Στη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή είχα τονίσει ότι στη σύγκρουση μεταξύ ΕΕ και ΔΝΤ για το ελληνικό πρόγραμμα η δήθεν διάπραγματευόμενη κυβέρνηση έχασε και προς τις δυο πλευρές:
Δεν της δόθηκαν οι, υπεσχημένες από το 2012, πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές ως προς το δημόσιο χρέος για τις οποίες πιέζει το ΔΝΤ γιατί διστάζουν οι Ευρωπαίοι εταίροι που θέλουν να τις συνδέσουν με μέτρα και άρα με τέταρτο ουσιαστικά μνημόνιο μετά το 2018. Τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα που θα αποδώσουν – υποτίθεται – μείωση του χρέους κατά 40 δις το 2060, κανείς διεθνώς δεν τα θεωρεί κάτι που επηρεάζει ουσιαστικά τα δεδομένα του χρέους.
Αντιθέτως δεσμεύθηκε στον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 και μετά, με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα 5 – 10 ετών. Ο στόχος αυτός είναι προφανές ότι μεταφράζεται σε δημοσιονομικά μέτρα που το ΔΝΤ θέλει να νομοθετηθούν εκ των προτέρων για λόγους αξιοπιστίας αυτού του μακροοικονομικού και δημοσιονομικού σχήματος.
Η κυβέρνηση προσπαθώντας να δικαιολογήσει την πλήρη διαπραγματευτική της αποτυχία και τον εγκλωβισμό της χώρας στην παραπάνω διευθέτηση που ισοδυναμεί με μνημόνιο τέσσερα χωρίς σαφές τέλος και χωρίς αντίστοιχο δάνειο με ευνοϊκούς όρους, κατηγόρησε, δια του Υπουργού Οικονομικών, το ΔΝΤ για εγκατάλειψη. Αυτή η απόπειρα μετακύλισης της ευθύνης στο ΔΝΤ, έδωσε την ευκαιρία στα αρμόδια στελέχη του Ταμείου να διατυπώσουν δημόσια και κωδικοποιημένα τη θέση τους, απευθυνόμενα προφανώς όχι μόνο στην Ελληνική κυβέρνηση, αλλά στις κυβερνήσεις και τους θεσμούς της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Ο Poul Thomsen είναι γνωστός. Το άρθρο όμως στο επίσημο blog του ΔΝΤ υπογράφει και ο καθηγητής Maurice Obstfeld, οικονομικός σύμβουλος και διευθυντής ερευνών του ΔΝΤ. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το άρθρο δημοσιεύεται σε μια περίοδο που η Christine Lagarde απουσιάζει από τα καθήκοντα της στην Ουάσιγκτον λόγω της δίκης που διεξάγεται στο Παρίσι.
Τα στελέχη του ΔΝΤ λένε πολύ συνοπτικά ότι δεν είναι αυτό που ζήτησε πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, αλλά η ελληνική κυβέρνηση αυτή που συμφώνησε πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% από το 2018 και μετά, ενώ τα ισχύοντα δημοσιονομικά μέτρα μπορούν να αποδώσουν πρωτογενές πλεόνασμα 1,5%. Εφόσον συνεπώς τοποθετείται ο πήχης στο 3,5%, πρέπει – λένε – να νομοθετηθούν, για λόγους αξιοπιστίας, από τώρα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που διασφαλίζουν το στόχο αυτό για το 2019 και τα επόμενα.
Λένε όμως επίσης ότι ακόμη και με πρωτογενές πλεόνασμα 1,5%, ακόμη και με σοβαρές παραμετρικές αλλαγές στο χρέος που θα επιφέρουν ουσιαστική μείωση του σε παρούσα αξία, η ελληνική οικονομία δεν είναι δημοσιονομικά βιώσιμη, αν δεν επέλθουν δυο δημοσιονομικές και ταυτοχρόνως διαρθρωτικές μεταβολές που θεωρούν θεμελιώδεις:
Η δραστική μείωση του αφορολόγητου (που τώρα αφήνει εκτός φορολογίας εισοδήματος τα μισά νοικοκυριά) και η περαιτέρω δραστική περικοπή της δημόσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης (11% του ΑΕΠ), ώστε αυτά τα δυο μεγέθη να πλησιάσουν τον μέσο όρο της ευρωζώνης (8% των νοικοκυριών εντός αφορολόγητου ορίου και 2,5% του ΑΕΠ δημόσια συνταξιοδοτική δαπάνη). Επιπλέον θεωρούν, ούτως ή άλλως, αναγκαίες κάποιες διαρθρωτικές αλλαγές που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη διευκόλυνση των ομαδικών απολύσεων με αντιστάθμισμα ένα πληρέστερο σύστημα ασφάλισης της ανεργίας και προστασίας των ανέργων.
