Πολλές στροφές, οι οποίες προκαλούν νευρικότητα κυρίως στην ελληνική πλευρά, έχει ο δρόμος προς τη διεθνή διάσκεψη για το Κυπριακό στις 12 Ιανουαρίου στη Γενεύη. Οσο περνούν οι ημέρες καθίσταται σαφές ότι το ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων θα καθορίσει τα πάντα στο Κυπριακό, παρά τις συνομιλίες που ήδη διεξάγονται στο νησί για να κλείσουν όσο περισσότερες εκκρεμότητες είναι δυνατόν πριν από τις 9 Ιανουαρίου. Τότε οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι θα μεταβούν στην Ελβετία για να συζητήσουν επί του Εδαφικού. Ωστόσο όλοι οι παίκτες μοιάζουν πλέον να έχουν στρέψει το βλέμμα τους στο αν θα πραγματοποιηθεί τελικά η διμερής συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πριν από τη διεθνή διάσκεψη.
Οι ντρίμπλες της Αγκυρας
Δεν είναι λίγοι όσοι ήδη επισημαίνουν ότι ο κ. Ερντογάν ίσως να μην επιθυμεί τελικώς μια τέτοια συνάντηση και απλώς να επιδιώκει «να τρώει χρόνο» ως τις 12 Ιανουαρίου. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να ανακύψει για την Αθήνα ένα τεράστιο ερώτημα: Θα παραστεί ή όχι στη διεθνή διάσκεψη, από τη στιγμή που τουλάχιστον δημοσίως έχει συνδέσει τη διμερή συνάντηση με την πολυμερή διάσκεψη;
Η συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού με τον Νίκο Αναστασιάδη την Τετάρτη στις Βρυξέλλες αποκτά καίρια σημασία. Oι δύο άνδρες θα συζητήσουν επί της πρότασης της Λευκωσίας για μια πολυεθνική δύναμη στην Κύπρο –μια πρόταση που αναμένεται να εμπλουτιστεί με νέες ιδέες τις προσεχείς ημέρες.
H Τουρκία επιμένει προς το παρόν σε μεταβατική περίοδο 12 ετών για διατήρηση των εγγυήσεων, στην οποία συνυπολογίζουν δύο εκ περιτροπής προεδρικές θητείες (4+2 ετών). Θεωρεί ότι τότε θα έχει αποδειχθεί αν η νέα λύση μπορεί να εφαρμοστεί. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θα μπορούσε ίσως να αποδεχθεί μία μεταβατική πενταετία (4+1 έτος), αλλά τούτο θα πρέπει να προβλέπει άμεση αποχώρηση μεγάλου μέρους του τουρκικού στρατού. Εκτιμάται ότι η εκ περιτροπής προεδρία δεν θα κλείσει πριν από τις συναντήσεις της Γενεύης, αλλά δύσκολα θα αποτελέσει χαρτί που θα ανταλλασσόταν με υποχωρήσεις στις εγγυήσεις. Φαίνεται ότι η τουρκική πλευρά συνδέει την εκ περιτροπής προεδρία με την επιστροφή ή όχι της Μόρφου.
Αυτό που διαμηνύεται πάντως είναι ότι ο πρόεδρος Αναστασιάδης δεν πρόκειται να φέρει σε δημοψήφισμα μια πρόταση που θα κινδυνεύει να απορριφθεί. Ηδη από μυστικές έρευνες της κοινής γνώμης στην Κύπρο προκύπτει ότι η απόφαση επί των εγγυήσεων θα γείρει την πλάστιγγα υπέρ ή κατά μιας λύσης.
Οι δίαυλοι
Στη συνάντηση του Νίκου Κοτζιά με τον τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου την περασμένη Πέμπτη στο Αμβούργο διαπιστώθηκε ότι οι θέσεις των δύο πλευρών παραμένουν αποκλίνουσες. Η Αγκυρα εμμένει στη θέση της για την ανάγκη μεταβατικής περιόδου εγγυήσεων και παραμονής στρατευμάτων, ενώ τουλάχιστον δημοσίως η ελληνική πλευρά επαναλαμβάνει μονότονα, κυρίως διά του κ. Κοτζιά, ότι ζητεί κατάργηση εγγυήσεων και αποχώρηση τουρκικών στρατευμάτων. Ωστόσο η Αθήνα, υπόρρητα, κατανοεί ότι άμεση αποχώρηση δεν είναι δυνατή, αφού υπάρχει σχετική έκθεση του ελληνικού ΓΕΕΘΑ που αναφέρει ότι θα χρειαστούν περίπου 16-18 μήνες για την πλήρη αποχώρηση.
