε στο αυτοκίνητο τις σπονδυλωτές ιστορίες της οι οποίες μοιάζουν να αναδύονται από τα τοπία του Καλοκύρη λες και οι δυο τους έκαναν επιτόπιο ρεπορτάζ απ’ άκρη σε άκρη της Ελλάδας. Κι όμως, αν και μπορούν να διαβαστούν ως απηχήσεις θρύλων της εκάστοτε περιοχής που τις αφηγήθηκαν οι ντόπιοι στη Βρετανίδα Ελι, το alter ego της Χίσλοπ σε αυτό το συγγραφικό της πόνημα, οι ιστορίες του βιβλίου –όπως για παράδειγμα το ότι ο λόρδος Βύρωνας πέθανε από… «μάτι» –είναι στη συντριπτική πλειονότητά τους προϊόντα μυθοπλασίας. «Αυτή είναι η δουλειά μου, να πιστέψει κανείς ότι αυτές οι συναντήσεις είναι αληθινές. Γι’ αυτό λέει κάποια στιγμή ο Αντονι, ο ήρωας που στέλνει καρτ ποστάλ από την Ελλάδα και τις λαμβάνει κατά λάθος η Ελι αντί της γυναίκας για την οποία τις προόριζε: «Ποιος ξέρει αν αυτά που μου διηγήθηκε ο κόσμος είναι αλήθεια ή ψέματα; Υποψιάζομαι ότι κάποια θα είναι παντελώς μυθεύματα, άλλα απλώς υπερβολές –ίσως όμως κάποια να είναι αληθινά. Ας το κρίνεις εσύ». Το ίδιο λέω και εγώ στους αναγνώστες μου».
Η Ελλάδα μπλοκάρει το write’s block
Δεδομένου ότι στο βιβλίο παρατίθενται και οι φωτογραφίες του Καλοκύρη, «Οι καρτ ποστάλ» θυμίζουν ένα πολύχρωμο άλμπουμ με έντονο άρωμα Ελλάδας. Καθόλου τυχαία όταν μια βρετανική εφημερίδα ζήτησε από τη Χίσλοπ να κατονομάσει οκτώ αγαπημένα της αντικείμενα εκείνη συμπεριέλαβε ένα αντίγραφο κυκλαδικού ειδωλίου, τη μινιατούρα ενός μπουζουκιού και ένα άλμπουμ με καρτ ποστάλ που συνέλεγε η γιαγιά της από το 1906. «Οταν πέθανε, ήμουν 12 ετών και ήταν το μόνο που κράτησα από εκείνη. Αυτό το άλμπουμ είναι πολύτιμο για μένα. Βρίσκω ότι υπάρχει μια ρομαντική διάσταση στην αλληλογραφία με καρτ ποστάλ, γιατί οι περισσότεροι από εμάς δεν γράφουμε πλέον. Επειτα, είναι ένα είδος επικοινωνίας που δεν είναι αμφίδρομο. Μου αρέσει που δεν ξέρει κάποιος από πού ακριβώς έχει αποσταλεί μια καρτ ποστάλ, γιατί συνήθως ο αποστολέας δεν γράφει τη διεύθυνσή του επάνω. Πολλές από τις παλιές αγγλικές καρτ ποστάλ γράφουν «wish you were here» (σ.σ: θα ήθελα να ήσουν εδώ). Οπότε είναι σαν να στέλνεις σε κάποιον μια φωτογραφία μαζί με ένα μελαγχολικό μήνυμα. Είναι σαν να λες «τα πράγματα θα ήταν καλύτερα εάν ήσουν εδώ», όπως λέει ο άνδρας που η νύφη του το σκάει στην ιστορία «Το αγόρι με το ασημί κοστούμι»: «αυτό το μέρος είναι ένα τίποτα χωρίς εσένα»».
Πάντως είναι πέραν κάθε αμφιβολίας ότι την έμπνευση για τις ιστορίες την έδιναν κάθε φορά τα τοπία, τα τοπόσημα αλλά και τα ήθη και έθιμα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο ιερός ναός του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα, ο αγιασμός των υδάτων στη γιορτή των Θεοφανίων, τα σκαρφαλωμένα στα βράχια μοναστήρια στα Μετέωρα, μια παρέλαση για την 25η Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη. «Οταν ταξιδεύεις, βλέπεις τόσο πολλές εικόνες και σου έρχονται τόσο πολλές ιδέες. Σε κάθε πόλη που πηγαίναμε σκεφτόμουν αμέσως ποια ιστορία ήθελα να γράψω. Με έπιανε ένας ασυγκράτητος ενθουσιασμός, το εντελώς αντίθετο του «writer’s block» που λέμε εμείς οι Αγγλοι. Εγώ είχα άλλο πρόβλημα: είχα πάρα πολλές ιδέες, ίσως παραπάνω απ’ όσες θα μπορούσα να διαχειριστώ και να τις γράψω. Προσπάθησα όμως. Συνήθως μου παίρνει τρία χρόνια για να τελειώσω ένα βιβλίο, όμως το συγκεκριμένο ολοκληρώθηκε μέσα σε έναν χρόνο».