Το άρθρο των δυο στελεχών του ΔΝΤ επαναλαμβάνει συνεπώς, ανοικτά και επίμονα τα τρία κομβικά σημεία που θέτει το Ταμείο, ανεξαρτήτως της αντιμετώπισης του χρέους και ανεξαρτήτως του ύψους του επιδιωκόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος:
– Μείωση αφορολόγητου
– Μείωση συνταξιοδοτικής δαπάνης
– Απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων
Στα τρία αυτά σημεία προστίθεται, εφόσον στο Eurogroup συμφωνήθηκε το 3,5% για την περίοδο μετά το 2018, η άμεση νομοθέτηση των αντίστοιχων πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων.
Πρόκειται συνεπώς για επιστροφή της κατηγορίας προς την ελληνική κυβέρνηση. Δεν την εγκατέλειψε – λένε οι κκ Obstfeld και Thomsen – το ΔΝΤ. Αυτή είναι που συμφώνησε στο Eurogroup σε ένα στόχο που είναι πρακτικά ανέφικτος χωρίς να ληφθούν πρόσθετα μέτρα λιτότητας που όμως θα λειτουργήσουν αντιαναπτυξιακά. Και συμφώνησε σε αυτό γιατί δεν μπόρεσε να πετύχει κάποια πρόσθετη άφεση χρέους. Τονίζουν πάντως προς την ελληνική κυβέρνηση ότι κατανοούν τις πολιτικές δυσκολίες των κυβερνήσεων των άλλων κρατών – μελών της ευρωζώνης που έχουν στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα υψηλότερο της Ελλάδος, αφορολόγητο όριο χαμηλότερο του ισχύοντος στην Ελλάδα και συνταξιοδοτικές παροχές μικρότερες των ελληνικών.
Οι κκ. Obstfeld και Thomsen θέλουν να περιγράψουν ανοικτά, σχεδόν ωμά, το πεδίο της διαπραγμάτευσης μεταξύ ΕΕ – ΔΝΤ, κυρίως όμως μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ευρωπαίων εταίρων. Και στη συνέχεια θέλουν να θέσουν καθαρά τους όρους του ΔΝΤ μετά την απόφαση του Eurogroup της 5.12.2016.
Από τα όσα παραθέτουν προκύπτει δυστυχώς η εικόνα μιας ελληνικής κυβέρνησης που δεν μετέχει ουσιαστικά σε καμία διαπραγμάτευση ούτε έχει συνεκτική και στοχευμένη επιχειρηματολογία. Μια ελληνική κυβέρνηση που απλώς περιμένει να ασκήσει πίεση το ΔΝΤ και μετά να αποφασίσουν οι ευρωπαίοι εταίροι ερήμην της Ελλάδος.
Στην αφετηρία αυτής της διαπραγματευτικής κακομοιριάς που εγκλωβίζει τη χώρα σε αδιέξοδα σχήματα μετά την υπαναχώρηση και τη μεγάλη βλάβη της περιόδου 2015 – 2016, βρίσκεται η ανόητη και αυτοκτονική για την κυβέρνηση (που συμπαρασύρει δυστυχώς την χώρα) προσέγγιση του ζητήματος του χρέους.
Η κυβέρνηση έθεσε αρχικά ως στόχο την διαγραφή μεγάλου τμήματος του
«επονείδιστου» χρέους. Στη συνέχεια, στις 12.7.2015, αποδέχθηκε ότι δεν θα υπάρξει καμία ονομαστική μείωση, αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα με τη μορφή παραμετρικών αλλαγών που θα μειώσουν την παρούσα αξία του χρέους, όπως προέβλεπαν οι συμφωνίες του 2012 ως συνέχεια του PSI /OSI. Στις 9.5.2016 και τελικά στις 5.12.2016 δέχθηκε κάποια υποτυπώδη και αμφίβολα βραχυπρόθεσμα μέτρα, ενώ τα μεσοπρόθεσμα θα καθορισθούν, αν χρειάζεται, μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, τον Ιούλιο του 2018, και μάλιστα υπό όρους που συνιστούν το τέταρτο μνημόνιο. Για να δοθούν όμως τα βραχυπρόθεσμα μηδαμινά μέτρα για το χρέος, η κυβέρνηση δεσμεύθηκε σε μεγάλη περίοδο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5%, άρα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα λιτότητας και προκυκλικής, μη αναπτυξιακής πολιτικής.
Αντί για τον εγκλωβισμό αυτό η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να επιμείνει στην εντυπωσιακή ιδιαιτερότητα και την ορθή απεικόνιση του ελληνικού δημοσίου χρέους που χάρη στην παρέμβαση του 2012, χάρη στο PSI (ονομαστικό κούρεμα) και το OSI (ευνοϊκοί όροι δανεισμού από το EFSF / ESM και άρα περαιτέρω κούρεμα σε παρούσα αξία):
Πρώτον, είναι πολύ μικρότερο σε παρούσα αξία από την ονομαστική του τιμή. Η διαφορά παρούσας από ονομαστική αξία υπερβαίνει το 80% του ΑΕΠ, όταν σε όλες τις άλλες χώρες της ευρωζώνης η διαφορά δεν υπερβαίνει το 5% του ΑΕΠ. Άρα σημασία έχουν οι ετήσιες ροές για τόκους και χρεολύσια και όχι το θεωρητικό ονομαστικό στοκ μέχρι το 2060.