Η Αθήνα θέλει να γλιτώσει τις παγίδες. Επιδιώκει να διασφαλίσει ότι μια συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν δεν θα διολισθήσει στη συζήτηση ζητημάτων που θα μπορούσαν να εγκλωβίσουν τον Πρωθυπουργό σε διμερή ατζέντα. Είναι άλλωστε σαφές ότι σε αυτό καθαυτό το πεδίο του Κυπριακού η Αθήνα δεν έχει τίποτε να ανταλλάξει με την Αγκυρα. Η κυβέρνηση έχει επιλέξει ένα τριπλό πεδίο διαβουλεύσεων με την Αγκυρα: ένα επίσημο, το οποίο χειρίζεται ο κ. Κοτζιάς, ένα «τεχνοκρατικό», το οποίο χειρίζονται υψηλόβαθμοι παράγοντες των δύο υπουργείων Εξωτερικών, και ένα πιο «παρασκηνιακό» που «τρέχουν» έμπιστοι συνεργάτες των κ.κ. Ερντογάν και Τσίπρα. Θεωρείται ότι με αυτόν τον τρόπο μια συνάντηση κορυφής δεν θα αποτύχει, εξέλιξη πιθανώς καταστροφική.
Το αγκάθι των «8»
Στη ρητορική Ερντογάν για τη Συνθήκη της Λωζάννης έχουν έλθει να προστεθούν δύο ζητήματα που περιπλέκουν την κατάσταση. Το πρώτο είναι η εθνικιστική πλειοδοσία της τουρκικής αξιωματικής αντιπολίτευσης σε σχέση με τα δήθεν «καταληφθέντα» νησιά του Αιγαίου.
Οι δηλώσεις Ντενίζ Μπαϊκάλ αλλά και βουλευτών που μιλούν για τοποθέτηση σημαιών σε βραχονησίδες δεν κρίνονται ως επιβοηθητικές, αν και δεν προκαλούν σφοδρή ανησυχία. Το δεύτερο αφορά την περίπλοκη υπόθεση της έκδοσης ή μη των οκτώ τούρκων αξιωματικών που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος.
Ο κ. Τσαβούσογλου ζήτησε ευθέως την άμεση έκδοσή τους, ενώ ο εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών εξέφρασε την απορία του για την απόφαση του Εφετείου Αθηνών να μην εκδοθούν οι πέντε από τους οκτώ αξιωματικούς. Κυβερνητικοί κύκλοι σημείωναν όμως ότι το θέμα αυτό θα επιλυθεί οριστικά από τον Αρειο Πάγο έπειτα από τις προσφυγές που κατατέθηκαν.
Την ίδια στιγμή η Αγκυρα επιδιώκει να εμφανιστεί ότι βρίσκεται ένα βήμα μπροστά στη διαδικασία και θέλει λύση. Πρόκειται για μια τακτική που είχε με επιτυχία ακολουθήσει και την περίοδο πριν από τη διεθνή διάσκεψη του Μπούργκενστοκ για το Σχέδιο Ανάν.
Ο Ιμπραήμ Καλίν, εκπρόσωπος της τουρκικής Προεδρίας και ο πλέον στενός σύμβουλός του, δήλωσε πρόσφατα ότι ο κ. Ερντογάν προτίθεται να είναι παρών στη διεθνή διάσκεψη της Γενεύης. Ωστόσο τα μηνύματα από τουρκικής πλευράς δεν είναι τόσο σαφή όσο δημοσίως παρουσιάζονται.
Αυτό προκύπτει τόσο από τις διμερείς ελληνοτουρκικές επαφές όσο και από αυτές που είχε με τούρκους αξιωματούχους στην Αγκυρα ο ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, ο Νορβηγός Εσπεν Μπαρθ Αϊντε.
Ο τελευταίος είχε συνομιλίες με τρεις τούρκους αξιωματούχους. Αυτοί, επικαλούμενοι τα γεγονότα του 1963, επέμειναν ότι πρέπει να υπάρξουν εγγυήσεις για τους Τουρκοκυπρίους και συνέδεαν τη διάρκεια αυτών με ένα εύλογο διάστημα εφαρμογής της λύσης. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι ο πρόεδρος Ερντογάν θα αποφασίσει για τα πάντα. Ο συγκεντρωτισμός στη λήψη αποφάσεων δεν διευκολύνει, ενώ η αποχώρηση του Φεριντούν Σινιρλίογλου από τη θέση του μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών δυσκολεύει τα πράγματα. Ολα αυτά ίσως καθιστούν μια συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν αναγκαία και παράλληλα δίκοπο μαχαίρι.
Ο διεθνής παράγων
Οι Αμερικανοί θέλουν λύση πριν από την εκπνοή της προεδρίας Ομπάμα, αλλά πλέον δεν μπορούν να πράξουν πολλά παρά την πολυπραγμοσύνη της υφυπουργού Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ. Πιο ενεργοί, ιδιαίτερα επί κυπριακού εδάφους, εμφανίζονται εσχάτως οι Βρετανοί. Το Λονδίνο θα ήθελε να έχει και καλύτερη συνεννόηση με την Αθήνα, αλλά αυτό δεν έχει καταστεί δυνατό. Αυτό έχει προκαλέσει απορίες και σε ελληνικές διπλωματικές πηγές που αναρωτιούνται για ποιον λόγο ο κ. Κοτζιάς απέφυγε να επισκεφθεί τη Βρετανία ώστε να υπάρξει ουσιαστικότερη συνεννόηση.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