Η Χίσλοπ λοιπόν έγραφε και ο Καλοκύρης φωτογράφιζε. «Συνέβαιναν και τα δύο παράλληλα, δεν τράβηξε τις φωτογραφίες εκ των υστέρων» διευκρινίζει. Η φωτογραφία που συνοψίζει καλύτερα τη μεταξύ τους συνεργασία εικονογραφεί τις σελίδες 236-237 και απεικονίζει μια μαυροντυμένη φιγούρα τυλιγμένη στην ομίχλη στην κορυφή ενός λόφου στα Μετέωρα. «Θυμάμαι, προσπαθούσα να αναπλάσω με το μυαλό μου πώς ζούσαν οι μοναχοί και μία ώρα μετά είδα αυτή την εικόνα. Οι ιερείς είναι ωραίοι τύποι. Δημιουργούν όλων των ειδών τις ιδέες στο μυαλό μου. Ιδίως όταν φορούν το καπέλο τους (σ.σ.: το καλυμμαύχι). Είναι σαν να ντύνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο για να απομακρύνουν τον εαυτό τους από τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο βιβλίο που θα γράψω». Θεωρήστε το λοιπόν ως δεδομένο. Και το επόμενο βιβλίο που θα γράψει θα είναι εμπνευσμένο από την Ελλάδα. Υπάρχει άραγε κάποιος που εκπλήσσεται;
Τα σημάδια ενός χαμένου παραδείσου
Απ’ όταν έγραψε το «Νησί» το 2005 η πάντα χαμογελαστή και ιδιαίτερα εκδηλωτική Βρετανίδα έχει πολιτογραφηθεί Ελληνίδα και έχει βαλθεί να ανασκάψει στο παρελθόν της Ελλάδας για να μεταφέρει στο παρόν τα ευρήματά της. Από το «Νησί» στο «Νήμα» και την ιστορία της Θεσσαλονίκης στον 20ό αιώνα, στη συλλογή διηγημάτων «Ο τελευταίος χορός και άλλες ιστορίες», στην «Ανατολή» με φόντο την εισβολή στην Κύπρο και τώρα με τις «Καρτ ποστάλ», η Χίσλοπ ανακαλύπτει κάθε φορά τη χώρα. Και κάθε φορά εντυπωσιάζεται. «Στην ιστορία «Από έρωτα για τον έρωτα» για παράδειγμα, όλα ξεκινάνε από τα κηδειόσημα που βλέπει ο ήρωάς μου σε έναν πίνακα ανακοινώσεων δίπλα σε μια εκκλησούλα. Στην Αγγλία όταν πεθαίνει κάποιος περνούν τρεις-τέσσερις εβδομάδες μέχρις ότου γίνει η κηδεία. Είναι ανόητο αλλά έτσι συμβαίνει. Εδώ γίνονται όλα μέσα σε μία ημέρα. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι θάβονται και πολύς κόσμος δεν προλαβαίνει να μάθει ότι έχουν πεθάνει». Στην Αρκαδία, από την άλλη, είδε τα σημάδια ενός χαμένου παραδείσου. Στην ιστορία που τιτλοφόρησε «Et in Arcadia ego» περιγράφει την αμήχανη, αν όχι δυσάρεστη εμπειρία μιας νεαρής γυναίκας στο καφενείο ενός χωριού το οποίο ανδροκρατείται καθώς οι γυναίκες μοιάζουν κατά έναν περίεργο τρόπο εξαφανισμένες. «Την αγαπώ πολύ αυτή την ιστορία, πιστεύω ότι είναι φεμινιστική. Την είχα ξεχωρίσει και τη διάβαζα στις παρουσιάσεις των βιβλίων μου στη Βρετανία. Γνώρισα τόσο πολλές νεαρές γυναίκες στην Ελλάδα που έχουν σπουδάσει στο πανεπιστήμιο και εξαιτίας της οικονομικής κρίσης είτε έχουν αναγκαστεί να κάνουν μια δουλειά που δεν τις γεμίζει είτε δεν δουλεύουν. Νιώθω τον θυμό τους, την απογοήτευση, τη ματαίωση. Κάποιες φορές επιπλέον έχω την αίσθηση ότι οι άνδρες έχουν το πάνω χέρι, όπως συμβαίνει σε αυτό το μικρό χωριό. Θα μπορούσε να είναι ο παράδεισος, αλλά υπάρχει κάτι το παράξενο στην ατμόσφαιρα, όπως συνειδητοποιεί ο επισκέπτης». Ο έρωτας της Βικτόρια Χίσλοπ για την Ελλάδα είναι δυνατός και βαθύς αλλά δεν είναι και τυφλός.
Η ομορφιά είναι ακόμη παρούσα
«Στους Ελληνες δόθηκε η πιο όμορφη χώρα για να ζήσουν –πιστέψτε με, δεν έχει δόση υπερβολής αυτό που λέω -, αλλά κάτι πήγε στραβά στην πορεία. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που συνέβη αυτό, αλλά τελικά η ομορφιά είναι ακόμη παρούσα, αν και δεν τη βλέπεις σε όλους τους δρόμους της Αθήνας, για παράδειγμα. Είμαι πολύ τυχερή που η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου έγινε στο Ναύπλιο. Να ένα πανέμορφο μέρος που δεν πρόκειται να αλλάξει. Αυτή η πόλη τα έχει όλα. Και φυσική ομορφιά και κοινωνική και πνευματική ζωή. Ξέρετε, όποτε έρχομαι στην Ελλάδα νιώθω ότι είμαι σπίτι μου. Δεν το νιώθω σε άλλες μεσογειακές χώρες. Η Ιταλία είναι μια πολύ όμορφη χώρα αλλά δεν έχει την αιχμηρότητα της Ελλάδας, οπότε μοιάζει με μια καρτ ποστάλ ή ένα κουτί με σοκολατάκια. Με την Ελλάδα νιώθω έναν πολύ δυνατό δεσμό, μια συνάφεια η οποία δεν ξέρω από πού προέρχεται. Απλώς την απολαμβάνω κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά στους ανθρώπους της». ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