Δεύτερον, κατέχεται σε συντριπτικό ποσοστό (πλέον του 82%) από τα άλλα κράτη – μέλη της ευρωζώνης, το EFSF /ESM, την ΕΚΤ και σε μικρό ποσοστό από το ΔΝΤ. Το πραγματικά εμπορεύσιμο στην αγορά ποσοστό του ελληνικού χρέους είναι περίπου το 7%.Άρα το ελληνικό χρέος διακανονίζεται θεσμικά και όχι αγοραία.
Τα δυο αυτά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού χρέους επιτρέπουν τώρα μια πιο διορατική και πιο φιλική για την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας, προσέγγιση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι συναρτημένο πάντα στις μελέτες βιωσιμότητας του χρέους (DSA) με τον προσδοκώμενο ρυθμό ονομαστικής μεγέθυνσης. Γιαυτό έχει μεγάλη σημασία το κυκλικά προσαρμοσμένο και το λεγόμενο διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα, έννοιες για τις οποίες δεν πολύ γίνεται λόγος τελευταία. Άλλωστε, τα δημόσια χρέη δεν «εξοφλούνται». Εξυπηρετούνται, αναχρηματοδοτούνται και απομειώνονται λόγω ανάπτυξης και πληθωρισμού (έστω μικρού). Όταν το 2011 – 2012 γινόταν συζήτηση για 4,5% πρωτογενείς πλεόνασμα, η συζήτηση αφορούσε τις υποθέσεις και προβολές μιας μελέτης βιωσιμότητας του χρέους που υπέθετε επίσης συνεχή ρυθμό ανάπτυξης τουλάχιστον 2,5% και δεν ενσωμάτωνε τη μεγάλη μείωση του χρέους σε παρούσα αξία που επήλθε λόγω των ευνοϊκών όρων δανεισμού από το EFSF / ESM. Γιαυτό, ήδη από το 2013, θέταμε επιτακτικά το ζήτημα της δραστικής μείωσης του επιδιωκόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος επί τη βάσει μιας ορθής και ρεαλιστικής μελέτης βιωσιμότητας και προβάλαμε το εντυπωσιακό μέγεθος του κυκλικά προσαρμοσμένου και του διαρθρωτικού πρωτογενούς πλεονάσματος που πέτυχε η χώρα παρά τη σωρευτική ύφεση και την υψηλή ανεργία.
Εφόσον γίνει δεκτό ότι σημασία για τη βιωσιμότητα του χρέους έχουν τα ετήσια τοκοχρεολύσια ή έστω οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) που λειτουργούν όμως διαφορετικά για το μακροπρόθεσμο χρέος (κυρίως δάνεια και ομόλογα) και διαφορετικά για το βραχυπρόθεσμο (κυρίως έντοκα γραμμάτια και ρέπος), τότε το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να αποσυνδεθεί από την ονομαστική προβολή του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ και να συνδεθεί με πιο ρεαλιστικούς ετήσιους χρηματοδοτικούς στόχους.
Άρα να μειωθεί το επιδιωκόμενο πρωτογενές πλεόνασμα. Να υπάρξει δημοσιονομικός χώρος αναπνοής. Άλλωστε λόγω του θεσμικού χαρακτήρα του χρέους είναι πάντα ανοικτή η δυνατότητα περαιτέρω εξομάλυνσης της καμπύλης των τόκων και των χρεολυσίων.
Αντί όμως να καλλιεργεί και να προωθεί μια τέτοιου είδους επιχειρηματολογία και στοχοθεσία, η κυβέρνηση εγκλωβίζει τη χώρα στις εμμονές της επικοινωνιακής της τακτικής ως προς τη δήθεν διαπραγμάτευση για το χρέος. Το αποτέλεσμα είναι να χάνει και στο Eurogroup και στη σχέση με το ΔΝΤ, γιατί δυστυχώς ούτε η ευρωπαϊκή πλευρά ούτε η πλευρά του ΔΝΤ αποδέχεται τις πρακτικές επιπτώσεις της ιδιαιτερότητας του ελληνικού χρέους σε σχέση με το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Και βεβαίως γιατί η κυβέρνηση δεν μπορεί πολιτικά να αντιληφθεί ότι δημοσιονομικό περιθώριο αναπνοής μπορεί να δοθεί μόνο έναντι σοβαρών θεσμικών μεταρρυθμίσεων. Αυτή είναι όμως μια άλλη πολιτική που δεν μπορεί να τη χειριστεί η παρούσα κυβέρνηση.